Πατέρας Ευάγγελος Γκιουζέλης – Η Αγάπη κατά τον Ιωάννη Χρυσόστομο

Α­νοί­γο­ντας μια νέα σε­λί­δα άρθρων με πνευ­μα­τι­κό  πε­ρι­εχό­με­νο πι­στεύ­ου­με πως  θα  ή­ταν  κα­λό  να  αρ­χί­σουμε  κατ΄ αλ­φα­βη­τι­κή   σειρά  μια   προσπά­θεια   προσέγγι­σης   όσων  ανα­λύ­ει  ο  Μεγά­λος   Πατέ­ρας  της   Εκκλησί­ας  μας  και  Οικουμε­νι­κός    Διδά­σκαλος, ο  Ά­γι­ος   Ι­ωάννης  ο  Χρυ­σό­στομος.

0 322

Α­νοί­γο­ντας μια νέα σε­λί­δα άρθρων με πνευ­μα­τι­κό  πε­ρι­εχό­με­νο πι­στεύ­ου­με πως  θα  ή­ταν  κα­λό  να  αρ­χί­σουμε  κατ΄ αλ­φα­βη­τι­κή   σειρά  μια   προσπά­θεια   προσέγγι­σης   όσων  ανα­λύ­ει  ο  Μεγά­λος   Πατέ­ρας  της   Εκκλησί­ας  μας  και  Οικουμε­νι­κός    Διδά­σκαλος, ο  Ά­γι­ος   Ι­ωάννης  ο  Χρυ­σό­στομος.

Α­νοί­γο­ντας μια νέα σε­λί­δα άρθρων με πνευ­μα­τι­κό  πε­ρι­εχό­με­νο πι­στεύ­ου­με πως  θα  ή­ταν  κα­λό  να  αρ­χί­σουμε  κατ΄ αλ­φα­βη­τι­κή   σειρά  μια   προσπά­θεια   προσέγγι­σης   όσων  ανα­λύ­ει  ο  Μεγά­λος   Πατέ­ρας  της   Εκκλησί­ας  μας  και  Οικουμε­νι­κός    Διδά­σκαλος, ο  Ά­γι­ος   Ι­ωάννης  ο  Χρυ­σό­στομος.

Μια  πρώ­τη  και  κύ­ρια   λέ­ξη  που  ανα­λύ­ει  ο ι. Πατήρ   εί­ναι   Η Α­ΓΑ­ΠΗ.  Λέ­ξη  που  στο  διά­βα  των  αι­ώ­νων  έ­κα­νε  και  κά­νει  εντύ­πω­ση. Πολ­λοί  μί­λη­σαν   με  εν­θουσι­ασμό  και  πά­θος  γι΄ αυ­τή, αλ­λά  όσο  κι  αν  προσπά­θη­σαν  φι­λο­σοφώ­ντας  να   πα­ρουσιά­σουν  κά­τι, τό­σο  έ­πε­φταν  σε  από­γνωση  διότι  δεν  κα­τα­λά­βαιναν  το  αλη­θι­νό  της   νόημα. Έ­πρεπε  να  έλθει  Ε­κεί­νος  που  εί­ναι  η όντως   Α­γά­πη  – διότι  από  αγά­πη  δη­μιούργη­σε  τον  κό­σμο-  και  να  γί­νει  άνθρωπος, ώ­στε  να  ανε­βά­σει  τον  άνθρωπο  εκεί  απ΄ όπου   εξέ­πε­σε. Αυτός  με  το  επί  γης   κή­ρυγμά  Του   δί­δα­ξε  την  αλη­θι­νή  Α­γά­πη: “Ι­δού  εντολήν  καινήν  δί­δω­μι  υμίν, ί­να  αγα­πά­τε  αλ­λή­λους” (Ι­ωαν.  13, 34). Δηλ. “Σας  δί­νω   καινούργια   εντολή,   να  έ­χε­τε δηλ.  αγά­πη  με­τα­ξύ  σας”.

