Κατερίνα Παπακώστα: Με 60-65% αποχή δεν μπορούμε να μιλάμε για ψήφο αξιολόγησης του έργου της απερχόμενης τοπικής ή περιφερειακής αρχής
Κ. Παπακώστα για τα αποτελέσματα των εκλογών: Με 60-65% αποχή δεν μπορούμε να μιλάμε για ψήφο αξιολόγησης του έργου της απερχόμενης τοπικής ή περιφερειακής αρχής.
Ο δεύτερος γύρος των αυτοδιοικητικών και περιφερειακών εκλογών ολοκληρώθηκε χθες, αναδεικνύοντας δύο εξαιρετικά σημαντικές παραδοχές για το πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Πρώτη και κύρια, η διατήρηση της ισορροπίας των κομματικών δυνάμεων. Βρισκόμενοι μόλις τέσσερις μήνες μετά τις εθνικές εκλογές, δεν μπορούμε παρά να αποδεχτούμε πως η δυναμική των κομμάτων έγινε καταφανής, και η οποιαδήποτε συσπείρωση ετερόκλητων δυνάμεων σε μία προσπάθεια ανατροπής αυτού του δεδομένου, σε καμία περίπτωση δεν ανατρέπει την συνειδητή επιλογή των Ελλήνων πολιτών να αναδείξουν πανελλαδικά ως πρώτη δύναμη τη Νέα Δημοκρατία, και όσα η παράταξη πρεσβεύει.
Είναι γεγονός ότι τα αποτελέσματα της δεύτερης αναμέτρησης, συνετέλεσαν στην απώλεια ορισμένων σημαντικών σταθμών σε επίπεδο τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η βασική δομή του κυβερνητικού έργου θα επηρεαστεί ή η συνεργασία με τους νεοεκλεγέντες δημάρχους και περιφερειάρχες, που προέρχονται από άλλους πολιτικούς χώρους, θα διαταραχθεί, σε βάρος των πολιτών. Άλλωστε, οι ίδιοι οι πολίτες με την άσκηση ή μη του εκλογικού τους δικαιώματος, επιβάλλουν την υιοθέτηση μίας ορθολογιστικής πολιτικής στάσης και την ουσιαστική αξιοποίηση των συμπερασμάτων των εκλογών.
Έτσι, καταλήγουμε στην δεύτερη παραδοχή: η αποχή δεν αποτελεί μόνο μία συνθήκη που λειτουργεί ευνοϊκά για τους νικητές, αλλά έναν καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση ενός αποτελέσματος με αντίκτυπο πενταετίας.
Αντιστοίχως, ένα αποτέλεσμα που προκύπτει από μία αποχή της τάξεως του 60-65% – υψηλότερη κατά πολύ σε σχέση με αυτή των εκλογών του Ιουνίου 2023 – δεν αντικατοπτρίζει την αξιολόγηση του έργου μίας απερχόμενης τοπικής ή περιφερειακής αρχής, και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να μεταφραστεί ως μία «καταδικαστική απόφαση» σε βάρος της.
Στην περίπτωση της Θεσσαλίας, δε, οφείλει κανείς να λάβει σοβαρά υπ’όψιν την συνέπεια της πρόσφατης φυσικής καταστροφής και του μεγέθους της κρίσης που τοπικές και περιφερειακές αρχές κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν, δεδομένα τα οποία, αναμφίβολα επηρέασαν την κρίση των πολιτών, ή ακόμα και την διάθεση προσέλευσης στις κάλπες, οδηγώντας τελικά στο θλιβερό ποσοστό συμμετοχής, που οριακά άγγιξε το 40%.
Ως πολίτες οφείλουμε να αναλογιστούμε πλέον τις συνέπειες μίας τόσο ηχηρής απουσίας από την διαδικασία άσκησης του εκλογικού μας δικαιώματος, καθώς η εμπειρία αυτή κατέδειξε πως είτε κανείς επαναπαύεται, θεωρώντας το αποτέλεσμα προφανές με βάση τα πραγματικά δεδομένα – απολογισμός έργου περιφερειακής ή τοπικής αρχής, λεπτομερής και ρεαλιστικός σχεδιασμός νέου προγράμματος πενταετίας, ικανά και έμπειρα στελέχη – είτε κανείς συνειδητά απέχει, επιτρέπει τελικά σε τυχαίες συνθήκες να ορίσουν το μέλλον και την πορεία του τόπου του.
Αντίστοιχα, αυτό που οφείλει κάθε πολιτικό πρόσωπο αυτής της χώρας να κάνει, σε εθνικό, τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, αξιοποιώντας τη γνώση και την εμπειρία αυτής της νέας εκλογικής αναμέτρησης, είναι να εργαστεί προς την κατεύθυνση του επαναπροσδιορισμού της σχέσης με τους πολίτες, της ανάκτησης της εμπιστοσύνης τους στην ίδια τη δημοκρατία, της δημιουργίας μίας νέας, περισσότερο αποτελεσματικής επικοινωνίας μαζί τους, βασισμένης στις αρχές της διαφάνειας και της διαρκούς ανατροφοδότησης. Μόνο έτσι, μπορούμε να εξασφαλίσουμε ότι κάθε επόμενη πιθανή αποχή, δεν θα είναι ικανή να επηρεάσει θετικά ή αρνητικά το εκλογικό αποτέλεσμα.
Αξιολογώντας, λοιπόν, τα χθεσινά αποτελέσματα, φρονώ πως αποτελούν περισσότερο τροφή για σκέψη, παρά αφορμή για πανηγυρισμό ή αποθάρρυνση…
Κλείνοντας, θα ήθελα να συγχαρώ και να ευχηθώ μία γόνιμη και δημιουργική θητεία τόσο στους νεοαναδειχθέντες δημάρχους του νομού μας, κ.κ. Σακκά, Αβραμόπουλο, Μαράβα και Αγναντή και τις δημοτικές τους ομάδες, όσο και στον νεοεκλεγέντα Περιφερειάρχη Θεσσαλίας, κ. Δημήτρη Κουρέτα, και τους περιφερειακούς συμβούλους, με τους οποίους θα χρειαστεί να συμπορευθούμε, συνεχίζοντας το πολυσχιδές αναπτυξιακό έργο της απερχόμενης περιφερειακής αρχής, θέτοντας επιπλέον σε εφαρμογή το νέο, απαιτητικό έργο της ανοικοδόμησης της Θεσσαλίας, επιδιώκοντας ακόμα μεγαλύτερες τομές, που θα διορθώσουν, όσα οι πρόσφατες κρίσεις, που αντιμετωπίσαμε, άφησαν πίσω τους. Τα έμπειρα στελέχη της απερχόμενης περιφερειακής αρχής, άλλωστε, θα συνεχίσουν με προθυμία, από τη θέση της αντιπολίτευσης πλέον, να τροφοδοτούν την νέα αρχή με τις γνώσεις και την εμπειρία ετών που αποκόμισαν διοικώντας μία από τις πιο κομβικές και απαιτητικές περιφέρειες της Ελλάδος.