Την πατρίδα μ’ έχασα… – Του Ηλία Γιαννακόπουλου
α. «Τί γαρ ου πάρα μοι μελέα στενάχειν,
ή πατρίς έρρει και τέκνα και πόσις;»1
(«Τρωάδες»)
β. «Την πατρίδα μ’ έχασα,/ έκλαψα και πόνεσα./
Λύουμαι κι αροθυμώ, όι, όι,/ ν’ ανασπάλω κι επορώ»2
(Ποντιακό παραδοσιακό τραγούδι, «Την πατρίδα μ’ έχασα»)
Ο πόνος και το κλάμα για την απώλεια της Πατρίδας είναι διαχρονικά ίδια. Και δεν είναι μόνον οι καταστροφές (υλικές…), οι σωματικές κακουχίες, οι θάνατοι των ανθρώπων, ο εκπατρισμός και η προσφυγιά που πληγώνουν, αλλά και η νοσταλγία για την χαμένη πατρίδα. Η μνήμη και η νοσταλγία συνοδεύουν όλους εκείνους τους ανθρώπους που ξεριζώθηκαν από την πατρίδα τους με βίαιο τρόπο.
Ο Ευριπίδης στο έργο του «Τρωάδες» καταγγέλλει τον πόλεμο και υψώνει μία διαμαρτυρία εναντίον της αγριότητας και της αυθαιρεσίας των νικητών προς τους ηττημένους. Οι αιχμάλωτες γυναίκες της Τροίας βιώνουν την αγριότητα του πολέμου. Τραγική μορφή η Εκάβη που αναπολεί το παρελθόν και θρηνεί για τις συμφορές που ακολούθησαν την πτώση της Τροίας. Η χαμένη πατρίδα – η Τροία – ματώνει ψυχικά τις αιχμάλωτες καθιστώντας έτσι πιο οδυνηρή τη θέση τους. Πρόκειται για ένα θάνατο χωρίς τέλος.
«Ο θάνατος ξεκινά με την απώλεια των πόλεών μας κι ολοκληρώνεται
με την απώλεια της πατρίδας μας»
(«Αντίο γλυκιά μου Πατρίδα», Αχμέτ Ουμίτ)
Η νοσταλγία των Ποντίων
«Τα ταφία μ’ έχασα/ ντ’ έθαψα κι ενέσπαλα./
Τ’ εμετέρτς αναστορώ, όι/ όι και ‘ς σο ψυόπο μ’/ κουβαλώ»3
(«Έχασα τους τάφους μου/ αυτούς που έθαψα και δεν/ ξέχασα./
Θυμάμαι τους δικούς μου, όι/ όι/ και στην ψυχή μου τους/ κουβαλώ»
Παραδοσιακό Ποντιακό τραγούδι)
Η γενοκτονία των Ποντίων σκόρπισε το θάνατο 350.000 αθώων ανθρώπων και ξερίζωσε χιλιάδες άλλους. Ωστόσο ο πόνος και η μνήμη βασανίζουν ακόμη τους ζωντανούς αφού η «χαμένη» πατρίδα τους κρύβει στα σπλάχνα της τους προγόνους. Οι άνθρωποι δεν ζουν μόνο με την καθημερινότητα του παρόντος, αλλά κουβαλούν τις μνήμες του παρελθόντος. Αυτή η μνήμη και η νοσταλγία τούς κρατά όρθιους – όχι για την εκδίκηση – γιατί οι επόμενες γενιές χρειάζονται έναν σύνδεσμο.
Κι αυτός ο σύνδεσμος δεν μπορεί να είναι άλλος παρά ο πολιτισμός με τις πολλαπλές εκφάνσεις του, όπως: Ήθη και έθιμα, τραγούδια και περισσότερο η γλώσσα. Το καλύτερο μνημόσυνο γι’ αυτούς που χάθηκαν «ντ’ έθαψα κι ενέσπαλα./ Τ’ εμετέρτς αναστορώ» είναι η ιστόρηση των γεγονότων με την γλώσσα τους. Όσο θα μείνει η γλώσσα ζωντανή, τόσο οι λέξεις θα γίνονται ο ιμάντας που συνδέει τα γεγονότα της γενοκτονίας με τη διδαχή της νέας γενιάς. Κι αυτό γιατί το τραγούδι και οι λέξεις είναι η διαχρονική τους πατρίδα.
«Μία πατρίδα έχουμε από λέξεις. Μίλα. Μίλα το δρόμο μου με πέτρα πάνω στην πέτρα να στρώσω»
(Μαχμούτ Νταρουίς)
Χωρίς πατρίδα… Ένας ακοίμητος πόνος
Τί μπορεί να σημαίνει, όμως, για έναν σύγχρονο «Ζω χωρίς πατρίδα»; Γιατί η απώλεια της πατρίδας μάς σημαδεύει τόσο πολύ; Γιατί η νοσταλγία της «χαμένης πατρίδας» άλλοτε μάς ταράζει συναισθηματικά και άλλοτε μάς ηρεμεί;
Πολλοί είναι εκείνοι που μιλούν για έναν «μυθικό σύνδεσμο με τη γη», για μία μυστηριώδη και λογικά ανερμήνευτη σχέση με την πατρώα Γη και ιδιαίτερα των παιδικών μας χρόνων. Αυτή η σχέση πηγάζει κι από την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων που θεωρούσαν τη Γη ως Μητέρα – Γαία. Εξάλλου οι όροι γηγενής και αυτόχθων τον παραπάνω σύνδεσμο πιστοποιούν.