Α­φού  ο  πρώ­τος  δι­δά­ξας  εί­ναι  Ε­κεί­νος,  που  εί­ναι  η  αλη­θι­νή  Α­γά­πη, ο ί­δι­ος   έ­δω­σε  και  το  φω­τι­σμό  στους  Α­γί­ους  να  δώ­σουν  το  αλη­θι­νό  νόημά της  στους  συ­νανθρώ­πους  τους. ΄Ε­νας  απ΄ αυ­τούς   εί­ναι  και  ο  ι.  Χρυ­σό­στομος. (στο εξής  ι. Χ. )   Α­σχολή­θη­κε  ο  ι. Χ.  με  την  Α­γά­πη  και  της  απέ­δω­σε  πολλούς  χα­ρα­κτηρι­σμούς: απ΄ αυ­τούς  τους  χα­ρα­κτηρι­σμούς  θα ανα­φέ­ρουμε  εν­δεικτικά  κά­ποιους:  Την   ονο­μά­ζει   ασφά­λεια   και  ρί­ζα  όλων  των  αγα­θών , ”  … πα­ρα­μυ­θεί­ται  αυ­τήν (ο  Ι­ησούς)  πά­ντων   των   αγα­θών   ρί­ζαν  τε  και  ασφά­λειαν   πε­ρι­βάλλων  αυ­τοίς, την   αγά­πην…” δηλ. ο Χρι­στός πα­ρη­γο­ρεί   πε­ρι­φρου­ρώ­ντας   αυ­τούς  με  την  αγά­πη  που  εί­ναι  η  ρί­ζα  και  η ασφά­λεια  όλων  των  αγα­θών. Δεν  πε­ρι­ορί­ζε­ται  ο  ι.Χ. στο  ότι  η  Α­γά­πη  εί­ναι  η  ρί­ζα  όλων  των  αγα­θών, αλ­λά  και  η  ασφά­λεια  δε  φτά­νει  δηλ.  κά­ποιος  να  έ­χει  έμφυ­τη  την  αγά­πη (ρι­ζω­μέ­νη), αλ­λά  να  εξα­σφαλί­ζει  μέ­σω   αυ­τής   εκεί­να  τα  αγα­θά, που  θα  ωφε­λή­σουν   το  συ­νάνθρωπο. Το  να  λέω  ότι  αγα­πώ  κά­ποιον  αλ­λά  δεν  δεί­χνω  έ­μπρα­κτα  αυ­τό  το  συ­ναί­σθημα, τό­τε  εί­ναι  σαν  να  προσφέ­ρω  για  δώ­ρο  έ­να  κουτί  πε­ρι­τυ­λιγμέ­νο  καλλι­τε­χνικά  με  κορδέ­λα  και  πο­λυ­τε­λές  χαρτί, αλ­λά  μέ­σα  εί­ναι   ά­δειο, κε­νό!!  Δεν  εν­νο­εί­ται   ως  ζε­στή   πνευ­μα­τι­κή   σχέ­ση  τέ­τοιου  εί­δους  αγά­πη. Αλλά  πα­ρα­μέ­νει  έ­νας  ξε­ρός  απόηχος  κυμβά­λου  αλα­λά­ζο­ντος, που  δεν  προσφέ­ρει  κα­μία  ευ­χα­ρί­στηση  στην  αί­σθηση  της  ακοής  πα­ρά  μό­νο το να δη­μι­ουργεί  εκνευ­ρι­σμό. Και  μά­λι­στα  ο  πνευ­μα­τι­κός  εκνευ­ρι­σμός εί­ναι  μια  πα­ρά­λυ­ση της  ψυ­χής  δη­μι­ουργώ­ντας  της   πνευ­μα­τι­κή  αδρά­νεια φτά­νο­ντας  με­ρι­κές  φο­ρές  στον  πνευ­μα­τι­κό  θά­να­το.

Προ­χω­ρεί  ακό­μη   πιο  πέ­ρα  και  την  ονο­μά­ζει  “κο­ρω­νί­δα  των  αρε­τών  και  ανα­κε­φα­λαί­ωση  των   αγα­θών …  εί­ναι  η  ρί­ζα  και  η  πη­γή  αυ­τών,  κα­ταργεί  τους  πο­λέ­μους  και  τις  φι­λο­νι­κί­ες, μας  χα­ρί­ζει  τον  ου­ρα­νό  και  απε­ρί­γραπτα  αγα­θά. Και  εκεί­νη  πά­λι  εί­ναι  η  Βασί­λισσα  των  αρε­τών”. Τι  πιο  θαυμά­σιο  από το  να  την  απο­κα­λεί  κο­ρω­νί­δα  και  Βασί­λισσα!! Εί­ναι  αδύ­να­το  να  βρει  κα­νείς  κά­ποιο  ψε­γά­δι  στην  αγά­πη, διότι  ως  ανα­κε­φα­λαί­ωση  των  αγα­θών  γί­νε­ται  πη­γή  αυ­τών  δί­νο­ντας  απε­ρί­γραπτη  χα­ρά  σε  όσους  τα απο­λαμβά­νουν. Η  από­λαυση της  αγά­πης  εί­ναι  ολο­κληρω­τι­κά  πνευ­μα­τι­κή, χα­ρο­ποιός και χω­ρίς να “ζη­τεί  τα  εαυ­τής”, διότι  “ου­δέ­πο­τε  εκ­πί­πτει” από  το  αλη­θι­νό  νόημά  της  κι αυ­τό  την  κα­θι­στά  Βασί­λισσα  αρε­τών. Ό­ποιος   επι­χειρή­σει  κά­τι  τέ­τοιο, δηλ. να  την  “γκρε­μί­σει” από  την  πραγ­μα­τι­κή  της  έννοια, τό­τε  σκέ­πτεται    σαρκι­κά. Διό­τι   όταν  η  έννοια  αυ­τή  ξε­πέ­σει  στο  επί­πε­δο  της  ύ­λης, τό­τε  γί­νε­ται  κά­τι  κα­τώ­τε­ρο, έ­να   μέ­σο   συμφέ­ρο­ντος, μια  ουτοπία. Η  αλη­θι­νή  όμως  αγά­πη  εί­ναι  προσφιλής  στο  Θεό, διότι  “ο  Θεός  αγά­πη  εστί”. Εί­ναι  πνευ­μα­τι­κή   και  δεν  επη­ρε­ά­ζε­ται  από  κά­τι  γή­ϊνο, αλ­λά  το  κυ­ριότε­ρο  δεν  τη  δι­ακό­πτει  κι  ο  ί­δι­ος  ο  θά­να­τος : “όλα    φεύ­γουν  και  υπο­χω­ρούν  πα­λιώνο­ντας ή γη­ρά­σκοντας … μό­νο  η  αγά­πη  δε φεύ­γει  από  τη  φθορά  κι  όχι  μό­νο  δεν μα­ραί­νε­ται, αλ­λά  δεν  δι­ακό­πτεται   ού­τε  με  το  θά­να­το”. Πραγμα­τι­κά  εί­ναι  τό­σο  δυ­να­τή  που  εί­ναι  αθά­να­τη,  διότι  πη­γά­ζει  από  τον Ίδιο  τον Εκφραστή  της, το  Θεό.  Ε­κεί­νος  εί­ναι  που  της  πα­ρα­χω­ρεί  αυ­τό  το  προνό­μιο, ώ­στε  τί­πο­τα  να μη  τη νο­θεύ­σει  ή  να  μειώ­σει  στο  ελά­χι­στο  την  έννοιά  της. Παρα­μέ­νει  ανό­θευτη  και  αμεί­ωτη.

