Σπυρίδων Βλιώρας: Για τους σταυρούς στον βράχο του Στύλου Σταγών (Αγίου Πνεύματος) στο Καστράκι
Πριν από λίγες μέρες κάποιος, για λόγους που μέχρι τότε αγνοούσα, μου ζήτησε να του πω τι γνωρίζω για κάποιους σταυρούς που υπήρχαν σε δύο κορυφές του βράχου που από τα μέσα του 14ου αιώνα τουλάχιστον φέρει την ονομασία Στύλος Σταγών1 και που βρίσκεται ακριβώς πάνω από το χωριό Καστράκι Καλαμπάκας.2
Ο Στύλος Σταγών3 έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, καθώς σ’ αυτόν συναντούμε την παλαιότερη μοναστική παρουσία στην περιοχή των Μετεώρων, ενώ επ’ αυτού βρισκόταν πολλές μονές, σκήτες, προσευχάδια κ.λπ.4 Την ιστορία αυτή του βράχου άλλοτε θα αποπειραθούμε να την αναπτύξουμε.
Τώρα, απαντώντας στην ερώτηση που μας τέθηκε, θα παραθέσουμε όσα στοιχεία βρήκαμε για τους επί του βράχου αυτού σταυρούς και με τα λόγια που τα βρήκαμε.
Η πρώτη εμφάνιση των σταυρών αυτών γίνεται σε χαλκογραφία της 21ης Ιουνίου 1782 του μοναχού Παρθενίου εξ Ελασσόνος, στην οποία απεικονίζονται τα Μετέωρα και οι γύρω περιοχές.
Η δεύτερη αναφορά έχει γραφεί έναν αιώνα αργότερα, στα 1882, από τον ιερομόναχο Πολύκαρπο (Ραμμίδη), «πρώην ἡγούμενο τῆς ἱερᾶς μονῆς τῆς Μεταμορφώσεως τῶν Μετεώρων», που τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια επικράτησε να ονομάζεται Μεγάλο Μετέωρο. Γράφει ο Ραμμίδης για την μονή του Αγίου Πνεύματος και για τους περί ων ο λόγος σταυρούς τα εξής:
«Ἡ μονὴ αὕτη θεωρεῖται ἡ ἀρχαιοτέρα πασῶν, διότι ἔλαβε τὴν σύστασίν της κατὰ τὸ 985 ἔτος μ.X. παρά τινος ἀσκητοῦ Βαρνάβα καλουμένου, ὅστις πήξας ἐπὶ τοῦ δικορύφου τούτου βράχου μικρὰν καλύβην ἠσκήτευεν ἐν αὐτῇ.
Ὅτε δὲ ὁ βασιλεὺς τῶν Σερβοβουλγάρων Σαμουὴλ διέδραμε λεηλατῶν τὴν Βυζαντινὴν Αὐτοκρατορίαν, 992 μ.X., διελθὼν καὶ τὴν Θεσσαλίαν καὶ εὑρὼν κατοικούμενον μόνον τὸν βράχον τοῦτον, πρὸς ἀνάμνησιν τῆς ἐκδρομικῆς ἀνδραγαθίας του ἔστησεν ἐπὶ τῶν δύο κορυφῶν τοῦ βράχου τούτου δύο σιδηροῦς σταυροὺς ἐκ τεσσάρων»5
«πήχεων ἕκαστον, ἐξιστορῶν ἐπ’ αὐτῶν διὰ σερβικῶν χαρακτήρων τὴν θριαμβευτικὴν διάβασίν του, οἵτινες καὶ μένουν μέχρι σήμερον.»6
«Ὁ βράχος οὗτος, ὡς προείπωμεν, σύγκειται ἐκ δύο κορυφῶν ἐφ’ ὧν ἵστανται ἐμπεπηγμένοι οἱ σταυροί, ἐχουσῶν ὕψος ἡ μὲν τριακοσίων, ἡ δὲ τετρακοσίων πήχεων, ἐν τῷ μέσῳ δ’ αὐτῶν τῶν δύο οὕτως εἰπεῖν λόφων ὑπάρχει ὀροπέδιον ἢ κοιλὰς ἐκ πέντε στρεμμάτων συγκειμένη, ἔνθα εἶναι ὠκοδομημένος ὁ κύριος ναὸς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, διάφορα δένδρα, μία δεξαμενὴ καὶ ἄλλα ἐρείπια, τὸ δὲ ὕψος αὐτοῦ κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀναβάσεως εἶναι μόνον ὀγδοήκοντα πήχεων.»7
Αν και ο ηγούμενος Πολύκαρπος Ραμμίδης ήταν γνώστης πολλών παλαιοτάτων εγγράφων της μονής Μεταμορφώσεως,8 κάποια από τα οποία ενδεχομένως δεν έχουν σωθεί μέχρι τις μέρες μας, εντούτοις δεν πρέπει να λαμβάνουμε τα λεγόμενά του ως 100% ιστορικώς ακριβή, αλλά πρέπει να τα προσεγγίζουμε κριτικά.
