Ο Μπάρμπα-Γιώργης της Καλαμπάκας
Η γλυκιά Ιστορία του Μπαρμπα-Γιώργη. Έναν τέτοιο άνθρωπο συναντάμε σήμερα.
Άνθρωπο απλό, καθημερινό, αγωνιστή της ζωής.
Μαζί του μεγάλωσαν γενιές και γενιές Καλαμπακιωτών.
Είναι ο Γιώργος Κοντογιάννης, ο μπάρμπα-Γιώργης όπως τον ξέρουν όλοι, που με το τροχήλατο καροτσάκι του γεμάτο «καλούδια» γύριζε ολημερίς τις γειτονιές και τις αυλές των σχολείων της Καλαμπάκας διαλαλώντας την πραμάτεια του (κρέμα παγωτό – καϊμάκι, τα καλοκαίρια, κάστανα. αχνιστά το Φθινόπωρο, σάμαλι, καταΐφι, όλον τον άλλο καιρό).
Η φωνή του Μπάρμπα-Γιώργη γνώριμη, την ξεχώριζαν από μακριά, πριν καν προλάβει να ξεμυτίσει απ’ τη γωνιά του δρόμου. Και η εικόνα που έχουν απ’ τα μαθητικά τους χρόνια οι Καλαμπακιώτες είναι η φυσιογνωμία ενός καλοκάγαθου πλανόδιου μικροπωλητή που έσερνε το τροχήλατο καροτσάκι με την πολύτιμη πραμάτεια και την χαρακτηριστική του φωνή περιμένοντας υπομονετικά να χτυπήσει το κουδούνι του διαλείμματος για να ξεχυθούν τα μαθητούδια κοντά του.
Βούιζε ο τόπος απ’ το παιδομάνι γύρο απ’ το καροτσάκι του Μπάρμπα-Γιώργη.
Φωνές, σπρωξίματα, τσακωμοί, σαν τις μέλισσες γύρω απ’ την κυψέλη ποιο και ποιο να πρωτοπάρει απ’ τα «καλούδια του».
Άλλο σάμαλι, άλλο καραμελωμένο μηλαράκι φιρίκι, άλλο κάστανα. Τι εικόνα κι’ εκείνη αλήθεια!!! Είχε τα ωραία της εκείνη η εποχή. Ανάκατα η απλότητα και αθωότητα. Ανεμελιά και ξενοιασιά μαζί.
Κι’ ο Μπάρμπα-Γιώργης, με την απαστράψουσα άσπρη του ποδιά και το ναυτικό καπέλο στην κεφαλή του, να προσπαθεί να τα βάλει σε τάξη, στη σειρά .Αλλά εις μάτην. Που να τα νικήσουν οι φωνές του. Και πόσα δεν του κάνανε !! Αλλά μια άσχημη κουβέντα δεν βγήκε ποτέ απ’ τα χείλη του. Πάντα με το χαμόγελο και μια καρδιά μεγάλη ο Μπάρμπα-Γιώργης. Πώς να λησμονήσεις το άπλωμα του χεριού του σε κάποια παιδάκια, που στέκονταν παράμερα κοιτώντας το πανηγύρι παραπονεμένα, γεμίζοντας τις μικρές τους φούχτες με κάστανα, καραμέλες κ.λ.π, χαϊδεύοντας ύστερα με πατρική αγάπη και στοργή τα τρυφερά τους μάγουλα.
Ο αγώνας ζωής του Μπάρμπα-Γιώργη
Ο Μπάρμπα -Γιώργης είναι ολάκερη Ιστορία που αξίζει να ασχοληθεί κανείς εάν βέβαια θέλει να πάρει μια ιδέα για να φιλοσοφήσει τη ζωή του.
