“Οι γονείς δεν είναι αιώνιοι” Του Αρχιμ. Βαρλαάμ Μετεωρίτου
Ὁ κύκλος τῆς ζωῆς δὲν εἶναι μόνο γιὰ τὰ λιοντάρια τῶν κινουμένων σχεδίων. Οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἐξίσου ἀναγκασμένοι νὰ γερνᾶμε, ὅπως τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς ἀγαπημένους μας καὶ ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅτι ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ ταινία, εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε ὄχι!
Ὅσο δύσκολο καὶ ἂν φαίνεται, ἀκόμα καὶ νὰ τὸ σκεφτοῦμε, θὰ ἔρθῃ κάποια στιγμὴ ποὺ θὰ χρειαστοῦν τὴ βοήθειά μας, ὅπως κι ἐμεῖς κάποια στιγμὴ θὰ χρειαστοῦμε τὴ βοήθεια τῶν παιδιῶν μας.
Ἡ σχέση μας μὲ τοὺς ἡλικιωμένους μπορεῖ νὰ εἶναι σύνθετη καὶ μερικὲς φορὲς νὰ φέρῃ τὸ βάρος δυσάρεστων οἰκογενειακῶν στιγμῶν ἀπὸ τὸ παρελθόν.
Ὅλοι θεωροῦμε ὡς αὐτονόητη τὴν ἀνάληψη, ἀπὸ κάθε γονιό, τῆς μεγίστης δυνατῆς εὐθύνης γιὰ τὴ φροντίδα τῶν παιδιῶν του. Δυστυχῶς καὶ παραδόξως, ὅμως, τὸ ἀντίστροφο δὲν θεωρεῖται τὸ ἴδιο αὐτονόητο…!
Πρὶν ἀπὸ κάποιες δεκαετίες, ἦταν φυσικὸ καὶ ἀδιαμφισβήτητο τὰ παιδιὰ νὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ θὰ ἀναλάμβαναν τὴ φροντίδα τῶν ἀνήμπορων καὶ ὑπερήλικων γονιῶν τους.
Σήμερα, ἡ κοινωνία ἀποποιεῖται τῶν δικῶν της εὐθυνῶν ἀπέναντι στὰ πιὸ ἀνήμπορά της μέλη, ἐνῶ παρατηρεῖται πὼς ὅλο καὶ λιγότερο πρόθυμα καὶ διάθεση παιδιὰ ἀναπληρώνουν αὐτὸ τὸ κενό.
Πρέπει νὰ τονίσουμε πὼς αὐτὸ δὲν ὀφείλεται μόνο σὲ λόγους οἰκονομικούς!!!
Ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχουν νόμοι ποὺ ἀφοροῦν στὶς εὐθύνες τοῦ κάθε γονέα ἀπέναντι στὰ ἀνήλικα παιδιά του, κάτι ἀνάλογο θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν καὶ νόμοι ποὺ νὰ ἀφοροῦν στὶς εὐθύνες τῶν ἐνήλικων παιδιῶν ἀπέναντι στοὺς γερασμένους καὶ ἀνήμπορους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι μετατρέπονται σὲ μικρά, ἀνήμπορα καὶ ἐξαρτημένα “παιδιὰ” ἀπὸ τὴν ἀνελέητη φθορὰ τοῦ χρόνου…
Ἀρκετὲς εἶναι οἱ φορές, ποὺ ἀκοῦμε γιὰ γονεῖς ποὺ ἔχουν ἐγκαταλειφθῇ ἀπὸ τὰ παιδιά τους σὲ κάποιο γηροκομεῖο, ποὺ τοὺς ἐπισκέπτονται σπάνια ἢ καὶ καθόλου…! Ποὺ “νοιάζονται” μέχρι νὰ γραφῇ στὸ ὄνομά τους κάποιο περιουσιακὸ στοιχεῖο…!!!
Πῶς ἀλήθεια εἶναι δυνατὸν νὰ ἐγκαταλείπῃ ἕνα παιδὶ τὸν ἡλικιωμένο καὶ ἀνήμπορο γονιό του στὸ ἔλεος τῆς μοίρας του;
Θεωρεῖται φρικτὸ ἡ ἐγκατάλειψη ἑνὸς μικροῦ καὶ ἀδύναμου παιδιοῦ ἀπὸ τὸ γονιό του. Πόσο ἀπάνθρωπο θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται ἡ ἐγκατάλειψη ἑνὸς ἡλικιωμένου καὶ ανήμπορου γονιοῦ ἀπὸ τὸ παιδί του!!!
