Τρεις διαλυμένοι οικισμοί κοντά στο χωριό Καστράκι Καλαμπάκας – Του φιλολόγου Σπυρίδωνος Βλιώρα

0 1.414

Ρουξιόρι, Τριστιανός, Ρίγκλαβo

Στο τελευταίο τεύχος (τ. 782020) του αξιόλογου —και βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών— περιοδικού «Θεσσαλικό Ημερολόγιο», που φιλοξενεί μελέτες που αφορούν την ιστορία και τη γενικότερη πραγματικότητα των περιοχών απ’ όλη τη Θεσσαλία, δημοσιεύτηκε μια μελέτη μας με τίτλο «Τρεις διαλυμένοι οικισμοί κοντά στο χωριό Καστράκι Καλαμπάκας: Ρουξιόρι, Τριστιανός, Ρίγκλαβο». Ακολουθεί μια περίληψη της εκτενούς εργασίας, που μπορείτε να τη διαβάσετε στο περιοδικό, ενώ την πλήρη εκδοχή της, με ολοκληρωμένη φωτογραφική και χαρτογραφική τεκμηρίωση, μπορείτε να βρείτε στις διευθύνσεις https://www.academia.edu/40959690 και https://www.vlioras.gr/Ruxiori.htm.

«Κοντά στο χωριό Καστράκι και βορειοδυτικά της Καλαμπάκας βρισκόταν για πολλούς αιώνες κάποιοι οικισμοί, που σήμερα έχουν διαλυθεί και αφανιστεί, αφήνοντας ελάχιστα ερείπια αλλά αρκετές μαρτυρίες για την ύπαρξή τους.

Βορειοανατολικά του Καστρακίου και σε απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων απ’ αυτό βρισκόταν ο διαλυμένος σήμερα οικισμός Ρουξιόρι (39°43’51.5″N 21°37’28.4″E, σε υψόμετρο 400 μ.), ανάμεσα από τη μεγαλομετεωρίτικη μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και το μοναστήρι της Υπαπαντής. Τον βρίσκουμε γραμμένο με διάφορες παραλλαγές: Ροξηώρι, Ροξιόρι, Ῥοξιώρη, Ροξιώρι, Ροξόρη, Ροξόρι, Ροξώρη, Ρεξώρη, Ροκουσόρι, Ροξώρι, Ρουξιόρι, Ρούξον, Ρουξόρι, Ρουτιόρ(;), Ρωξόρι, Ῥωξοῦ(;), Roksori κ.ά.

Βορειοδυτικά από το Ρουξιόρι υπήρχε ο οικισμός Τριστιανός (39°45’34.0″N 21°36’16.5″E, σε υψόμετρο 400 μ.) και το υδρωνύμιο Τριστιανίτης Λάκκος, σε απόσταση περίπου 5 χιλιομέτρων σε ευθεία γραμμή από το Καστράκι. Απαντούν διάφορες γραπτές παραλλαγές του ονόματος: Δρισσιανός, Δριστιανός, Ντριστιανό, Ντριστιανός, Τρεστενίκω, Τριστενίκος, Τριστιανό, Τριστιανός, Tristiyanos κ.ά.

Βορειοδυτικά του Τριστιανού μπορούσε κάποιος να συναντήσει το Ρίγκλαβο (39°47’46.4″N 21°34’27.7″E, σε υψόμετρο 650 μ.), ανάμεσα στα χωριά Γάβρος (39°47’56.7″N 21°35’48.3″E) και Τσούγκουρο (39°46’34.6″N 21°32’55.8″E). Τον οικισμό τον βρίσκουμε γραμμένο με διάφορες παραλλαγές: Ρήκλαβω, Ρίγκλαβο, Ρίγκλαβον, Ρίγκλαβω, Ρίγκλοβο, Ρίγλαβο, Ρίκοβο, Ρύγκλαβο κ.ά.

Στη συνέχεια θα δούμε, με χρονολογική παράθεση, όσες αναφορές και πληροφορίες είναι δυνατόν να εντοπιστούν για τους τρεις αυτούς οικισμούς.»

Τριστιανός

Αγία Παρασκευή Τριστιανού. Φωτογραφία Σπυρίδωνος Βλιώρα, 30/3/2019.

