Πώς φαντάζεται η Ελληνίδα τον τέλειο σύζυγο και ποιον, τελικά, καταλήγει να παντρευτεί
Πώς φαντάζεται η Ελληνίδα τον τέλειο σύζυγο και ποιον, τελικά, καταλήγει να παντρευτεί …
Πώς φαντάζεται η Ελληνίδα τον τέλειο σύζυγο και ποιον, τελικά, καταλήγει να παντρευτεί …
Πώς φαντάζεται η Ελληνίδα τον τέλειο σύζυγο και ποιον, τελικά, καταλήγει να παντρευτεί …
Το κείμενο που ακολουθεί ασχολείται με ακραία έγγαμα φαινόμενα ή και όχι…
Από τρυφερή ηλικία η κάθε γυναίκα (συμπεριλαμβάνεται και η ράτσα της Ελληνίδας) ξεκινά να φαντάζεται με δέος, χαρά, όνειρα και λαχτάρα, την ημέρα που θα ντυθεί στα λευκά, νυφούλα. Φαντάζεται ότι ο άντρας (συμπεριλαμβάνεται και η ράτσα του Έλληνα) είναι ένας κούκλος πρίγκιπας, ο οποίος έρχεται καβάλα σε λευκά «άλογα» (νέα εξελιγμένη βερσιόν παραμυθιού, όπου λευκά «άλογα», περίπου 300 αχαλίνωτα κάτω από το καπό της λευκής Porsche Boxster του). Το τι όμως φαντάζεται από το τι τελικά φτάνει και «ψωνίζει» στο γαμπροπάζαρο, τελικά έχουν μια κάποια Χ απόκλιση (σε περιπτώσεις, το Χ έχει εύρος συν/πλην άπειρο!. Ενδεικτικά:
Πως ονειρεύεται η Ελληνίδα τον ιδανικό σύζυγο:
Είναι υπερκαλλονός, είναι «φέτες», είναι μουσκουλάτος, είναι εμφανώς… υπερπροικισμένος, είναι υπερδιευθυντάρα, ο οποίος όμως μόλις πάει 5 το απόγευμα έχει ήδη φύγει από το γραφείο, έχει αφήσει πίσω ζόρια, έγνοιες, άγχη και φρίκες της επόμενης μέρας και της λαμπερής καριέρας του, γενικότερα. Αντί’ αυτού, μετά τις 5 το απόγευμα, ο ιδανικός σύζυγος, κατά την Ελληνίδα, γυρνάει με τη μία διακόπτη και ασχολείται αποκλειστικά μαζί της, της κάνει όλα τα χατίρια χωρίς μα και μου, είναι γλυκός σαν πετιμέζι και υπάκουος σαν Golden Retriever. Ο ιδανικός σύζυγος για την Ελληνίδα, προσκυνάει τη μαμά της, πίνει νερό (και φαρμάκι) στο όνομά της και με κάθε ευκαιρία τραβιέται όπου είναι χωρίς μουρμούρα και την κουβαλάει στο σπιτικό τους για σουαρέ, ενώ ανυπομονεί κάθε Σάββατο αν θα φάνε όλοι μαζί αύριο Κυριακή με τη μαμά, σαν οικογένεια, γιατί «μωράκι μου, η μαμά σου ανήκει και θα ανήκει για πάντα στην οικογένειά μας».
Ο ιδανικός σύζυγος δεν ξεχνάει γενέθλια, επετείους, γιορτές, αφορμές, κουβαλάει κάθε λίγο και λιγάκι «δώρα έκπληξη που αναζωογονούν τον έρωτά μας αγάπη μου», στο κρεβάτι κοιμάται μόνο έχοντας την ΠΑΝΤΑ αγκαλιά (και δεν τραβάει ποτέ όλο το πάπλωμα), πλένει πιάτα χωρίς αντίρρηση, βάζει σκούπα, ξεσκατίζει τα παιδιά, αποκαθιστά βλάβες στο σπίτι και μαστορεύει τα πάντα σαν multi-tasking Αμερικανάκι του αγρού από το Τέξας, παραμιλάει για το πόσο θεά είναι η γυναίκα του ακόμη κι αν το πάχος της έχει απλώσει τόσο που πιάνει οριακά τουρκική υφαλοκρηπίδα.