Στην προκειμένη περίπτωση στον Ραμμίδη οφείλεται η παρανόηση, που συνεχίζεται ως τις μέρες μας, ότι οι εν λόγω σταυροί τοποθετήθηκαν από Σέρβους ή Βουλγάρους και φέρουν επιγραφή «διὰ σερβικῶν χαρακτήρων» που έχει ζητήσει να χαραχθεί πάνω τους ο «βασιλεύς τῶν Σερβοβουλγάρων Σαμουήλ», αν και σε μεταγενέστερες αναφορές μνημονεύεται άλλος Βούλγαρος βασιλιάς / τσάρος, όπως θα δούμε.
Πενήντα δύο έτη αργότερα, στα 1934, ο Καστρακινός συγγραφέας Φώτης Κοτοπούλης στην πρώτη έκδοση του βιβλίου του Μετέωρα (–Καστράκι–Αιγίνιον) αναφέρει επίσης κάποια στοιχεία για τη μονή του Αγίου Πνεύματος και για τους εν λόγω σταυρούς, προσθέτοντας και κάποιες πληροφορίες για ένα σχετικό έθιμο των Καστρακινών: «Ωσαύτως επί των κορυφών του βράχου τούτου ανεσφηνώθησαν (sic) εκ κενοδοξίας κατά διαταγήν του βασιλέως των Βουλγάρων Σαμουήλ δύο πανύψηλοι σταυροί εκ σιδήρου, εν οις φέρονται επιγραφαί σερβιστί, δι’ ων εδήλου ότι διήλθεν εκείθεν το 992 θριαμβευτικώς.
Επί του βράχου τούτου κάθε έτος και κατά την ημέραν της εορτής του Αγίου Πνεύματος (Αγίας Τριάδος) ανέρχονται Καστρακινοί μετά τινος ιερέως και τελούσι λειτουργίαν. Η άνοδος ταύτης γίνεται εκ του ανατολικού μέρους, δι’ αναρριχήσεως επιτηδείων, οίτινες προσδένουσι σχοινίον (τριχιά) έκ τινος πασσάλου ενσφηνωμένου εντός του βράχου και ούτω επιτυγχάνεται η άνοδος και των υπολειπομένων.»9
«Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ο ψυχραιμότερος των προσκυνητών Καστρακινών ανέρχεται επί της μιας κορυφής και προσδένει εις τον σταυρόν ένα μανδήλι κατ’ έθιμον.»10
Στα 1934 επίσης ο «καθηγητής Γυμνασίου Τρικάλων» Ιωάννης Παπασωτηρίου αναφέρει άλλο όνομα του αρχικού αφιερωτή των σταυρών: «Επί της κορυφής δε του πελωρίου τούτου βράχου του Αγίου Πνεύματος ηυρίσκετο και ο θρυλικός σιδηρούς μεγάλος σταυρός, ον έστησεν ως τρόπαιον, καθώς λέγεται, ο Στέφανος Ντουσιάν (sic). O σταυρός ούτος εφαίνετο μέχρι προ τριακονταετίας και ζώσι πολλοί ακόμη Καστρακινοί που τον είδαν. Ήδη όμως δεν φαίνεται, διότι οξειδωθείς θα κατέπεσε και θα κατεκρύφθη από τους αναπτυχθέντας εκεί πρίνους.»11
Είκοσι έξι χρόνια αργότερα, στα 1960, ο μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος επαναλαμβάνει τα υπό του Παπασωτηρίου λεγόμενα: «Στην κορυφή δε του θεόρατου τούτου βράχου υψώνεται σιδηρούς σταυρός. Είναι, λέγουν, ο σταυρός που έστησε σαν τρόπαιο ο Στέφανος Ντουσιάν (sic).»12
Δεκατρία έτη μετά, στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του ο Κοτοπούλης προσθέτει κι άλλες πληροφορίες: «Το κάθετο σκέλος του Σταυρού έχει ύψος δύο μέτρα και ογδόντα δύο εκατοστά, εξ ων τα ενενήντα επτά εκατοστά εμπήγνυνται εντός του βράχου για στέρεα στήριξή του. Το οριζόντιο φτάνει τα ογδόντα έξι εκατοστά και το πλάτος των σκελών του σταυρού είναι πέντε με έξι εκατοστά, με πάχος δύο έως τρία χιλιοστά του μέτρου. Στο μέσο του σταυρού, δηλαδή εντός των τεσσάρων γωνιών είναι χαραγμένο με εγκοπή έτερο είδος σταυρού, που στα πλάγιά του είναι χαραγμένα με κεφαλαία γράμματα του αλφαβήτου προς τα αριστερά μεν τα γράμματα ΝΚΑ, προς τα δεξιά δε τα ΗΛΚ.