Ο Τριστιανός —με τη μορφή Τριστενίκος— πρωτοαναφέρεται σε  χρυσόβουλο του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Βʹ Παλαιολόγου του 1289, με το οποίο επικυρώνονταν η κατοχή κτημάτων και μετοχίων από την μονή Παναγίας της Ελεούσας Λυκουσάδας. Πρόκειται για μοναστήρι που ίδρυσε η σύζυγος του Σεβαστοκράτορα της Θεσσαλίας Ιωάννη Αʹ Αγγέλου Κομνηνού Δούκα (1268–1289) κάτω από το κάστρο του Φαναρίου Καρδίτσας. Στη συνέχεια αναφέρεται σε Χρυσόβουλο του Ανδρονίκου Γʹ Παλαιολόγου (1332) και σε Χρυσόβουλο του Στέφανου Δουσάν (1348). Για τις τρεις αυτές περιπτώσεις των 13ου & 14ου αιώνα δεν είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για το ίδιο τοπωνύμιο κι όχι για ένα ομώνυμό του κάπου αλλού στη Θεσσαλία.

Μνημονεύεται ακόμη (με βεβαιότητα από τον 15ο αιώνα κι εντεύθεν) σε φορολογικό κατάστιχο του σαντζακίου Τρικάλων (1454–5530 οικογένειες), στην Πρόθεση 401 του Μεγάλου Μετεώρου (1520), στην  Πρόθεση 215 του Βαρλαάμ (1613/14) και σε μια σειρά από βαρλααμίτικα κατάστιχα:2 225 (1754, 18 οικογένειες), 223 (1755), 226 (1756, 21 οικογένειες), 230 (1758, 20 οικογένειες), 231 (1759, 20 οικογένειες), 236 (1765, 26 οικογένειες), 250 (1772, 22 οικογένειες).

Αναφέρεται επίσης στην βαρλααμίτικη Πρόθεση 291 (1758–1783), από τον Σουηδό περιηγητή Ιάκωβο Ιωνά Μπγιόρνσταλ (Jacob Jonas Björnståhl στα 1779 (καθώς και στο χειρόγραφο 35 της αγιομετεωρίτικης μονής Αγίας Τριάδας της ίδιας ημερομηνίας), στην αγιοστεφανίτικη Πρόθεση 104 (1798), στο χειρόγραφο 2 της Αγίας Τριάδος (1810), σε κώδικες περιουσίας Βαρλαάμ και Μεγάλου Μετεώρου (1845, αναφορά ως μετόχι), στα Οδοιπορικά Ηπείρου και Θεσσαλίας (1880, 25 χριστιανοί κάτοικοι και κανένας μωαμεθανός). Από εκεί και εντεύθεν μνημονεύεται όχι ως κατοικημένος οικισμός αλλά ως τοποθεσία, δασολίβαδο κ.λπ.

Ρουξιόρι

Εικονοστάσι στην περιοχή που βρισκόταν το Ρουξιόρι. Φωτογραφία Σπυρίδωνος Βλιώρα, 30/3/2019.

Το Ρουξιόρι πρωτοαναφέρεται τον 15ο αιώνα, σε αγορά χωραφιών από το μοναστήρι του Μεγάλου Μετεώρου. Στη συνέχεια αναφέρεται στο Φορολογικό κατάστιχο του σαντζακίου των Τρικάλων (1454–55, 11 οικογένειες), καθώς και σε έγγραφα των ετών 1501, 1520, 1545, 1567, 1592/93, 1598, 1610, 1613/14, 1620, 1754 (38 οικογένειες), 1755, 1756 (41 οικογένειες), 1758 (42 οικογένειες), 1758–1783, 1759 (38 οικογένειες), 1765 (40 οικογένειες), 1772 (36 οικογένειες), 1775, 1779, 1782, 1794, 1795, 1798, 1800, 1801, 1810, 1812–13, 1820 (8 σπίτια), 1845 (5 οικογένειες), 1880 (20 χριστιανοί), 1882, 1899, 1908/9, 1925, 1933, 1952 κ.λπ.

Ρίγκλαβο

Εκκλησία Αγίας Παρασκευής Ρίγκλαβου. Φωτογραφία Σπυρίδωνος Βλιώρα, 30/5/2020.