Γεννήθηκε στις 10 Μαρτίου το 1916 στον Αμάραντο, το όμορφο αυτό ορεινό χωριό του σημερινού Δήμου Καστανιάς. Βέρος βλάχος, που λένε. Για τους γνωστούς λόγους (αλλαγές στον κοινωνικό ιστό των ορεινών χωριών ως συνέπεια της ανάπτυξης), αφού πρώτα περιηγήθηκε τον θεσσαλικό χώρο, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Καλαμπάκα (εμπορικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής από τότε) ασχολούμενος στην αρχή με διάφορες δουλειές ώσπου αγόρασε ένα τρίκυκλο μηχανάκι zudapp πουλώντας διάφορα ζαχαρώδη στα σχολεία και στα πανηγύρια της περιοχής.
Με τη σύζυγό του Αλεξάνδρα (Ασπροποταμίτισα στην καταγωγή) απέκτησαν τέσσερα παιδιά. την Βασιλική, τον Κώστα, την Χριστίνα και τον Βαγγέλη.
Για πάνω από σαράντα χρόνια ήταν ο πρωταγωνιστής στη μικρή Καλαμπακιώτικη κοινωνία. Το σήμα κατατεθέν θα λέγαμε. Η φυσιογνωμία του και η φωνή του σημάδεψαν μια ολόκληρη εποχή μαζί με τους ανθρώπους της.
Φτωχός βιοπαλαιστής, αγωνιστής της ζωής, με ήθος και αξιοπρέπεια μεγάλη, περιδιάβαινε τους δρόμους της Καλαμπάκας με το τρίκυκλο zundap διαμορφωμένο κατάλληλα διαλαλώντας την πραμάτεια του.
Και που δεν ταξίδεψε η φυσιογνωμία του μπάρμπα-Γιώργη μέσα από τις φωτογραφίες που έβγαζαν οι τουρίστες. Λοιπόν, ο μπάρμπα-Γιώργης με υπομονή και επιμονή κέρδισε τη ζωή του συντροφεύοντας τα Καλαμπακιωτόπουλα απ’ την τρυφερή ηλικία των μαθητικών χρόνων με τις γλυκείες του δημιουργίες.
Δύσκολα χρόνια, φτώχεια μεγάλη, αλλά έπρεπε να τα βγάλει πέρα με τις δικές του δυνάμεις, να επιβιώσει, να θρέψει την οικογένειά του.
Και το έκανε αυτό πάντα με αγαθό πνεύμα και κυρίως με το χαμόγελο στα χείλη.
Το χάραμα τον εύρισκε στο πόδι να ετοιμάζει το «γλυκό του εμπόρευμα» και πατώντας το πεντάλ του zundapp καρφί στην αυλόπορτα των σχολείων να προλάβει το πρώτο έμπα των παιδιών στο μάθημα.
Και ύστερα στη γύρα της πόλης μέχρι αργά το μεσημέρι που η πόλη ησύχαζε. Μεσημεριανό στο πόδι, που λέει ο λόγος, και ξανά πάλι στη γύρα. Καμιά φορά, τα Καλοκαίρια ιδιαίτερα, έγερνε πάνω στο αυτοκινούμενο παγωτατσίδικο και τον έπαιρνε ο ύπνος καθώς περίμενε τους πελάτες του. Τουρισμός βλέπετε ,όλο και κάποιοι τουρίστες θα ήθελαν να δροσιστούν με το καϊμάκι παγωτό τους θερινούς μήνες, ή με τα βραστά κάστανα που άχνιζαν τυλιγμένα στη λινάτσα, το Φθινόπωρο.
Ε, το απόγευμα όλο και κάποια εκδήλωση ,ή κάποιος τοπικός ποδοσφαιρικός αγώνας θα ελάμβανε χώρα και ο μπάρμπα-Γιώργης δεν μπορούσε να μην είναι στο πόστο του. Και όχι τόσο για το μεροκάματο ξέρετε, όσο για την εξυπηρέτηση.
Έτσι το έβλεπε, έτσι το ένοιωθε.
Μα γιορτή, μα σχόλη, μα εργάσιμη, μα εκδήλωση, μα ποδοσφαιρικός αγώνας, εκεί , στο καθήκον ο μπάρμπα-Γιώργης.