Κοτοπούλης 1973 (Μετέωρα), 35.
Επί του καθέτου σκέλους και πάνω από εγχάρακτο μικρό σταυρό βρίσκονται χαραγμένα τα σημεία τα εν τω σχεδίω του σταυρού εικονιζόμενα. Από το κάτω μέρος του χαραγμένου μικρού σταυρού, ο οποίος σημειωθήτω καταλαμβάνει χώρο 5½ εκατοστών του μέτρου σε πλάτος και ύψος, υπάρχουν μάλλον συμβατικά σημεία με εγχαράξεις, τις οποίες έκαμαν με βαρύ τέμνον όργανον σε ιδιότροπη παράσταση και διάταξη αποτυπώματα ομοιάζοντα προς σταυρούς και γράμματα, και νομίζω είναι δηλωτικά γεγονότων. Ιδέ ειδική σελίδα ένθα απεικονίζεται ο Σταυρός μετά γραμμάτων και λοιπών σημείων.
Στο κάτω Αϊ–Πνέμα, στο οροπέδιο, όπου υπάρχει ο γεγλυμμένος ναός των Ταξιαρχών και στην κορυφή που είναι ενσφηνωμένος ο σταυρός η απόσταση έχει ως εξής: Ύψος από το οροπέδιο μέχρι του σημείου όπου αρχίζουν οι λαξευτές»13
Κοτοπούλης 1973 (Μετέωρα), 35.
«βαθμίδες (σκαλοπάτια): 6½ μέτρα. Διά να φθάσει τις μέχρις εκεί, πρέπει να ανέβει επί παρακειμένου δέντρου από πρίνο (πουρνάρι) και διασκελίζοντας μεταπηδά στην πρώτη σκαλωσιά. Ίσως τότε που υπήρχε το μοναστήρι να εστήνετο σκάλα φορητή. Από εκεί και άνω τα σκαλοπάτια ανέρχονται στα είκοσι επτά, η δε απόσταση μιας σκαλωσιάς προς την άλλη φτάνει σχεδόν τα εβδομήντα εκατοστά του μέτρου. Μετά το φτάσιμο στην τελευταία βαθμίδα μέχρι του σημείου όπου υψούται ο σταυρός μεσολαβεί 16 μέτρων απόσταση.
Ο Στύλος, δηλαδή το Αϊ–Πνέμα, αποτελεί ένα ενιαίο και πελώριο βραχόβουνο, τιτανοθεριό, που σε ύψος σχεδόν εκατόν πενήντα μέτρων και προς το νότιο μέρος του όγκου του σχηματίζεται ένα οροπέδιο, μια κοιλάδα από 3–4 το πολύ στρέμματα κι ανάμεσα από τις δύο κορυφές του, το ύψος των όποιων φτάνει, της μεν νότιας τα 250 μέτρα, της δε βορεινής τα 400 μέτρα.
Στη νότια πλευρά της υψηλότερης κορυφής και στα ριζά της βρίσκονται λαξευμένα εντός του βράχου, προς ανατολάς μεν ο ναΐσκος και οι ομβροδέκτες (στέρνες, δεξαμενές), προς δυσμάς δε κάποιο καταφύγιο. Το εμβαδόν του καταφυγίου είναι ύψους μεν ενός μέτρου και δέκα εκατοστών, πλάτους δε ογδόντα εκατοστών και το εσωτερικό λαξευμένο βάθος σαράντα επτά εκατοστών του μέτρου. Άνωθεν αυτού και σε ύψος ενός μέτρου έχουν λαξευτεί δυο αυλακώσεις, η μεν μήκους ενός μέτρου και τριάντα εκατοστών αποκλίνουσα πλαγίως προς τα δυτικά, η δε ογδόντα εκατοστών και αποκλίνουσα πλαγίως προς τ’ ανατολικά, διά να συγκεντρώνουν τα κατερχόμενα όμβρια νερά, ώστε να μην γλύφουν στο μέρος της εισόδου του»14
«καταφυγίου. Επίσης ολίγον αριστερά και πάνω από τα αναφερόμενα είναι χαραγμένες κάθετες γραμμές ως εξής:
(…) Για πρώτη φορά έμαθα την ημέρα αυτή ότι εκεί που στηρίζεται ο σιδερένιος σταυρός αναθάλλει μικρό δέντρο δάφνης όχι τόσο αναπτυγμένο και του οποίου η ηλικία θα πρέπει να υπολογίζεται στα 456 χρόνια, όταν πάρουμε σαν χρονολογία το 1500 και όχι προγενέστερη του 995 που ανυψώθηκαν οι δυο σταυροί, διότι το μοναστήρι αυτό από λίαν ενωρίς έμεινε ακατοίκητο και είχε διαλυθεί λόγω τού τραχέος της διαμονής.»15
Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