Φίλοι μου, ἕνα ἡλικιωμένο ἄτομο ποὺ εἶναι μόνο, φοβισμένο, ἀνήμπορο, βαριὰ ἄρρωστο, ἀνοϊκὸ ἢ ἀποσυρμένο στὸν ἑαυτό του, ἐνδεχομένως σὲ σύγχυση, δὲν χρειάζεται ὄμορφα ἔπιπλα, τηλεόραση ὑψηλῆς ἀνάλυσης, ἰταλικὰ ἔπιπλα κουζίνας καὶ πατώματα ἀπὸ μάρμαρο Θάσου. Ἐκεῖνο ποὺ ἀπεγνωσμένα χρειάζεται εἶναι ἡ παρουσία ἑνὸς ἀνθρώπου δίπλα του… Νὰ τοῦ κρατᾷ πότε-πότε τὸ χέρι τρυφερά… Νὰ τὸν κοιτᾷ στὰ μάτια μὲ βλέμμα ποὺ νὰ ἀποπνέῃ ἔγνοια, ζεστασιὰ καὶ ἀνθρωπιά… Μία γωνιά… Μία πολυθρόνα… Ἕνα γράμμα… Μία ἐπίσκεψη… Ἕνα φιλί… Ἕναν παλμό… Καὶ τέλος, ἕνα τρυφερό χέρι νὰ τοὺς κλείσῃ τὰ σβύνοντα βλέφαρά τους… Αὐτὰ ζητοῦν.
Πρέπει νὰ ἔχουμε τὴν ἱκανότητα νὰ μποροῦμε νὰ μποῦμε, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, στὰ “ροῦχα”, δηλαδὴ στὴ θέση ἑνὸς ἀνήμπορου ἀτόμου καὶ νὰ φανταστοῦμε τί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θὰ θέλαμε…;
Τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν ἀπαιτεῖ χρήματα…, ἐκεῖνο ποὺ ἀπαιτεῖται εἶναι ἡ ὕπαρξη μιᾶς συναισθηματικῆς γενναιοδωρίας καὶ αὐθεντικῆς ἔγνοιας, ἰδιαίτερα ἂν αὐτὸς εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ γονιός.
Τὰ παιδιὰ κάποια στιγμὴ μεγαλώνουν, μαζί τους μεγαλώνουν καὶ οἱ γονεῖς. Ἀρχίζουν νὰ ἔχουν ἀνάγκη τὴν φροντίδα τους. Μὲ τὰ χρόνια τοὺς προδίδει τὸ σῶμα καὶ ἡ μνήμη τους. Ἡ ὑγεία τους κλονίζεται καὶ οἱ δυσκολίες ξεκινοῦν. Ἀρχίζουν νὰ τρέχουν στὰ νοσοκομεῖα, στοὺς γιατρούς, στὶς ἐξετάσεις…
Συχνὰ γίνεσαι ἐσὺ ὁ γονιὸς καὶ οἱ γονεῖς γίνονται αὐτοὶ τὰ παιδιά σου.
Κοιτᾷς τὴ σύνταξή τους καὶ δὲν φτάνει οὔτε γιὰ τὰ βασικά! Τώρα εἶναι ἡ σειρά σου νὰ δώσῃς γι’ αὐτούς. Νὰ τραβήξῃς ἀπὸ τὸν πενιχρὸ μισθό σου γιὰ νὰ βοηθήσῃς!
Ἄχχχχ, φίλοι μου!