Το Ρίγκλαβο πρωτοαναφέρεται στην Πρόθεση 421 του Μεγάλου Μετεώρου (1592/93), καθώς και σε διάφορα έγγραφα των ετών 1613/14, 1754 (9 οικογένειες), 1755, 1756 (8 οικογένειες), 1758 (3 οικογένειες), 1759 (3 οικογένειες), 1765 (5 οικογένειες), 1772 (8 οικογένειες), 1783, 1798, 1810, 1904, 1906 και 1934.3

Λόγοι εγκατάλειψης

Και τους τρεις αυτούς οικισμούς τούς βρίσκουμε να υφίστανται και να κατοικούνται από περισσότερες ή λιγότερες οικογένειες μέχρι περίπου το τέλος του 18ου αιώνα ή αρχές του 19ου.

Και ξαφνικά, μετά το 1810, διαπιστώνουμε ότι έχουν πάψει να κατοικούνται, αρχικά προσωρινά και στη συνέχεια μόνιμα. Οι τρεις οικισμοί για διάφορους λόγους εγκαταλείφθηκαν και οι κάτοικοί τους μετοίκησαν στο Καστράκι, την Καλαμπάκα, τον Γάβρο ή άλλες γειτονικές περιοχές. Για ποιο λόγο;

Η μείωση του πληθυσμού των υπό εξέταση οικισμών και η τελική ερήμωσή τους ήταν μάλλον ένα πολυπαραγοντικό γεγονός, που οφείλονταν —όπως αναλύεται λεπτομερώς στη μελέτη— σε αρκετούς παράγοντες των αρχών του 19ου αιώνα, όπως στην εξέγερση του παπα‑Θύμιου Βλαχάβα και την κατάσταση εκφοβισμού και διώξεων που ακολούθησε μετά την αποτυχία της, στην ἐπιζῳοτία και τους βαρείς και όψιμους χειμώνες, στην πανούκλα, που ενέσκηψε στην περιοχή και ευρύτερα στα 1812–1816, στους θανάτους που επέφερε και στην συνακόλουθη έλλειψη τροφίμων και ακρίβεια που εκδηλώθηκε, σε επιδρομές Τουρκαλβανών και ληστών και καταπιέσεις των χριστιανικών πληθυσμών (1770–1853) και σε άλλους παράγοντες, το ειδικό βάρος των οποίων δεν είμαστε σε θέση να επιμερίσουμε επακριβώς· σίγουρα όμως η συμβολή τους υπήρξε καθοριστική.

Μάλιστα ο παπα–Θύμιος Βλαχάβας είχε κάνει ορμητήριο των ενεργειών του και είχε οχυρώσει την αγιομετεωρίτικη μονή του Αγίου Δημητρίου, δίπλα στη μονή Υπαπαντής και κοντά στα χωριά Ρουξιόρι και Τριστιανό.

«Ἀρχομένου τοῦ ιθʹ αἰῶνος ὁ περίφημος ἀρματολός Παπαθύμιος Μπλαχάβας —οὗ ὁ πατὴρ Ἀθανάσιος Μπλαχάβας, κατὰ τὸ ἔτος 1765 εἶχεν ἀνακαινίσει τὴν εἰρημένην μονὴν τῆς Ὑπαπαντῆς— συχνάκις κατέφευγεν ἐν κρισίμοις ἡμέραις εἰς αὐτὴν καὶ δὴ εἰς τὸ ἀβατώτερον ἐξάρτημα ταύτης, τὸν Ἅγιον Δημήτριον. Μελετῶν δὲ τὴν μεγάλην ἀνταρσίαν κατὰ τῶν Τούρκων τῷ 1808 ὁ περίφημος οὗτος ἀετιδεὺς τῶν Χασίων εἶχε καταστήσει τὴν μονὴν τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τῶν Μετεώρων ἔξοχον κέντρον τῶν ἐνεργειῶν του καὶ εἶχε ταύτην καί καταλλήλως ὀχυρώσει.» «Η αποφασιστική σύγκρουση έγινε στο χωριό Καστράκι και στους βράχους των Μετεώρων, τους οποίους κατείχαν οι επαναστάτες, στις 8 Μαΐου 1808. Στην μάχη αυτή, σύμφωνα με μια ενθύμηση, “ἐσκοτώθηκαν ὅλοι οἱ Πλαχαβαῖοι ἕως 500 ἄνθρωποι”.» Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του Βλαχάβα και πριν το φρικτό του τέλος, ο γιος τού Αλή Πασά «Μουχτάρ έκοψε τα κεφάλια νεκρών και αιχμαλώτων. Τα αλάτισε και τα έστειλε “δώρο” στον πατέρα του. Τα πτώματα τα “έκτισε” σε πυραμίδα και τα έκαψε. Πήρε έπειτα “σβάρνα” τα χωριά, κατασφάζοντας Έλληνες και καίγοντας σπίτια. Στη Θεσσαλία απλώθηκε τόση τρομοκρατία, ώστε οι Τούρκοι της Λαρίσης και των Τρικάλων, που αντιπαθούσαν τη διοίκηση των Αλβανών, διέκοψαν την ως τότε συνεργασία τους με τον Βλαχάβα, από το φόβο του Αλή.» «Ἀλλὰ μετ’ οὐ πολύ, κατὰ τὸ 1809, ὁ μὲν Παπαθύμιος Μπλαχάβας συνελήφθη ὑπὸ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ τῆς Ἠπείρου, ἡ δὲ μονὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου διὰ τηλεβόλων κατεστράφη. Τότε ἐγκατελείφθη καὶ ἡ μονὴ τῆς Ὑπαπαντῆς, αἱ δ’ ἄλλαι μοναὶ τῶν Μετεώρων ὑπέστησαν τὰ πάνδεινα.»