Αλλά μεγάλη μέρα γι’ αυτόν, η εβδομαδιαία λαϊκή αγορά. Βλέπετε εκείνη τη μέρα κατέβαιναν απ’ τα χωριά οι παζαριώτες για τα ψώνια της εβδομάδος και όλο και κανένα κοκοράκι ή μηλαράκι καραμελωμένο θα ήθελαν να αγοράσουν για τα παιδιά τους.
Ο μπάρμπα-Γιώργης δεν ξεχνούσε και τα πανηγύρια των διπλανών στην Καλαμπάκα χωριών. Φορτωμένος με την πραμάτεια του και την σύζυγό του πίσω στη σέλλα έδινε το παρών. Και δεν υπήρχε περίπτωση να μην ξεπουλήσει. Όλοι βλέπετε γνώριζαν τον μπάρμπα-Γιώργη και εκδήλωναν τα αισθήματά τους. Άλλοι με ένα θερμό χαιρετισμό και άλλοι αγοράζοντας κάτι τις. «… Γειά σου μπάρμπα-Γιώργη, ένα παγωτό χωνάκι..» φώναζαν κρατώντας σφιχτά τα πιτσιρίκια απ’ το χέρι. «Γειά σας παλικάρια…», αντιχαιρετούσε εκείνος και εν όσο έφτιαχνε το παγωτό του πελάτη φώναζε «…μυρωδάτο καϊμάκι παγωτό, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει …».
Αλλά ο Μπαρμπα-Γιώργης ήτα καλός και στα στιχάκια του πολλά από τα οποία έχουν μείνει στις θύμισες των Καλαμπακιωτών ακόμα. «Έλα βανίλια παγωτό, το φτιάχνει μια μικρούλα απ’ το Φανάρι Μαγούλα», «το φτιάχνει η Ιουλία που ήρθε απ’ την Αγγλία», «το τρώει και μια δασκάλα όλο ζάχαρη και γάλα», έλα κι εσύ Μερόπη που είναι όλο σιρόπι», «ελάτε μικροί μεγάλοι τα λεφτά σας παν χαλάλι». Όμως το αποκορύφωμα ήταν το πανηγύρι του Αι – Λιά κάθε 20 Ιουλίου. Ο μπάρμπα-Γιώργης ήταν ο άρχοντας του πανηγυριού.
Ντάλα ο ήλιος, ζέστη αφόρητη και το μοναδικό παγωτό καϊμάκι ήταν η καταφυγή δροσίζοντας τους πανηγυριώτες. «καϊμάκι παγωτο….ό !!!, διαλαλούσε με τη χαρακτηριστική φωνή του κεντρίζοντας το ενδιαφέρον τους.
Εκείνη την εποχή ως γνωστόν ψυγεία δεν υπήρχαν έτσι η ψύξη του παγωτού γίνονταν με πάγο. Και το μηχανάκι του μπάρμπα-Γιώργη διαμορφώνονταν ανάλογα ώστε να κρατάει παγωμένο, μπούζι, που λένε, το καϊμάκι παγωτό. Στα πλαϊνά με μεγάλα γράμματα έγραφε «παγωτό Μετέωρα ». Βέβαια κάθε που άλλαζαν οι εποχές, άλλαζε και η εμφάνιση του zundapp. Αλλά η πραμάτεια του μπάρμπα-Γιώργη είχε κάτι το ξεχωριστό. Είχε την γεύση του σπιτικού. Και πώς να μην την είχε αφού τα περισσότερα τα έφτιαχνε ο ίδιος με τα χέρια του και τη βοήθειά της συζύγου του.
Όμως εκείνο που πραγματικά ξεχώριζε στην γεύση ήταν το περίφημο καϊμάκι παγωτό. Τι γεύση, τι άρωμα ήταν εκείνο !!!
