Στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Βησσαρίωνος Καλαμπάκας πραγματοποιήθηκαν σήμερα οι εκδηλώσεις για την Πυρπόληση και Απελευθέρωση της πόλης.
Από τη Διευθύντρια του 5ου Δημοτικού Σχολείου κα Τσέλιου Ευτυχία εκφωνήθηκε ο πανηγυρικός της ημέρες με αναφορά στα ιστορικά γεγονότα της Καλαμπάκας ως ακολούθως:
Μέρα μεγάλης συγκίνησης η σημερινή. Κι αυτό γιατί βρισκόμαστε εδώ για να γιορτάσουμε μια επέτειο που ταράζει την ψυχή μας και που διακατέχει τη μνήμη μας με αίσθημα αγάπης και ανδρείας. Μέρα σταθμός για την Καλαμπάκα και τους παλιότερους Καλαμπακιώτες καθώς φέρνει στη μνήμη δύο κορυφαία γεγονότα που πραγματικά σημάδεψαν καταλυτικά την πόλη και τους κατοίκους της τότε αλλά και μετέπειτα.
Αναφερόμαστε στην μαύρη περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ειδικότερα στην Γερμανο – Ιταλική κατοχή κατά την οποία η πόλη αλλά και η ευρύτερη περιοχή δοκιμάστηκαν έντονα αφήνοντας πίσω , όταν πια η χώρα απελευθερώθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1944, καταστροφές , εκατόμβες εκτελεσθέντων και σφαγιασθέντων και πληγές που για πολλές δεκαετίες μετά έμειναν ανοιχτές.
Πριν φτάσουμε στο γεγονός της πυρπόλησης της Καλαμπάκας την Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 1943 από τις κατοχικές δυνάμεις ας δούμε ποια γεγονότα οδήγησαν σε αυτή την τραγική στιγμή της ιστορίας της.
Μετά την ναζιστική εισβολή στις 6 Απριλίου του 1941 το αλβανικό μέτωπο κατέρρευσε, υπογράφτηκε η συνθηκολόγηση και ο Νομός Τρικάλων περιήλθε στην κατοχή των Ιταλών. Στην Καλαμπάκα εγκαταστάθηκε Ιταλική Διοίκηση με ισχυρή φρουρά η οποία είχε εντολή να επιτηρεί τους κατοίκους, να κατάσχει τον οπλισμό και να συγκεντρώνει γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα για τις δυνάμεις κατοχής. Η μαύρη περίοδος της ιστορίας του τόπου πλέον αρχίζει. Η τρομοκράτηση των κατοίκων, η πείνα, οι στερήσεις, οι καταδόσεις, οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις και οι δολοφονίες γίνονται καθημερινά φαινόμενα.
Στην κατοχή των Ιταλών η πόλη μας παρέμεινε έως στις 12 Φεβρουαρίου 1943 , ημερομηνία που ταυτίζεται με την μάχη της Οξύνειας (Μερίτσας), μάχη, που αποτέλεσε σταθμό στην Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης.
Oι κατακτητές μετά την πανωλεθρία της Μερίτσας αποσύρθηκαν στα Τρίκαλα και η Καλαμπάκα ανάσανε ελεύθερα για λίγο. Όμως , οι Ιταλοί μη μπορώντας ν΄ αντέξουν την ήττα σχεδίασαν νέα επίθεση κατά της Καλαμπάκας και στις 23 Απριλίου , πρωί Μεγάλης Πέμπτης, ισχυρή Ιταλική δύναμη κινήθηκε από τα Τρίκαλα προς Καλαμπάκα , χωρίς ωστόσο , να υπολογίσει , ότι οι Αντιστασιακές Οργανώσεις θα υπερασπίζονταν την πόλη. Οι αντάρτες που περίμεναν την επίθεση, οχυρωμένοι σε όλα τα στρατηγικά σημεία εισόδου της πόλης και τους γύρω λόφους, πλευροκόπησαν αιφνιδιαστικά τις Ιταλικές δυνάμεις. Επακολούθησε σφοδρή μάχη με μεγάλες εχθρικές απώλειες. Πολλοί Ιταλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι και ο στρατός τους διαλύθηκε υποχωρώντας προς Τρίκαλα.