Είναι φυσικό λοιπόν, μετά απ’ όλη αυτή την καταστροφή που έγινε στην περιοχή τους, οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών από φόβο να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μειωθεί ο πληθυσμός των οικισμών τους, χωρίς όμως και να ερημωθούν τελείως.

Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και μέρος της Ηπείρου στο Ελληνικό Βασίλειο στα 1881 διενεργήθηκε απογραφή. Στην επαρχία Καλαμπάκας και στον Δήμο Αιγινίου καταγράφεται μεταξύ των άλλων η Καλαμπάκα με 1022 κατοίκους4 (518 άρρενες και 504 θήλεις), το Καστράκι με 1049 κατοίκους (543 άρρενες και 506 θήλεις), ενώ Ρουξιόρι, Τριστιανός και Ρίγκλαβο δεν αναφέρονται, πράγμα που σημαίνει πως είχαν ήδη εγκαταλειφθεί.

Η άποψη ορισμένων μελετητών ότι το χωριό Καστράκι πρωτοδημιουργήθηκε από τους κατοίκους των γειτονικών οικισμών Ρουξιόρι, Τριστιανό και Ρίγκλαβο δεν ευσταθεί, καθώς το Καστράκι αναφέρεται ήδη από τα μέσα του 14ου αιώνος στον βίο του Αγιομεγαλομετεωρίτη Αθανασίου,5 ενώ η απαρχή του πρέπει να αναζητηθεί στην ελληνιστική περίοδο.6

Ενδιαφέρον παρουσίαζε και ο ναός του Αγίου Αθανασίου στο Ρουξιόρι. Αναφέρεται για πρώτη φορά στα 1610, ως μετόχι του Μεγάλου Μετεώρου, και στη συνέχεια στα 1908 από τον βυζαντινολόγο Νίκο Βέη («με αξιόλογες τοιχογραφίες») ως μετόχι της μονής Βαρλαάμ· και στα 1909, από τον βυζαντινολόγο Αδαμάντιο Αδαμαντίου («ἀραβικὸν στοιχεῖον διακοσμήσεως εἶναι αἱ χαρίεσσαι φατνώσεις τῶν ἐπίπεδον τὴν ὀροφὴν ἐχόντων μικροτέρων ναῶν τῶν Μετεώρων (…). Τοιαύτη εἶναι ἡ ὀροφὴ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου εἰς θέσιν Ῥοξόρι.») Όμως στα 1921 «καταστράφηκε λόγω καθίζησης του εδάφους από τις βροχές» και στα 1959 «ἔχει καταβαραθρωθῆ κατόπιν βομβαρδισμοῦ καὶ θυέλλης».