Α­κό­μα  θα  λέ­γα­με,  ότι  αυ­τή  εί­ναι  που τα νι­κά  όλα, κι  αυ­τές  τις  δο­κι­μα­σί­ες  που  περνά  ο  κα­θέ­νας  και  γί­νε­ται  η  προϋπό­θε­ση  ει­σα­γω­γής  μας  στον  Παρά­δεισο: “Δεν  εκ­βάλλε­ται  από  τους  ου­ρα­νούς  μό­νον  εκεί­νος  που  έ­χει  πί­στη  όμως  πα­ρα­με­λεί  τη  συ­μπερι­φο­ρά  του, αλ­λά   κι  αν  ακό­μη  μα­ζί  με  την  πί­στη  του  έ­χει  επι­τε­λέ­σει  πολλά  θαύ­μα­τα  και  δεν  έ­κα­νε  κά­ποια  κα­λή  πρά­ξη, πρά­ξη  αγά­πης,  τό­τε  εμποδί­ζε­ται  από  τα  ιερά  πρόθυ­ρα  του  ου­ρα­νού”.  Το  ότι  εί­ναι  η  προϋπό­θε­ση  ει­σα­γω­γής  του  κα­θε­νός  στον  Παρά­δεισο  εί­ναι  αδι­αμ­φι­σβή­τη­το. Αλλά  το  ζη­τού­με­νο  εί­ναι  πώς  θα  ει­σα­χθού­με  σ΄ αυ­τόν.  Δεν  πρέ­πει  κά­ποιος  να  κο­μπά­ζει  και  να  καυχιέ­ται  ότι  επι­τε­λεί  θαύ­μα­τα  έ­χο­ντας  μό­νο   πί­στη, αλ­λά  και  να  δεί­χνει  έ­μπρα­κτα  αυ­τή  την πί­στη  κά­νο­ντας  δηλ.   συγχρόνως  κά­ποια  κα­λή  πρά­ξη, η  οποί­α  να δεί­χνει  το  πε­ρι­εχό­με­νο  της  αγά­πης. Διό­τι  “η  πί­στις  χω­ρίς των έργων  νε­κρά  εστί”( Ι­ακωβ. Β΄, 20).   Πί­στη  και  έργα  εί­ναι  οι δύο  πα­ρά­γο­ντες  που  σε  σχέ­ση  με  την  αγά­πη  γί­νο­νται  προϋπό­θε­ση  ει­σα­γω­γής  του  κα­θε­νός  στον Παρά­δεισο.

Συμπερα­σματι­κά   λέ­με  πως  εί­ναι  ξε­κά­θα­ρη  η  ση­μα­σία  και  η  έννοια  της  Α­γά­πης:  Κορω­νί­δα   αρε­τών, Βασί­λισσα  Α­γα­θών,  ανι­δι­οτε­λές  μέ­σον,  ά­φθορη  κι  από  αυ­τό  το  Θά­να­το ακόμη. Τέ­λος είναι   η   προϋπό­θε­ση  ει­σα­γω­γής  στον  Παρά­δεισο διότι  “εάν  δεν  έ­χω  Α­γά­πη,  δεν  ωφε­λού­μαι   σε  τί­πο­τα” ( Α΄ Κορινθ.  13, 1).

Υπό Αιδεσιμολ. Ιερέως π. Ευαγγέλου Γκιουζέλη, Θεολόγου Προϊσταμένου Μητρ.Ι.Ν.Αγ. Βησ/νος Καλαμπάκας

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Litespeed Greek Web Hosting by NetSpace.gr