«Αλλ’ αυτόχθονες όντες την αυτήν εκέκτηντο μητέρα και πατρίδα»
(Λυσίου, Επιτάφιος 17-19)
Το αίσθημα της απώλειας της πατρίδας είναι περισσότερο έντονο και οδυνηρό όταν είναι προϊόν όχι μόνον ενός προσωπικού βιώματος αλλά ενός συλλογικού τραύματος. Τέτοιο τραύμα είναι και οι γενοκτονίες ή οι εθνοκαθάρσεις. Σε αυτές τις πράξεις υπολανθάνει η αδικία, η απανθρωπιά, η βαρβαρότητα και η αβίαστη έκφραση του ζωώδους στοιχείου της ανθρώπινης φύσης. Εξάλλου η αγριότητα των γενοκτονιών αποκαλύπτει και την ύβρη των πρωταγωνιστών που ξεχνούν πως το τραγικό σχήμα «Ύβρις – Τίσις» έχει διαχρονική ισχύ.
Ο Ευριπίδης στις Τρωάδες το είχε επισημάνει εύστοχα με τις παρεπόμενες προειδοποιήσεις για όσους φιλοδοξούν να χτίσουν το δικό τους βασίλειο στον πόνο των ηττημένων:
«μώρος δε θνητών όστις εκπαρθεί πόλεις,/ ναούς τε τύμβους θ’ ιερά των κεκμηκότων,/ ερημία δους αυτός ώλεθ’ ύστερον»4
(Λόγια του Ποσειδώνα)
Μνησιπήμων πόνος
Οι μνήμες των επιζώντων και των απογόνων της γενοκτονίας των Ποντίων (1914-23) είναι για τους υπόλοιπους μία υπενθύμιση, πως οι καιροί μπορεί να άλλαξαν, αλλά κάποιες συμπεριφορές και κάποια συμφέροντα εξακολουθούν να μάς απειλούν και ως ανθρώπους και ως έθνος. Ο πόνος και το δάκρυ των Ποντίων είναι ένας «μνησιπήμων πόνος», όπως τον κατέγραψε ο Αισχύλος στον «Αγαμέμνονα»:
«Στάζει δ’ ανθ’ ύπνου προ καρδίας μνησιπήμων πόνος»5.
Ο «Μνησιπήμων πόνος» των Ποντίων είναι το θερμό δάκρυ και ο πόνος που μάς υπενθυμίζει και εξιστορεί τα εθνικά μας παθήματα. Είναι η θλιβερή ανάμνηση των συμφορών μας ως έθνους. Είναι ο πόνος που μπορεί και πρέπει να μετασχηματίσει τα εσωτερικά μας ερείπια σε ισχυρά οχυρά. Είναι ο πόνος αυτών που, αν και ρίχτηκαν στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, επέζησαν παλεύοντας και θυμούνται ακόμη…
«Την πατρίδα μ’ έχασα» δεν είναι μόνο ένα τραγούδι παραδοσιακό που μας συγκλονίζει με την αυθεντικότητα και το συναισθηματισμό του, αλλά κι ένα σάλπισμα για εθνική ανάταση. Ο πόνος βαδίζει μαζί με την ελπίδα. Το τραγούδι και το κλάμα πάντα έχουν έναν απελευθερωτικό χαρακτήρα. Είναι η συνέχεια του θρήνου των Τρωάδων:
«μελέων/ επί τους αιεί δακρύων ελέγους,/ μούσα δε χαύτη τοις δυστήνοις/ άτας κελαδείν αχορεύτους»6.
Οι εθνικοί θρήνοι και το προσωπικό κλάμα συντηρούν τη μνήμη κι αποτελούν παρηγορητικό λόγο, αλλά και σάλπισμα εθνικής εγρήγορσης και ατομικής αντοχής. Ο μνησιπήμων πόνος είναι το σπαθί μας και όχι η ευκαιρία να δικαιολογήσουμε την απραξία και την ηττοπάθειά μας. Ο Γ. Σεφέρης απέδωσε με φιλοσοφικό τρόπο την επίδραση αυτού του πόνου.
«Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων/ το μυαλό μας./ …κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή/ γιατί είναι αμίλητη και προχωράει./ Στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο/ μνησιπήμων πόνος…»
(«Τελευταίος σταθμός»)
Σημειώσεις:
- Πώς μπορώ να μην κλαίω η βαριόμοιρη,/ που χαθήκαν τα τέκνα, η πατρίδα κι ο άντρας μου;
- Την πατρίδα μου έχασα,/ έκλαψα και πόνεσα./ Κλαίω και νοσταλγώ, όι, όι/ να ξεχάσω δεν μπορώ.
- Έχασα τους τάφους μου/ αυτούς που έθαψα και δεν/ ξέχασα./ Θυμάμαι τους δικούς μου, όι/ όι/ και στην ψυχή μου τους/ κουβαλώ.
- Άμυαλος είναι όποιος κουρσεύει πόλεις∙/ ναούς και τάφους κι ιερά των πεθαμένων/ρημάζει∙ θα χαθεί κι αυτός κατόπιν.
- Αυτός που με τρόμο θυμίζει τα παθήματά μας και στον ύπνο στάζει πόνο στην καρδιά μας.
- Θα θρηνώ/ με ακατάπαυστα δάκρυα σκούζοντας./ Αυτό είναι το τραγούδι των δύστυχων/ που κλαίνε πικρές συμφορές.
https://www.youtube.com/Μαυροθάλασσα-Την πατρίδα μ’ έχασα
ΙΔΕΟπολις
https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com
ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