Παρέες – παρέες δύο ή τριών ή και περισσότερων παιδιών σε κάθε πόρτα τραγουδώντας, φέρουν το μήνυμα του μεγάλου εορτασμού.
Άλλες παρέες πάλι, κρατώντας ομοιώματα πλοίου, που στο κατάρτι του ψηλά φαντάζει αστραφτερό ένα άστρο, ακούγονται να σκορπούν σε πετυχημένο δίφωνο το «άστρον λαμπρόν τους οδηγεί». Είναι οι Καλαντιστές!
Τραγουδούν τα κάλαντα, τα ανώνυμα αριστουργήματα του λαού μας με τα οποία αρχίζει την παραμονή των Χριστουγέννων ο εθιμικός κύκλος του Δωδεκαημέρου.
Τα κάλαντα ανήκουν στα λεγόμενα τραγούδια του αγερμού, (αγείρω = ζητώ, μαζεύω, συγκεντρώνω) τραγούδια δηλαδή που λέγονται από ομάδες παιδιών ή ενηλίκων στους δρόμους και στα σπίτια, με αμοιβή τους κάποιο συμβολικό φιλοδώρημα. Πήραν την ονομασία τους αυτή από τη γιορτή των Καλανδών του Ιανουαρίου, που ήταν από τις μεγαλύτερες γιορτές του ρωμαϊκού ημερολογίου. Για την παλαιότητα το εθίμου έχουμε μαρτυρία ήδη από τον 12ο αιώνα.
Εκτός όμως από τα τραγούδια γύρω από τη γέννηση του Χριστού, στα κάλαντα, συνήθιζαν να λένε σε μουσικό τόνο, κάτι ιδιαίτερο για το κάθε σπίτι. Εξέφραζαν επαίνους για τον νοικοκύρη « τον αφέντη τον ευγενικό και ξεχωριστό στον τόπο…» ή για τη νοικοκυρά «πόχει πάρει την ασπράδα του χιονιού και του χελιδονιού το μεταφρύδι..» και άλλα διάφορα για τον γιό και την κόρη.
Ακόμα ανάλογα με την εργασία του σπιτονοικοκύρη τραγουδούσαν «εδώ’ χουν χίλια πρόβατα…» ή «μόν’ θέρισε και αλώνισε… κι έκανε πινάκια αμέτρητα… κι εκεί που τα μετρούσανε, να κι ο Χριστός επέρνα…».
Και ακολουθούσαν ευχές « Σ’ αυτό το σπίτι πού’ ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…».
Αν όμως σε κάποιο σπίτι δεν τους άνοιγαν ή τους φαινόταν πενιχρό το φιλοδώρημα, φεύγοντας τραγουδούσαν σκωπτικά « Αφέντη μου στην κάπα σου χίλιες ψείρες, άλλες γενούν, άλλες κλωσούν, άλλες αυγά μαζεύουν, άλλες τα μάτια να σου βγάλουν…».
Την παραμονή των Χριστουγέννων στα χωριά μας οι τραγουδιστές που ήταν ενήλικες κατά τα μεσάνυχτα κρατώντας «τσουμάκες» στα χέρια τους, (ραβδιά που καταλήγουν σε χοντρό ρόζο) χτυπούσαν ρυθμικά τις θύρες των σπιτιών. Έμπαιναν, μαζεύονταν γύρω στο αναμμένο τζάκι και συνδαυλίζοντας με τις «τσουμάκες» τους τη θράκα, άρχιζαν να τραγουδούν τα κάλαντα.
Σήμερα, την παραμονή των Χριστουγέννων και ενώ τα παιδιά τραγουδούν τα κάλαντα, οι μεγάλοι και κυρίως οι νοικοκυρές κάνουν τις προετοιμασίες που αφορούν κυρίως το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Σε πολλά μέρη σφάζουν τους οικόσιτους χοίρους τους οποίους τρέφουν ειδικά για τις γιορταστικές αυτές μέρες. Τα παραδοσιακά χοιροσφάγια γίνονται με καθορισμένο τυπικό, που τους προσδίδει κάποιο χαρακτήρα θυσίας.
Για παράδειγμα, στην κοιλιά του ζώου χαράσσουν το σημείο του σταυρού και θυμιατίζουν, ενώ ένα παιδί απαγγέλει το «Πάτερ ημών».
Η χοιροσφαγία ήταν θυσιαστική εκδήλωση προς τιμήν του Κρόνου, η οποία διατηρήθηκε σε ακμή και στους μετέπειτα χρόνους, όπως φανερώνει και η βυζαντινή παροιμία «αι γαρ των χοίρων φωναί περί τας Καλάνδας». Σήμερα συνηθίζεται την περίοδο του Δωδεκαημέρου κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, όπου επίσης τις μέρες αυτές, τρώγουν εθιμικά και λάχανο, συνήθεια που απηχεί και αυτή παλιές λατρευτικές δοξασίες.
