Πανδημία και αποξένωση – Του Θανάση Σιούτα
Στην αρχή της πανδημίας η Ελλάδα δεχόταν ύμνους και διθυράμβους από όλες τις χώρες της Ευρώπης (και όχι μόνο), γιατί κατάφερε με τα μέτρα που πήρε να περιορίσει τη διασπορά.
Η ίδια πανδημία δυστυχώς δεν έφυγε και αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο κορωνοϊός είναι εδώ και ότι σ’ αυτή τη δεύτερη φάση, που ήρθε νωρίτερα απ’ ότι την περιμέναμε (κατακαλόκαιρο), τα πράγματα δεν πάνε καλά.
Για την σημερινή κατάσταση, ενδεχομένως και η κούραση του λαού να έπαιξε ρόλο και λάθη να έχουν γίνει από τους διαχειριστές της πανδημίας και πολλά άλλα απρόβλεπτα.
Έγινε όμως οφθαλμοφανές ότι η κατάσταση είναι αρκετά σοβαρή και άκρως επικίνδυνη και ο συναγερμός με το πορτοκαλί χρώμα δεν είναι για μια μερίδα πολιτών, αλλά για όλους τους πολίτες.
Η ατομική ευθύνη στο σύνολό της πάει περίπατο. Αν τα μέτρα δεν υιοθετούνται από όλους, πράγμα που δεν είναι εύκολο, δεν έχουν νόημα. Αποξενώνονταν κατ’ ανάγκη οι γονείς μας από τα παιδιά τους την δεκαετία του 1960, αλλά τουλάχιστον φεύγανε για δουλειά στις φάμπρικες της Γερμανίας, προκειμένου να ζήσουν καλύτερα, γιατί ήταν επιτακτική η ανάγκη να ξενιτευτούν. Σήμερα δεν έχουμε μόνο αποξένωση λόγω των ξενιτεμένων, αλλά και αποξένωση από την πανδημία. Η γιαγιά με τον παππού διαμαρτύρονται για την «ζαβή» τους τύχη, που όχι μόνο δεν μπορούν να αγκαλιάσουν τα εγγόνια τους, αλλά ούτε ακόμη και να τα δούνε. Η εντολή που πήραν από τους γονείς τους είναι να απέχουν από τους παππούδες λόγω της πανδημίας, γιατί μπορεί να έχουν μέσα τους τον κορωνοϊό χωρίς κανένα σύμπτωμα και άθελά τους να τους «μολύνουν». Μια καταναγκαστική πανδημική αποξένωση. Για άλλη μια φορά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη δεύτερη φάση της πανδημίας, που αναγκάζει την Επιστημονική Κοινότητα να πάρει πρόσθετα μέτρα.
Και εδώ τα πράγματα περιπλέκονται. Ήταν το κλίμα στραβό, τό ’φαγε κι ο γάιδαρος. Δεν έχουμε μόνο την πανδημία, που οδηγεί τα πράγματα με μαθηματική ακρίβεια στο «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα»· έχουμε και τους συνωμοσιολόγους, που υποστηρίζουν ότι «όλα είναι φτιαχτά»· δεν υπάρχει κορωνοϊός δεν χρειάζονται μάσκες. Εγώ δεν ξέρω αν είναι ή δεν είναι φτιαχτά. Καχυποψία πάντα υπάρχει.
Εκείνο που ξέρω είναι ότι ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και πρέπει όλοι, μηδενός εξαιρουμένου να βάλουμε ένα λιθαράκι προς τη σωστή κατεύθυνση, μήπως και περιορίσουμε την διέλευση του «θηρίου», που ορμά να μας κατασπαράξει, αλλά και την οικονομία μας να καταρρακώσει. Πάλι εμείς θα κληθούμε να πληρώσουμε το «μάρμαρο». Δεν πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις να βάζουμε το υπερεγώ μας ή τα κόμματα και τους μηχανισμούς τους μπροστά από τον παράγοντα άνθρωπο. Υπάρχουν αρκετοί φορείς της κοινωνίας μας, που δεν παίζουν σωστά το ρόλο τους. Διχάστηκε δυστυχώς η κοινωνία μας και αυτό δεν θα μας βγει σε καλό. Όλοι ζοριζόμαστε όταν φεύγει από τη ζωή μας ένα προσφιλές πρόσωπο και λόγω του συγχρωτισμού, δεν μπορούμε να συμμετέχουμε στην εξόδιο ακολουθία για το ύστατο χαίρε. Αλλά και όταν συμμετέχουμε με οποιοδήποτε τρόπο, δεν υπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο από το να μην μπορεί ο καθένας μας να εκφράσει τα συναισθήματά του. Ούτε να αγκαλιάσεις κάποιον, αλλά ούτε καν το χέρι του να σφίξεις. Λόγω του κορωνοϊού, δεν μπορείς να εκδηλώσεις την έμπρακτη συμμετοχή σου στην θλίψη και τον πόνο, που είναι αναπόφευκτα. Η πανδημία έφερε τα πάνω κάτω, μας διέλυσε στην κυριολεξία. Τα μεγέθη αποξένωσης συνεχώς μεγαλώνουν. Το ερώτημα που μπαίνει είναι πόσο θα τραβήξει αυτό το μαρτύριο.