Ενδιαφέρον στοιχείο της μελέτης είναι επίσης οι «Λαογραφικές και άλλες πληροφορίες για τους οικισμούς», που βασίζονται σε προγενέστερες εργασίες τοπικών μελετητών (Αθανάσιος Τσαγκαρσούλης, Γρηγόρης Σταγέας, Ευθύμιος Παπαευθυμίου, Φώτης Κοτοπούλης κ.ά.). Αναφέρουμε ενδεικτικά: «Κοντά στον διαλυμένο σήμερα οικισμό, “σε ένα από τους χαμηλούς βράχους που υπάρχουν εκεί”, υπάρχει μια σπηλιά. Σ’ αυτήν κατοικούσε ένα στοιχειό («στχειο»), που έδωσε και την ομώνυμη ονομασία στην τοποθεσία. “Είχε μορφή ανθρώπου με μεγάλη γενειάδα ως κάτω και ζούσε μέσα στη σκοτεινή σπηλιά.” Οι κάτοικοι απέφευγαν να σταβλίζουν τα ζώα τους εκεί, γιατί τα έβρισκαν τραυματισμένα ή νεκρά, εξαιτίας τους στοιχειού. Το στοιχειό ήταν το φάντασμα ενός μεγαλομετεωρίτη καλόγερου, που βλέποντας μια όμορφη κοπέλα, την Μετάξω, από το Ρουξιόρι, να χορεύει, μπήκε σε πειρασμό, έπεσε από το βράχο και σκοτώθηκε. Μάλιστα “οἱ κάτοικοι τοῦ οἰκισμοῦ Ρουξιόρι ἐπίστευον ὅτι τὴν πανώλη, κοινῶς πανούκλα, τὴν μετέδιδε εἰς αὐτοὺς τὸ φάντασμα τοῦ καλογήρου, ποὺ ἐπίστευον ὅτι ἔγινε στοιχειό.”»

Ενδιαφέρουσες τέλος είναι και οι πληροφορίες για το άβατο για τις γυναίκες, που ίσχυε για αιώνες στα μετεωρίτικα μοναστήρια.

Ανάβαση γυναικών στη μονή της Αγίας Τριάδας. Φωτογραφία των αρχών του 20ού αιώνα.

Ετυμολογία

Ρουξιόρι

Λαμβάνοντας υπόψη το τοπωνύμιο Λουξιοάρα που υπάρχει στην περιοχή του Ζαγορίου, «ονομασία σχετικά μεγάλου βοσκότοπου που διασχίζεται από ένα μικρό ρέμα», όπως γράφεται στο βιβλίο του γλωσσολόγου καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Κωνσταντίνου Οικονόμου, διαπιστώσαμε πως έχουμε πολλές ομοιότητες με το καστρακινό Ρουξιόρι. Πράγματι και το Ρουξιόρι είναι ένας σχετικά μεγάλος βοσκότοπος· άλλωστε και σήμερα στην περιοχή του υπάρχουν ακόμα ποιμνιοστάσια. Επίσης στην περιοχή γύρω από το Ρουξιόρι υπάρχουν και σήμερα κάποια ρέματα / ρυάκια, όπως ο Θράψος και η Αβρανίτσα.

Το τοπωνύμιο Λουξιοάρα ετυμολογείται από το αρωμουνικό (βλάχικο) ουσιαστικό luncușoara, υποκοριστικό τύπο του αρωμουνικού luncă, που σημαίνει «κοιλάδα μακριά, πλατιά και χλοώδης» και την υποκοριστική κατάληξη –șoară. Παρόμοιο τοπωνύμιο είναι και το χωριό Luncușoara στην βορειοανατολική Ρουμανία.

Επομένως, ο αρχικός τύπος της λέξης θα ήταν *Λουξιόρι, προσθέτοντας στο αρωμουνικό θέμα το ελληνικό επίθημα –ι, και το αρχικό λ τράπηκε κατά την προφορά στο συγγενικό του υγρό ρ. Το συγκεκριμένο γλωσσολογικό φαινόμενο ονομάζεται ρωτακισμός και εμφανίζεται σε πολλές γλώσσες· π.χ. η αρχαιοελληνική λέξη ἀδελφός έχει εξελιχθεί στη νεοελληνική αδερφός, ενώ από την ελληνιστική λέξη βασιλική προέκυψε η λατινική basilica κι απ’ αυτήν η αρωμουνική bãsearicã.