Στην περιοχή μας η κάθε νοικοκυρά σύμφωνα με το έθιμο ζυμώνει τις « κουλούρες», τα λεγόμενα «χριστόψωμα», στα οποία κάνει στολίδια και ειδικά σχήματα από ζύμη ανάλογα με το βίο της οικογένειας. Στη συνέχεια ετοιμάζονται σε κάθε σπίτι τρία φαγητά. Πρόκειται για το «σελινάτο», το «πρασάτο», και το «λαχανάτο» τα οποία μαγειρεύονται με αρκετό χοιρινό και μαναρίσιο κρέας.
Δεν λείπει βέβαια και η χοιροσφαγεία, η οποία στα μέρη μας ερμηνεύεται με το παραδοσιακό ψήσιμο της «γουρνάδας». Συνήθως πρόκειται για μικρό γουρουνόπουλο οικόσιτο ή αγορασμένο από το κρεοπωλείο.
Σε όλες τις εκδηλώσεις της λαϊκής ζωής κυριαρχούσε παλαιότερα τις μέρες του Δωδεκαημέρου η πίστη στους καλικάντζαρους, δαιμονικά όντα τα οποία, σύμφωνα με τις νεοελληνικές δοξασίες, παρουσιάζονταν την παραμονή των Χριστουγέννων και έφευγαν την παραμονή των Θεοφανείων με τον αγιασμό.
Η Πρωτοχρονιά ( 1η Ιανουαρίου) σαν πρώτη μέρα του χρόνου που στη διάρκειά του όλοι περιμένουν το καλό συνδέεται με πολλά έθιμα που αποβλέπουν σε αυτόν ακριβώς τον σκοπό.
Σύμβολο της Πρωτοχρονιάς και του καινούργιου χρόνου είναι η βασιλόπιτα, με το νόμισμα μέσα που θα φανερώσει τον τυχερό της νέας χρονιάς. Το έθιμο έχει βαθιές ρίζες και συνδέεται με μία παράδοση, σύμφωνα με την οποία όταν ο άγιος Βασίλειος ήταν επίσκοπος Καισαρείας, ο έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε εκεί με σκληρές διαθέσεις για να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι συγκέντρωσαν ό,τι πολύτιμο είχαν προκειμένου να τον καλοπιάσουν όπως τους υπέδειξε ο ποιμενάρχης τους.
Αυτός πείστηκε από τον άγιο Βασίλειο και έφυγε χωρίς να πάρει τίποτε.
Επειδή ήταν πρακτικά αδύνατο να ξαναπάρει καθένας το αντικείμενο που είχε δώσει, με συμβουλή πάλι του αγίου κατασκεύασαν μικρές πίτες και σε κάθε μία έβαλαν και από ένα αντικείμενο. Έγινε η διανομή και σαν από θαύμα έτυχε στον καθένα ό,τι είχε προσφέρει. Από τότε λέγει η παράδοση, κάνουμε πίτες στη γιορτή του αγίου Βασιλείου με νόμισμα μέσα.
Τα Θεοφάνια (6 Ιανουαρίου) είναι γιορτή «Θεότρομη», πολύ μεγάλη και σεβαστή. Κύριο στοιχείο της, με το οποίο συνδέονται τα περισσότερα έθιμα, είναι ο αγιασμός των υδάτων, που γίνεται τόσο την παραμονή (μικρός αγιασμός) όσο και ανήμερα της γιορτής. Ο ιερέας γυρίζει την παραμονή τα σπίτια ραντίζοντας τα με αγιασμό, διώχνοντας κάθε κακό και ιδιαίτερα τους καλικάντζαρους.
Το πιο εντυπωσιακό έθιμο των Θεοφανίων αλλά και του Δωδεκαημέρου γενικότερα είναι οι μεταμφιέσεις που συνηθίζονταν στη βόρεια Ελλάδα και στον Πόντο. Οι μεταμφιεσμένοι (Ρογκάτσια, Αράπηδες, Μπαμπούγεροι, κ. α. κατά τόπους ονομασίες) είναι ζωόμορφοι και ζωσμένοι με βαριά ποιμενικά κουδούνια.
Στην περιοχή μας το έθιμο αυτό αναβιώνει στην πόλη της Καλαμπάκας, αλλά και σε πολλά χωριά όπως Γάβρο, Θεοτόκο, Διάβα, Σκεπάρι, Βλαχάβα.
Με το σημαντικό γεγονός της βάπτισης του Χριστού τα «Φώτα» τα οποία θεωρούνται και μετεωρολογικό ορόσημο, οπότε «Αν τα Φώτα φωτερά, θαν’ η λαμπρή με τα νερά» λέει ο λαός μας. Και ακόμα «Χαρά στα Γέννα τα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα και τη Λαμπρή βρεχούμενη, τα’αμπέλια γιομισμένα» κλείνει το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων.
Θερμές Ευχές για Καλές Γιορτές
Γεωργία Ψύρρα
Πολιτισμολόγος