Επίσης, για την Ελληνίδα, ο τέλειος σύζυγος εκτελεί συζυγικά καθήκοντα σαν ψαρωμένος φαντάρος στο κέντρο εκπαίδευσης: στο σεξ τον θέλει Τιραμόλα, ενώ στις τρυφερότητες και στα ζουζουνίσματα τον θέλει σπουργιτάκι. Επίσης, οι κολλητοί του ιδανικού συζύγου εμφανίζονται μόνο όταν εκείνη του δώσει το ΟΚ να εμφανιστούν και ποτέ δεν σκάνε σπίτι απροειδοποίητα, φουσκώνοντας του τα μυαλά με πάλαι ποτέ μεγαλεία και προνόμια της αντροπαρέας. Για την Ελληνίδα αυτά τέλειωσαν προ πολλού. Τώρα είναι σύζυγος και να τα ξεχάσει αυτά που ήξερε!
Ποιον παντρεύεται, τελικά, η Ελληνίδα:
Ελληνάρα ρε παντρεύεται! Τι νόμιζες; Με τη μαγκιά του, το ανάστημά του, τα «κυβικά του» (ωδή ολόκληρη στο πόσο σεξουάλας είναι!), με τις τρανές μητριαρχικές καταβολές του (ναι, η μαμά του είναι το Α και το Ω του, ακόμη και 40 χρονών παίρνει τη μάνα του να του πει πως κάνει εκείνη το κοκκινιστό γιατί η σύζυγος το κάνει λίγο άνοστο τελευταία, και ναι η μαμά του συνεχίζει και του βάζει λόγια για τη λεγάμενη, ανεπρόκοπη που παντρεύτηκε, ακόμα κι αν το εγγόνι κοντεύει να απολυθεί κι από φαντάρος!).
Ο σύζυγος που της κληρώνει της Ελληνίδας έχει φορτώσει και 10-15 κιλάκια από το αραλίκι της παντρειάς και την ακινησία στον καναπέ (κάθεται σε στάνταρ σημείο του καναπέ, οπότε τον έχει βουλιάξει τόσο, που είναι λες και έχει κάνει γεώτρηση με τον κώλο του σε εκείνη την πλευρά του, ενώ θέλει γερανό να σηκωθεί όταν μπαζώνει πιτόγυρα βλέποντας μπάλα), όταν ψάχνει να βρει καθαρό πουκάμισο κάνει μαντάρα όλα όσα η Ελληνίδα σύζυγος με κόπο και ιδρώτα σιδέρωνε όλο το Σαββατόβραδο –που παρεμπιπτόντως ούτε πια στην ταβέρνα της γειτονιάς δεν την βγάζει για ρετσίνα το βράδυ του Σαββάτου), αρχίζει με ταβανιασμένα ντεσιμπέλ γκρίνια με το που βάλει το κλειδί στην κλειδωνιά, επιστρέφοντας μαύρα μεσάνυχτα από τη δουλειά κατάκοπος, μανουριασμένος και φλομωμένος « που ενώ σκίζομαι 15 χρόνια τώρα, δε λέω να πάρω μια ρημαδοπροαγωγή γιατί ο μ***κας ο προϊστάμενος προωθεί μόνο ό,τι φοράει φούστα μήπως και ανοίξει κάνα φερμουάρ»!
Ο σύζυγος που παντρεύεται εν τέλει η Ελληνίδα (η οποία κάποτε ονειρευόταν μεγαλεία, παραμυθένιες στιγμές και φλογερό αστείρευτο πάθος) δεν έχει εκείνη ως μέγα πάθος, αλλά τον Βάζελο ή τον Γαύρο και φυσικά δεν τον κυνηγάει (όπως κάποτε φαντασιωνόταν) για να της κάνει τρελό έρωτα δίχως αύριο, αλλά για να της φτιάξει το καζανάκι που τρέχει 2 μήνες τώρα και που δεν αξιώνεται ούτε κατσαβίδι να βάλει..!