Η νικηφόρα μάχη της Καλαμπάκας είχε ως αποτέλεσμα οι κάτοικοί της στις 25 Απριλίου του ’43, να γιορτάσουν το Πάσχα με χορούς και τραγούδια. Ο αντίκτυπος ήταν διεθνής και οι ραδιοσταθμοί του Καΐρου, του Λονδίνου και της Μόσχας μετέδωσαν: «Η Μάχη της Καλαμπάκας αποτελεί ηρωική και περίλαμπρη νίκη των Ελλήνων κατά των φασιστικών δυνάμεων».
Έτσι είχε διαμορφωθεί η κατάσταση και σ΄αυτό το κλίμα κύλησε η άνοιξη και το Καλοκαίρι του 1943. Οι καθημερινές συγκρούσεις δημιούργησαν αβεβαιότητα και ανασφάλεια στους κατοίκους της, οι οποίοι για να αποφύγουν τα χειρότερα σκόρπισαν στα χωριά της περιοχής Βυτουμά, Παρασκευής, Κορομηλιά αλλά και πολλοί εγκαταστάθηκαν στα Τρίκαλα. Η συνεχής απόκρουση των εχθρικών επιθέσεων από τους αντάρτες περιόρισε κάπως τις εξόδους των κατακτητών προς την ύπαιθρο και αρκετοί Καλαμπακιώτες ξεθάρρεψαν τότε και επέστρεψαν τον Αύγουστο στα σπίτια τους, αψηφώντας τους κινδύνους.
Με την συνθηκολόγηση όμως της Ιταλίας στις 3 Σεπτεμβρίου του 1943, τα πράγματα, άλλαξαν. Ο Νομός Τρικάλων και η περιοχή πέρασε στον έλεγχο των ναζιστικών στρατευμάτων. Από τις 11 του ίδιου μήνα οι Γερμανοί εγκαθίστανται στα Τρίκαλα κι εκδίδουν διαταγές για απαγόρευση κυκλοφορίας κι άλλα περιοριστικά μέτρα. Γνωρίζοντας τη δράση των Αντιστασιακών Οργανώσεων άρχισαν τον Σεπτέμβριο του 1943 τις εξορμήσεις προς τα χωριά της Πύλης, Φαρκαδόνας και Καλαμπάκας δεχόμενοι συνεχώς τις αντεπιθέσεις των Αντάρτικων Τμημάτων τους Ε.Λ.Α.Σ και του Ε.Δ.Ε.Σ.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1943 γερμανική δύναμη, που αντικατέστησε τους αποχωρήσαντες Ιταλούς, επιτέθηκε στην Καλαμπάκα και απώθησε τους αντάρτες υπερασπιστές της πέρα απ’ το γειτονικό χωριό Καστράκι. Την άλλη μέρα, κι ενώ οι αντάρτες είχαν ανακαταλάβει τις θέσεις τους, οι Γερμανοί επιτέθηκαν εκ νέου. Μάλιστα κάποια οχήματά τους έπεσαν σε νάρκες και ανατινάχθηκαν, παρασέρνοντας στο θάνατο τους επιβάτες τους. Οι Γερμανοί κατάφεραν να ξανααπωθήσουν τους αντάρτες, εισήλθαν στην έρημη και αφύλακτη πόλη, την λεηλάτησαν και πυρπόλησαν εξήντα σπίτια στο κέντρο της καθώς και μέρος από το Καστράκι. Για ένα μήνα περίπου λίγοι Καλαμπακιώτες τολμούσαν να εισέλθουν στη μισοκατεστραμμένη πόλη, για να πάρουν απ’ τα σπίτια τους κάτι που χρειάζονταν.
