Το πράσινο περιβάλλον – Του Θανάση Σιούτα
Πριν από λίγες ημέρες στη Γλασκώβη της Σκωτίας συναντήθηκαν «οι μεγάλοι» του πλανήτη να αποφασίσουν για την κλιματική αλλαγή, που ούτε λίγο ούτε πολύ μας «χτύπησε» όλους. Απ’ ό,τι διαπιστώσαμε, οι αποφάσεις που πάρθηκαν δεν ήταν και οι καλύτερες, αφού από τη μια συμφωνούσαν ότι πρέπει να αλλάξουν οι μορφές ενέργειας, από την άλλη διαφωνούσαν ως προς το χρόνο έναρξης εφαρμογής. Κάποιοι βέβαια διαφώνησαν και γι’ αυτά, αλλά ευτυχώς υπήρξαν και ψύχραιμες φωνές, οι οποίες έπεισαν τους δύσπιστους, για να βγει τελικά ένα κοινό ανακοινωθέν.
Ένα τόσο μεγάλο και σοβαρό θέμα, επιτρέψτε μου να το παραλληλίσω με την πανδημία του κορωνοϊού, για την οποία δυστυχώς δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τη σοβαρότητα της Δημόσιας Υγείας για μια ενιαία στάση κόμματα και λαός. Η πανδημία και η κλιματική αλλαγή δεν επιδέχονται καθυστερήσεις, δεν θέλουν λόγια αλλά έργα, γιατί διαφορετικά οδεύουμε ολοταχώς προς την καταστροφή. Τελεία και παύλα. Το περιβάλλον σίγουρα το έχουμε επιβαρύνει με ρύπους, οι οποίοι αύξησαν τη θερμοκρασία του πλανήτη, λιώνουν οι πάγοι και ιδού τα αποτελέσματα.
Με αφορμή τα παραπάνω, δανείζομαι ένα διάλογο που κυκλοφόρησε με e-mail, που σχετίζεται με το πράσινο περιβάλλον, μεταξύ μιας νεαρής κυρίας και μιας παρήλικης, προκειμένου να διαπιστώσουμε ποια γενιά έχει μεγαλύτερη ευθύνη στην μόλυνση του περιβάλλοντος, η σημερινή ή η παλιά; Και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του.
«Φεύγοντας από το κατάστημα η πολύ ηλικιωμένη κυρία και πηγαίνοντας στο ταμείο να πληρώσει, μία νεαρή ταμίας τής υπέδειξε πως έπρεπε να φέρνει δικές της τσάντες για τα ψώνια, γιατί οι πλαστικές σακούλες δεν είναι καλές για το περιβάλλον.
Η γυναίκα ζήτησε συγγνώμη από την κοπέλα και της εξήγησε, «Ναι, εμείς δεν είχαμε αυτό το θέμα το “πράσινο” στα νιάτα μου»…
Η νεαρή υπάλληλος απάντησε, «Αυτό είναι το πρόβλημά μας σήμερα. Η δική σας γενιά δεν νοιαζόταν αρκετά ώστε να σώσει το περιβάλλον μας για τις μελλοντικές γενιές».
Η ηλικιωμένη κυρία της είπε πως είχε δίκιο – «Ναι, η δική μου γενιά δεν είχε αυτό το “πράσινο πράγμα” στην εποχή μου». Συνέχισε να τής εξηγεί πώς ήταν τότε:
Τότε, επιστρέφαμε τα γυάλινα μπουκάλια γάλακτος, των αναψυκτικών και της μπύρας στο κατάστημα. Το κατάστημα τα έστελνε πίσω στο εργοστάσιο για να πλυθούν και να αποστειρωθούν και να τα ξαναγεμίσουν, για να χρησιμοποιηθούν ξανά και ξανά. Οπότε στην πραγματικότητα τα ανακύκλωναν. Αλλά, δεν είχαμε το “πράσινο πράγμα” στις μέρες μας…
Τα μπακάλικα μάς έβαζαν τα ψώνια μέσα σε καφέ χάρτινες σακούλες που χρησιμοποιούσαμε για πολλά πράγματα. Το πιο αξιομνημόνευτο – εκτός από την χρήση τους για σακούλες οικιακών απορριμμάτων, ήταν η χρήση του καφέ χαρτιού για κάλυμμα των σχολικών βιβλίων μας. Αυτό εξασφάλιζε πως η δημόσια περιουσία (τα βιβλία που παρέχονται από το σχολείο για τη χρήση μας) δεν θα παραμορφώνονταν από μουτζούρες μας. Έτσι, μπορούσαμε να τους δώσουμε την προσωπική μας προτίμηση σε εμφάνιση, πάνω στο καφέ χαρτί περιτυλίγματος. Τι κρίμα, που δεν κάναμε το “πράσινο πράγμα” τότε.