Ὅταν οἱ γονεῖς μεγαλώνουν, ἂς τοὺς ἀφήσουμε νὰ γεράσουν… Νὰ γεράσουν μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη ποὺ μεγάλωσαν καὶ ἐμᾶς… Νὰ τοὺς ἀφήσουμε νὰ μιλᾶνε, νὰ λένε ἱστορίες ξανὰ καὶ ξανὰ μὲ τὴν ἴδια ὑπομονὴ καὶ ἐνδιαφέρον μὲ τὸ ὁποῖο ἄκουγαν τὴ δική μας σὰν παιδί… Νὰ τοὺς ἀφήσουμε νὰ κερδίσουν, ὅπως μᾶς ἄφηναν νὰ κερδίσουμε πολλὲς φορές… Νὰ τοὺς ἀφήσουμε νὰ ἀπολαύσουν τοὺς φίλους τους, συνομιλῶντας μὲ τὰ ἐγγόνια τους… Νὰ τοὺς ἀφήσουμε νὰ χαίρονται νὰ ζοῦν ἀνάμεσα στὰ ἀντικείμενα ποὺ τοὺς συντροφεύουν γιὰ πολὺ καιρό, γιατὶ ὑποφέρουν νιώθοντας ὅτι σκίζει κομμάτια τῆς ζωῆς τους… Ἂς κάνουν λάθος, ὅπως κάναμε καὶ ἐμεῖς λάθος τόσες φορές… Ἂς τοὺς ἀφήσουμε νὰ ζήσουν προσπαθώντας νὰ τοὺς κάνουμε εὐτυχισμένους στὴν τελευταία ἔκταση τοῦ μονοπατιοῦ ποὺ τοὺς λείπει νὰ περπατήσουν, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ μᾶς ἔδωσαν τὸ χέρι τους ὅταν ξεκινήσαμε τὸ δικό μας…
Κάπου διάβασα τὸ ἑξῆς σχετικὸ κείμενο καὶ θὰ ἤθελα νὰ τὸ μοιραστῷ μαζί σας.
«Τί βλέπετε νοσοκόμες; Τί βλέπετε;
Τί σκέφτεστε ὅταν μὲ κοιτᾶτε;
Ἕνας ἰδιότροπος γέρος, ὄχι πολὺ σοφός;
Ἀβέβαιος ἀπὸ συνήθεια μὲ μακρινὴ ματιά;
Ποὺ λερώνεται μὲ τὸ φαγητό του καὶ δὲν δίνει καμμία ἀπάντηση;
Ὅταν λέτε μὲ δυνατὴ φωνή: “Εὔχομαι νὰ προσπαθοῦσες!”
Ποὺ φαίνεται νὰ μὴν παίρνῃ εἴδηση τὰ πράγματα ποὺ κάνετε καὶ πάντα χάνει μία κάλτσα ἢ ἕνα παποῦτσι;
Ὁ ὁποῖος, ἀντιστεκόμενος ἢ ὄχι σᾶς ἀφήνει νὰ κάνετε ὅπως ἐπιθυμεῖτε,
μὲ τὸ μπάνιο καὶ τὸ τάϊσμα γιὰ νὰ γεμίσετε τὴν μέρα;
Αὐτὸ σκέφτεστε; Αὐτὸ βλέπετε;
Τότε ἄνοιξε τὰ μάτια σου νοσοκόμα, δὲν κοιτᾷς ἐμένα.
Θὰ σοῦ πῶ ποιός εἶμαι καθὼς στέκομαι ἐδῶ τόσο ἀκίνητος.
Καθὼς ὑπακούω στὶς διαταγές σου, καθὼς τρώω μὲ τὴ θέλησή σου.
Εἶμαι ἕνα Δεκάχρονο μικρὸ παιδὶ μὲ ἕναν πατέρα καὶ μητέρα, ἀδερφοὺς καὶ ἀδερφὲς ποὺ ἀλληλοαγαπιόμαστε.
Ἕνα Δεκαεξάχρονο νεαρὸ ἀγόρι μὲ φτερὰ στὰ πόδια του, ὀνειρευόμενο πὼς σύντομα τώρα ἀγάπη θὰ βρῇ.
Στὰ εἴκοσι σύντομα γαμπρός, ἡ καρδιά μου πετᾷ, καθὼς θυμᾶμαι τοὺς ὅρκους ποὺ ὑποσχέθηκα πὼς θὰ κρατήσω.
Στὰ εἰκοσιπέντε τώρα ἔχω δικό μου μικρό, ποὺ χρειάζεται τὴν καθοδήγησή μου καὶ ἕνα ἀσφαλὲς χαρούμενο σπιτικό.
Τριαντάχρονος ἄντρας, τὸ μικρό μου ἔχει πιὰ γρήγορα μεγαλώσει, δεμένοι μαζὶ μὲ δεσμοὺς ποὺ θὰ κρατήσουν.