Από τα μέσα Οκτωβρίου του ’43 ξεκίνησε μεγάλη εκκαθαριστική επιχείρηση των Γερμανών με την κωδική ονομασία «Πάνθηρας», που αποσκοπούσε στην ανάκτηση των οδών προς Ήπειρο και Μακεδονία καθώς και τον περιοχών που ήταν υπό τον έλεγχο των ανταρτών. Το σχέδιο είχε εκπονήσει και επέβλεπε ο Γερμανός στρατηγός Χούμπερτ Λαντς (Hubert Lanz), διοικητής του 22ου Ορεινού Σώματος Στρατού.
Έτσι το πρωί της 18ης Οκτωβρίου του 1943, ημέρα Δευτέρα, μηχανοκίνητα γερμανικά οχήματα με πάνοπλους Γερμανούς στρατιώτες της 1ης Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομέων «Εντελβάις», του «αιματοβαμμένου εντελβάις», όπως ονομάστηκε, και αρχηγό τον ταγματάρχη των Ες – Ες Βέρνερ Μάτζντορφ (Werner Matzdorff), ξεκίνησαν από τα Τρίκαλα προς την Καλαμπάκα, που από τον Μάρτιο ήταν στα χέρια των ανταρτών. Όταν από τα παρατηρητήρια των Μετεώρων, έγιναν αντιληπτές να κινούνται προς την Καλαμπάκα οι φάλαγγες των Γερμανών, σήμανε συναγερμός.
Οι κάτοικοι μόλις που πρόλαβαν ν΄ απομακρυνθούν σε κοντινές δασώδεις περιοχές αφήνοντας πίσω σπίτια και περιουσίες. Στη σύγχυση της διαφυγής επικράτησε πανικός. Οικογένειες χωρίστηκαν και αρκετοί πολίτες δεν γνώριζαν, που βρίσκονται οι δικοί τους.
Οι Γερμανοί φτάνοντας έξω από την πόλη εκτόξευσαν οβίδες και όλμους εναντίον της. Οι λίγοι αντάρτες υπερασπιστές της πόλης απωθήθηκαν απ’ τις υπέρτερες γερμανικές δυνάμεις, οι οποίες εισήλθαν στην έρημη πόλη και αφού την λεηλάτησαν την πυρπόλησαν, κατακαίοντας όσα σπίτια είχαν γλυτώσει απ’ την προηγούμενη επιχείρησή τους.
Εκείνη τη μέρα , όσοι άνθρωποι βρέθηκαν στο διάβα των καταχτητών ή έτυχε να εργάζονται στα χωράφια, όπως και άλλοι που συνελήφθησαν την ώρα της διαφυγής εκτελέστηκαν επί όπου.
Οι κάτοικοι της Καλαμπάκας από την Κορομηλιά ή άλλα χωριά και βουνά τριγύρω έβλεπαν με δέος και πόνο, την πόλη τους να παραδίδεται στη μανία των κατακτητών και να κατακαίεται. Μάλιστα, τα βαρέλια με τον μούστο που είχαν οι κάτοικοι στα υπόγειά τους ανατινάσσονταν από τη φωτιά, προσφέροντας ένα απόκοσμο και συνάμα φρικιαστικό φαντασμαγορικό θέαμα με πολύχρωμες γλώσσες φωτιάς που φώτιζαν με τραγικό τρόπο τους βράχους των Μετεώρων.
Την άλλη μέρα, η πόλη ολοκληρωτικά κατεστραμμένη κείτονταν σε ερείπια. Τα σπίτια της με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, που είχαν αποτυπωθεί στις ζωγραφιές, γκραβούρες και φωτογραφίες δεκάδων περιηγητών, είχαν μετατραπεί σε ερείπια.