Κανείς όμως δεν μπορεί να δώσει πειστική απάντηση· κάνουμε κατ’ ανάγκη αυτό που μας προτείνουν οι ειδικοί και ο Θεός βοηθός.
Πάντα από τα κακά διαλέγεις το λιγότερο κακό. Και στην παρούσα φάση το λιγότερο κακό είναι ο ένας να βρίσκεται όσο πιο μακριά γίνεται από τον άλλον (απόσταση) και στους κλειστούς χώρους υποχρεωτική η χρήση της μάσκας. Μα θα μου πείτε, αυτό είναι εύκολο; Όχι, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά. Και για τις ευχάριστες φάσεις της ζωής (γάμος, βάπτιση κ.ά.), που κι αυτές είναι μέσα στο «παιχνίδι», πάλι όλοι ζοριζόμαστε, γιατί η «ομορφιά» και σ’ αυτές είναι πάντα εξαρτημένη από την συμμετοχή του ανθρώπινου παράγοντα, τον οποίο η πανδημία «αφοπλίζει». Κάτω από τέτοιες περιοριστικές συνθήκες, είναι αλήθεια ότι δεν έχεις όρεξη ούτε καν να συμμετέχεις. Και αν αισίως φθάσεις στο τέλος του μυστηρίου ή και ολόκληρης της τελετής, με ποιον εγκάρδιο χαιρετισμό, θα εκδηλώσεις τα συναισθήματά σου; Χαιρετώντας με τον αγκώνα ή με την γροθιά; κανένα νόημα.
Θα προτιμούσα τον χαιρετισμό με το χέρι στην καρδιά με την σχετική πάντα υπόκλιση και τίποτα περισσότερο. Συνεχίζουμε να ζούμε εδώ και αρκετούς μήνες και δεν ξέρουμε μέχρι πότε, δύσκολες, θλιβερές και πρωτόγνωρες καταστάσεις. Θέλεις να μεταβείς και να συμμετάσχεις στον αποχαιρετισμό προσφιλούς προσώπου για τον ύστατο χαιρετισμό και καθηλώνεσαι στην κυριολεξία, ειδικά όταν θέλεις να χρησιμοποιήσεις καράβι ή αεροπλάνο.
Περπατάς στο δρόμο και αποφεύγεις στην ουσία να μιλήσεις τον συνάνθρωπό σου από το φόβο μην μολυνθείς. Τον βλέπεις από μακριά και απομακρύνεσαι.
Και αν το κρούσμα θεωρηθεί ότι βρίσκεται κοντά μας, τότε το πρόγκημα είναι ακόμη μεγαλύτερο. Ακούς κάποιον να φταρνίζεται και μέσα σου λες, άντε μου τον μετέδωσε τώρα (τον κορωνοϊό). Φθάσαμε στο σημείο να μην μπορούμε να μοιραστούμε με τον γείτονα ούτε τα «καλούδια» μας από το μπαχτσέ ή το περιβόλι.
Βέβαια, εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο φόβος και η έλλειψη ψυχραιμίας δεν είναι καλός οιωνός. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε στην παρούσα φάση, για να λιγοστέψει η αβεβαιότητα, είναι να προσπαθήσουμε όλοι μαζί, χωρίς εξαιρέσεις, μπροστά στον αόρατο κίνδυνο, να εφαρμόσουμε τα μέτρα που οι ειδικοί προτείνουν, προκειμένου να περιορίσουμε τον επικίνδυνο εχθρό, που αρχίζει να παίρνει, ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Δεν έχει νόημα να κατηγορούμε ο ένας τον άλλον και πάνω απ’ όλα αυτούς που έχουν την ευθύνη να διαχειρισθούν την πανδημική κρίση. Πάντα όταν κάνεις κάτι, γίνονται και λάθη. Σημασία έχει να τα αναγνωρίζεις και να φροντίζεις να μην ξαναγίνουν.
Η εναντίωση είναι κακό σημάδι και με την συνοδεία της δεν βοηθούμε στη λύση του προβλήματος αλλά στην διαιώνισή του.
Του Θανάση Σιούτα (συν/χου δασκάλου)