Τριστιανός

Το τοπωνύμιο είναι φυτωνυμικό και προέρχεται από την σλάβικη λέξη трска7 (καλάμι). Από τον τύπο αυτόν θα προέκυψε η παραλλαγή Τρισκιανός, ενώ από τον πρωιμότερο σλαβικό τύπο тр̑ст (πρωτοσλαβικά *trьstь) ο τύπος Τριστενίκος. Η κατάληξη –ικος της παραλλαγής Τριστενίκος προέρχεται από τη σλαβική κατάληξη –ик / –и́к (προφέρεται ʲɪk / ˈʲik), κατάληξη που χρησιμοποιείται για να δηλώσει επάγγελμα, τόπο, αντικείμενο, εργαλείο ή ένα χαρακτηριστικό. Χρησιμοποιείται επίσης για να δηλωθούν υποκοριστικά. Το τοπωνύμιο Τριστενίκος σήμαινε αρχικά τον τόπο με τις καλαμιές, τον καλαμιώνα.

Από την αρχική παραλλαγή Τριστενίκος και από συμπροφορά με το άρθρο σε αιτιατική πτώση (Ο Τριστενίκος → τον Τριστενίκο → τοΝτριστενίκο) θα προέκυψε στη συνέχεια ο τύπος «ο Ντριστενίκος»· κι από την επίδραση της παρώνυμης λέξης «Χριστιανός» θα προέκυψε τέλος ο τύπος «Ντριστιανός» και «Τριστιανός».

Ρίγκλαβο

Το τοπωνύμιο ετυμολογείται από την αρωμουνική λέξη riglă. Η λέξη αυτή σημαίνει «κανών, στάθμη, χαράκι, ρήγα». Κατ’ αυτή την έννοια ο οικισμός ίσως έλαβε τ’ όνομά του από την μέτρηση της εδαφικής έκτασης των καλλιεργήσιμων γαιών του ή των δασών (κυρίως από κουμαριές αλλά και άλλα είδη) που υπήρχαν (και υπάρχουν) γύρω του.

Μια άλλη επιλογή ετυμολόγησης είναι από την σλαβική λέξη рингла / ри́нгла (ríngla), που σημαίνει (θερμαντική) εστία, υπονοώντας τη μόνιμη κατοίκηση σε κάποιο τόπο και τη χρήση εστίας για τις ποικίλες ανάγκες των νοικοκυριών.

Η κατάληξη –(ο)βο προέρχεται από την σλαβική κατάληξη –ово / –ов (πρωτοσλαβική –ovъ), που χρησιμοποιείται σε κτητικά επίθετα και δηλώνει «κάτι που ανήκει σε κάποιον» ή χρησιμοποιείται σε οικογενειακά ονόματα, προκειμένου να δηλώσει καταγωγή ή συγγενική σχέση.8

Επίλογος

«Παρακολουθήσαμε στην παρούσα μελέτη όσες αναφορές είναι διαθέσιμες από τις ιστορικές πηγές για τρεις διαλυμένους και εξαφανισμένους σήμερα οικισμούς κοντά στο χωριό Καστράκι Καλαμπάκας: το Ρουξιόρι, τον Τριστιανό και το Ρίγκλαβο. Πολλοί περιπατητές, ντόπιοι αλλά και αλλοδαποί, περπατούν μια μεγάλη διαδρομή αρκετών ωρών, που διέρχεται απ’ αυτές τις περιοχές. Μάλιστα, τα περισσότερα από τα πάμπολλα ταξιδιωτικά πρακτορεία της περιοχής οργανώνουν πεζοπορικές διαδρομές (hiking), κατά τις οποίες καλό είναι να ακούγονται από τους συνοδούς ξεναγούς οι παραπάνω πληροφορίες.

Σε τέτοιες περιπτώσεις χωριών, οικιών, εκκλησιών και ανθρώπινων δραστηριοτήτων, που σήμερα έχουν εξαφανιστεί, αλλά υπήρχαν ακμαία στο παρελθόν εδώ και οκτώ περίπου αιώνες, ο ιστορικός / ερευνητής αισθάνεται σαν ντετέκτιβ ή σαν θαυματοποιός, καταφέρνοντας να «αναστήσει» και να ξαναδώσει ζωή στα διαλυμένα και εξαφανισμένα απομεινάρια του παρελθόντος…»

Υποσημειώσεις

1 Στη μελέτη παρουσιάζονται πολλοί χάρτες με όλα τα μικροτοπωνύμια και μικροϋδρωνύμια της περιοχής.