Στὰ Σαράντα μου, οἱ νεαροὶ γιοί μου ἔχουν μεγαλώσει καὶ φύγει, μὰ ἡ γυναῖκα μου εἶναι δίπλα μου νὰ σιγουρέψῃ πὼς δὲ θὰ θρηνῶ.
Στὰ Πενῆντα, ἄλλη μιὰ φορὰ μωρὰ παίζουν στὰ γόνατά μου.
Ξανά, γνωρίζουμε παιδιὰ ἡ ἀγαπημένη μου κι ἐγώ.
Σκοτεινὲς μέρες μὲ βαραίνουν, ἡ σύζυγός μου εἶναι νεκρή.
Κοιτάζω τὸ μέλλον, τρέμω μὲ φόβο, γιατί ὅλα τὰ μικρά μου ἀνατρέφουν δικά τους μικρά.
Καὶ σκέφτομαι τὰ χρόνια καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχω γνωρίσει.
Εἶμαι τώρα ἕνας γέρος ἄντρας καὶ ἡ φύση εἶναι σκληρή.
Εἶναι ἀστεῖο νὰ κάνῃς τὰ γηρατειὰ νὰ μοιάζουν ἀνόητα.
Τὸ σῶμα καταρρέει, ἡ χάρη καὶ ἡ δύναμη ἀποχωροῦν.
Τώρα ὑπάρχει μία πέτρα ἐκεῖ ὅπου εἶχα καρδιά.
Μὰ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ παλιὸ κουφάρι ἕνας νεαρὸς ἄντρας κατοικεῖ.
Καὶ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ ταλαιπωρημένη μου καρδιὰ φουσκώνει.
Θυμᾶμαι τὶς χαρές, θυμᾶμαι τὸν πόνο καὶ ἀγαπῶ καὶ ζῶ τὴ ζωὴ ξανά.
Σκέφτομαι τὰ χρόνια, τόσο λίγα, φύγαν τόσο γρήγορα.
Καὶ δέχομαι τὸ σκληρὸ γεγονὸς πὼς τίποτα δὲ κρατᾷ.
Λοιπόν, ἀνοῖξτε τὰ μάτια σας, ἄνθρωποι, ἀνοῖξτε καὶ δεῖτε, ὄχι ἕναν ἰδιότροπο γέρο.
Κοιτᾶξτε κοντύτερα, δεῖτε ἐμένα!!!»
Ἄς θυμηθοῦμε αὐτὸ τὸ κείμενο τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ θὰ συναντήσουμε ἕνα ἄτομο μεγαλύτερης ἡλικίας, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ κάνουμε πέρα δίχως νὰ δοῦμε μέσα του τὴ νεανικὴ ψυχή. Ὅλοι μιὰ μέρα θὰ εἴμαστε στὴν ἴδια θέση!
Τὰ καλύτερα καὶ πιὸ ὄμορφα πράγματα σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο δὲ μποροῦμε νὰ τὰ δοῦμε ἢ νὰ τὰ ἀγγίξουμε. Πρέπει νὰ τὰ αἰσθανθοῦμε μὲ τὴν καρδιά!
Οἱ γονεῖς, φίλοι μου, δὲν εἶναι αἰώνιοι. Ὅσο μεγαλώνουν τόσο περισσότερο συνειδητοποιοῦν ὅτι δὲν θέλουν ἄλλο δρᾶμα, σύγκρουση ἢ ἄγχος… Θέλουν ἁπλῶς ἕνα ἄνετο μέρος γιὰ νὰ ζήσουν, ὡραίους ἀνθρώπους γιὰ νὰ μοιραστοῦν τὴν καλὴ διάθεση. Ἂς τοὺς καλέσουμε. Ἂς τοὺς ἐπισκεφτοῦμε. Ἂς γελάσουμε μαζί τους. Ἂς τοὺς ἀγκαλιάσουμε. Ἂς τοὺς ἀφήσουμε νὰ μιλήσουν καί νὰ ποῦν τὶς ἤδη ἐπαναλαμβανόμενες ἱστορίες τους. Νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε μὲ σεβασμό, ὑπομονὴ καὶ πολλὴ ἀγάπη.
Αὔριο μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ ἀργά…!