Ανεβαίναμε τις σκάλες με τα πόδια, γιατί δεν είχαμε κυλιόμενη σκάλα σε κάθε κτίριο καταστήματος και γραφείων. Περπατούσαμε μέχρι το μανάβικο. Δεν καβαλούσαμε μηχανή 300 ίππων κάθε φορά που χρειαζόταν να διασχίσουμε δύο τετράγωνα. Αλλά έχεις δίκιο… δεν είχαμε το “πράσινο πράγμα” στις μέρες μας…
Τότε πλέναμε τις πάνες του μωρού, αφού δεν είχαμε το είδος της μιας χρήσεως για πέταμα. Στεγνώναμε τα ρούχα πάνω σε τεντωμένο σχοινί, όχι μέσα σε ένα στεγνωτήριο-φαγάνα που καταβροχθίζει 220 βολτ ηλεκτρισμού. Η αιολική και η ηλιακή ενέργεια όντως στέγνωναν τα ρούχα μας τότε, στις μέρες μας.
Τα παιδιά είχαν ρούχα από δεύτερο χέρι, από τους αδελφούς ή τις αδελφές τους, και όχι πάντοτε καινούργια ρούχα. Αλλά ναι, κοπέλα μου, έχεις δίκιο, εμείς δεν είχαμε το “πράσινο πράγμα” τον παλιό καιρό.
Τότε είχαμε μόνο μια τηλεόραση ή ένα ραδιόφωνο στο σπίτι – όχι από μία τηλεόραση σε κάθε δωμάτιο. Και η τηλεόραση είχε μικρή οθόνη σε μέγεθος ενός μαντηλιού (τις θυμόσαστε άραγε?) και όχι οθόνη σε μέγεθος δωματίου. Στην κουζίνα ανακατεύαμε και αναδεύαμε με το χέρι γιατί δεν είχαμε ηλεκτρικά μηχανήματα να τα κάνουν όλα για μάς.
Όταν συσκευάζαμε ένα εύθραυστο αντικείμενο για να το ταχυδρομήσουμε, χρησιμοποιούσαμε παλιές εφημερίδες για να το προστατέψουμε και όχι συνθετικό Styrofoam ή πλαστικό περιτύλιγμα με φυσαλίδες. Τότε, δεν βάζαμε μπρος έναν κινητήρα και δεν καίγαμε βενζίνη για να κουρέψουμε το γκαζόν. Χρησιμοποιούσαμε ένα σπρωχνόμενο χλοοκοπτικό που “έκαιγε” ανθρώπινη ενέργεια. Γυμναζόμασταν με την εργασία, έτσι δεν χρειαζόταν να πηγαίνουμε σε γυμναστήριο για να τρέχουμε πάνω σε κυλιόμενους διάδρομους που λειτουργούν με ηλεκτρικό ρεύμα. Αλλά έχεις δίκιο. Δεν είχαμε εμείς το “πράσινο πράγμα” τότε.
Πίναμε από βρύση ή σιντριβάνι όταν ήμασταν διψασμένοι αντί να χρησιμοποιούμε ποτήρι ή πλαστικό μπουκάλι κάθε φορά που πίναμε νερό. Ξαναγεμίζαμε τις πέννες γραφής με μελάνι, αντί να αγοράζουμε μια καινούργια, και βάζαμε καινούργιο ξυράφι μέσα στην ξυριστική μηχανή αντί να πετάξουμε ολόκληρο το εργαλείο μόνο και μόνο επειδή η λεπίδα του ξυραφιού δεν έκοβε πια καλά…. Αλλά δεν είχαμε το “πράσινο πράγμα” τότε.
Τότε οι άνθρωποι έπαιρναν το τραμ ή το λεωφορείο και τα παιδιά πήγαιναν με ποδήλατο στο σχολείο τους – ή περπατούσαν – αντί να μετατρέπουν τις μητέρες τους σε 24ωρη υπηρεσία ταξί με το SUV των $45.000 ή το βαν της οικογένειας, που κοστίζουν όσο κόστιζε ένα ολόκληρο σπίτι …. πριν από το “πράσινο πράγμα”.
Είχαμε μια πρίζα σε κάθε δωμάτιο και όχι ολόκληρο συγκρότημα πριζών για να τροφοδοτούμε δώδεκα συσκευές. Και δεν χρειαζόμασταν έναν υπολογιστή-γκάτζετ για να λάβουμε σήμα που εκπέμπεται από δορυφόρους 23.000 μίλια έξω στο διάστημα, για να βρούμε το πλησιέστερο μαγαζί που πουλάει χάμπουργκερ.
Δεν είναι αξιοθρήνητο, η σημερινή γενιά να θρηνεί πόσο σπάταλοι ήμασταν εμείς τα γερόντια, μόνο και μόνο επειδή -και καλά- δεν είχαμε αυτό το “πράσινο πράγμα” τότε;
Παρακαλώ να προωθήσετε αυτό το μήνυμα και σε άλλον εγωιστή γέροντα που χρειάζεται ένα μάθημα συντήρησης από ένα νεαρό εξυπνάκια.
Δεν γουστάρουμε να είμαστε γέροι έτσι κι αλλιώς, οπότε δεν χρειαζόμαστε πολύ για να μας ανάψουν τα αίματα… ειδικά από ένα πολλαπλά τρυπημένο και τατουαρισμένο εξυπνάκια, που δεν ξέρει πόσα ρέστα πρέπει να δώσει, χωρίς να του το αποτυπώσει η ταμειακή μηχανή».