2 Τα οποία ανήκαν στην Επισκοπή Σταγών και μεταφέρθηκαν στη μονή Βαρλαάμ, όταν τα δώρισε στην μονή της μετανοίας του μαζί με άλλα βιβλία και χειρόγραφα ο επίσκοπος Σταγών Παρθένιος (1751–1784), στο αρχείο του οποίου ανήκαν. Δεν φαίνεται να είναι αυτόγραφα του Παρθενίου, τα περισσότερα όμως γράφτηκαν κατά τη μακρά περίοδο της αρχιερατείας του. Ευχαριστούμε την αδελφότητα της Ιεράς Μονής Βαρλαάμ και τον Γέροντα Ισίδωρο για την ευγενή παραχώρηση φωτογραφιών των βαρλααμίτικων χειρογράφων.

3 Στις τελευταίες αναφορές όχι ως οικισμός αλλά ως «δασώδης βουνοσειρά», «δασολίβαδο» κ.λπ.

4 Ενδιαφέρον στην ίδια απογραφή παρουσιάζει ο πληθυσμός της Κρανιάς στο Δήμο Χαλκίδος (παρ’ Ασπροποτάμῳ) με 2.444 κατοίκους (!) (1314 άρρενες και 1130 θήλεις), ενώ περισσότερους κατοίκους από την Καλαμπάκα έχει για παράδειγμα και η Καστανιά: 1.097.

5 «Εἰς ἑαυτὸν οὖν γενόμενος ὁ γέρων ἐκ τῆς θεωρίας, ἔρχεται πρὸς τὸν Ἀθανάσιον καί, σκώψας αὐτὸν λόγοις ἱκανοῖς καὶ τῇ ράβδῳ τύψας μετρίως, οὐκ εἴασεν αὐτὸν ἐν τῷ σπηλαίῳ ἡσυχάσαι πλέον, ἀλλ’ ἐν τῷ θατέρῳ μέρει (=σε σπηλιά πάνω από το Καστράκι, το λεγόμενο Παλαιομονάστηρο) τοῦ Στύλου (=μεγάλος βράχος πάνω ακριβώς από το σημερινό Καστράκι) καθέζεσθαι προσέταξεν. Ἀγχίθυρον οὖν τοῦτο τοῦ ἄστεως (=Καστράκι) τυγχάνοντος καί θόρυβον πολύν ἐκ τοῦ ἄντικρυς τοῦτο ποιοῦντος, βαρέως τοῦτο ἐδέξατο.» Δημήτριος Σοφιανός, Ο Όσιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης, 139–140.

6 Η ύπαρξη υπολειμμάτων τείχους πολύ ψηλά στο χωριό και σχεδόν έξω απ’ αυτό («παρὰ τὴν βρύσιν Ἀβρακῆς») μάς κάνει να πιστεύουμε πως το καστράκι είχε χτιστεί από τους Αἰγινιεῖς, για να προστατεύει το Αἰγίνιον από τη βορειοδυτική πλευρά του, που δεν προφυλάσσονταν από τείχος, αλλά από τα μετεωρικά βράχια του Άλτσου, της Αγιάς και του Μπάντοβα, τα οποία όμως άφηναν ανάμεσά τους δύο στενά περάσματα, από όπου θα μπορούσαν να εισέλθουν οι εχθροί: την Αγλίστρα και το Ζωνάρι. Αλλ’ αυτά θα αναπτυχθούν σε μελλοντική μας εργασία· βλ. κάποια επιπλέον στοιχεία για το Φρούριο του Αἰγινίου / Κάστρο των Σταγών και στην εργασία Βλιώρας ΣπυρίδωνΝαΰδριο Αγίου Αθανασίου Καλαμπάκαςwww.academia.edu/3896768, 20–23.

7 Προφέρεται tr̂ska και προέρχεται από πρωιμότερο τύπο тр̑ст κι αυτό από τα πρωτοσλαβικά *trьstь.

8 Στη μελέτη ετυμολογείται αναλυτικά και το υδρωνύμιο Αβρανίτσα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Litespeed Greek Web Hosting by NetSpace.gr