Κάποιοι ανήμποροι ή άρρωστοι Καλαμπακιώτες εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς. Τα ελάχιστα σπίτια που επίτηδες δεν έκαψαν οι κατακτητές τα μετέτρεψαν σε υγειονομικούς σταθμούς ή φυλάκια, ελέγχοντας την κίνηση από την Ήπειρο και Μακεδονία προς τη Θεσσαλία. Στη συνέχεια περιέφραξαν με πυκνά συρματοπλέγματα την πόλη, εγκατέστησαν πολυβολεία και ναρκοθέτησαν τις διαβάσεις, απαγορεύοντας την είσοδο των κατοίκων στην πόλη.
Για έναν περίπου χρόνο η Καλαμπάκα ήταν έρημη και εγκαταλειμμένη απ’ τους κατοίκους της. Οι Γερμανοί εξακολούθησαν τις θηριωδίες τους, συλλαμβάνοντας και εκτελώντας δεκάδες ανθρώπους από την πόλη και τα γύρω χωριά: 11 κατοίκους από την Περιστέρα την Άνοιξη του 44, 13 Καστρακινούς στον κοινοτικό νερόμυλο του Καστρακίου στις 22 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου και δύο ημέρες αργότερα 24 κατοίκους της Βασιλικής βορειοανατολικά του λόφου του προφητη-Ηλία.
Η απελευθέρωση της Καλαμπάκας ήρθε ένα χρόνο αργότερα. Από τις 18 Οκτωβρίου του 1944, περνούσαν συνεχώς γερμανικά οχήματα από την Καλαμπάκα με κατεύθυνση την Ήπειρο και τη Μακεδονία καθώς οι Γερμανοί εγκατέλειπαν τα Τρίκαλα και τις άλλες ελληνικές και θεσσαλικές πόλεις και επέστρεφαν στη Γερμανία. Στις 20 Οκτωβρίου 1944 η πόλη ήταν ελεύθερη. Κι ενώ σ’ όλο τον κόσμο τα πράγματα καλυτέρευαν, στην Ελλάδα και στην πόλη μας, με τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, η κατάσταση δυστυχώς άργησε πολλά χρόνια να ομαλοποιηθεί.
Η φωτιά μπορεί να κατέστρεψε τα σπίτια και τις περιουσίες των ηρωικών κατοίκων της Καλαμπάκας και πολλών ακόμη χωριών αλλά δεν μπόρεσε να κάμψει το πνεύμα αυτών των ανθρώπων. Η θλίψη, ιδιαίτερα αυτών που έχασαν πρόσωπα αγαπημένα των οικογενειών τους μπορεί να υπήρχε πάντα στην άκρη του βλέμματός τους. Αυτό όμως που παρέμεινε αναλλοίωτο από τις φλόγες, ήταν η δύναμη και η αλληλεγγύη των ανθρώπων της πόλης μας οι οποίοι κατάφεραν με μόχθο να ξανασταθούν στα πόδια τους, να ξαναγεννηθούν μέσα από τις στάχτες τους. Και ήρθαν μέρες καλύτερες, μέρες ανάπτυξης και προόδου.
Είμαστε εδώ σήμερα για να τιμήσουμε τους αγωνιστές της αντίστασης κατά του ναζισμού που θυσιάστηκαν για ελεύθερη πατρίδα και να κρατήσουμε ζωντανή την ιστορική μνήμη, η οποία ας αποτελεί έμπνευση για τις μελλοντικές γενιές και ας μας υπενθυμίζει τον κίνδυνο του πολέμου, ώστε να μπορούμε να εργαζόμαστε για την ειρήνη και την ασφάλεια του μέλλοντός μας.
Σε αυτήν την επέτειο, ας ανανεώσουμε τον όρκο μας να προστατεύουμε και να αναδεικνύουμε τις αξίες που καθορίζουν την ταυτότητά μας. Ας εργαστούμε από κοινού για μια καλύτερη και πιο ενωμένη πατρίδα. Ας εμπνευστούμε από τους ήρωες του παρελθόντος και ας αναλάβουμε την ευθύνη να προασπίσουμε τον πολιτισμό, την δημοκρατία, και τις ελευθερίες που τόσο αξίζουμε.