Τεχνίτες άριστοι ο μπάρμπα-Γιώργης και η κυρά Αλεξάνδρα , δημιουργούσαν θαύματα με τα χέρια τους και το μεράκι τους. Κι’ εκείνο το σιροπιαστό σάμαλι σε τριγωνικό σχήμα τεμαχισμένο, οι μπακλαβάδες, όλο ευωδιά κι’ αυτά. Αμ τα καραμελωμένα μηλαράκια (τα ξακουστά φιρίκια ) καρφωμένα στο ξυλάκι τι γλύκα, τι χρώμα, τι ομορφιά !!! Και τ’ αχνιστά κάστανα το Φθινόπωρο.
Όλο μοσχοβολιά. «Μέλι, μέλι τα κάστανα, σάπια κούφια όλα γερά κάστανα γλυκά», φώναζε με την χαρακτηριστική του φωνή.
Έγραψε Ιστορία στο πέρασμά του Αυτός είναι σε αδρές γραμμές ο μπάρμπα-Γιώργης.
Ένας φτωχός βιοπαλαιστής που έγινε θρύλος, πολιτισμός, περνώντας στην ιστορία, στο τοπικό πολιτιστικό απόθεμα. Στη σημερινή «σύγχρονη εποχή», όπου η ζωή έχει πάρει άλλους ρυθμούς, με διαφορετικές προτεραιότητες και ιεραρχήσεις, ο αγώνας του μπάρμπα-Γιώργη φαντάζει ως ένα μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα που σε μεταφέρει αλλού, σε εποχές ρομαντικές, αληθινές, σ’ ένα κόσμο όμορφο, σχεδόν ιδανικό.
Σ’ ένα κόσμο όπου η ζωή μπορεί να ήταν δύσκολη, σκληρή, αλλά είχε νόημα, ουσία, ενδιαφέρον. Υπήρχε ζεστασιά, ψυχική επαφή μεταξύ των ανθρώπων.
Φτώχεια, βάσανα, δυσκολίες, ναι, αλλά και πλούτο αισθημάτων και συναισθημάτων. Σήμερα η κοινωνική καταξίωση συνδέεται με το πορτοφόλι και όχι με το ήθος ζωής, τον αγώνα και την προσπάθεια του κάθε ανθρώπου. Όσο φουσκωμένο πορτοφόλι έχεις τόσο περισσότερη κοινωνική καταξίωση απολαμβάνεις. Είναι μια άλλη εποχή, με άλλους ανθρώπους, αναμφίβολα.
Και ευτυχώς υπάρχει η διαδρομή κάποιων που στο διάβα της ζωής τους, πέρασαν με αξιοπρέπεια και ψηλά το κεφάλι σφραγίζοντας την εποχή και το κοινωνικό γίγνεσθαι. Τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων υπάρχουν πολλές αρκεί να ανασκαλέψεις το παρελθόν και τις θύμισες. Δε χρειάζεται να καταφύγεις ούτε στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας, ούτε στην Ιστορία.
Δίπλα μας είναι, στο καμίνι της ζωής σμιλευμένοι. Απλοί, ταπεινοί, αλλά με ομορφιά ψυχής πολύ μεγάλη. Διδάσκουν με το ήθος τους, με τον αγώνα τους. Μιλούν μέσα απ’ το σιωπηλό πέρασμά τους απ’ τη ζωή. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν και είναι ο μπάρμπα-Γιώργης. Ας είναι καλά κοντά στα ενενηνταρία χρόνια της ζωής του.
Για τους Καλαμπακιώτες θα είναι πάντα ο καλός παππούς με τα καλούδια και την καλή καρδιά του. Τον Μπάρμπα-Γιώργη τον τίμησε την Κυριακή το βράδυ ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Τα Μετέωρα» αναγνωρίζοντας την προσφορά του, το ήθος του, το γλυκό πέρασμά του απ’ τη ζωή και την κοινωνία.
Η ΕΡΕΥΝΑ 07 Οκτωβρίου 2007, αρ. φύλλου 14733, σελίδα 14