Ηρακλής Φίλιος: Τελικά τι είναι εκκλησία;
Αν το ερώτημα που αιωρείται λίγο παραπάνω, τεθεί σε ανθρώπους που καθημερινά κινούνται έξω,
Αν το ερώτημα που αιωρείται λίγο παραπάνω, τεθεί σε ανθρώπους που καθημερινά κινούνται έξω,
Αν το ερώτημα που αιωρείται λίγο παραπάνω, τεθεί σε ανθρώπους που καθημερινά κινούνται έξω, έχω ισχυρή την αίσθηση πως θα δοθούν ποικίλες απαντήσεις, οι οποίες εντούτοις δεν θα καταστούν ικανοποιητικές.
Ακόμη και οι πιο υποψιασμένοι, ίσως να μην απαντούσαν αναλόγως.
Ομολογώ πως μέσα από την τακτοποίηση των σημερινών αυτών σκέψεων, και όσον αφορά το παραπάνω ερώτημα, σκέφτηκα για άλλη μία φορά τους ανθρώπους που δεν εκκλησιάζονται.
Τους αδιάφορους, τους ατσαλάκωτους, τους αγνωστικιστές, τους αθεϊστές, τους αναρχικούς, τους αρνητές.
Και τους σκέφτηκα ξανά, όχι γιατί ο λόγος του Χριστού απευθύνεται σε όλους (και φυσικά και σ’ εκείνους), αλλά γιατί οι άνθρωποι αυτοί, έχω αθεράπευτη την πίστη ότι έχουν μέσα τους ένα έδαφος «ακατανόητο», «τσαλακωμένο», «ανακατωμένο» και άνυδρο, το πλέον κατάλληλο για να πέσει ο σπόρος και οι μύχιες και οντολογικές τους αναζητήσεις, να γνωρίσουν τον Χριστό, να γνωρίσουν την Εκκλησία.
Επουδενί ως ειδυλλιακή κατάσταση, αόριστο και απροϋπόθετο πνευματικό βίωμα, κοσμικό γεγονός, τόπος τέλεσης μυστηριών που η ανθρώπινη συνήθεια κατάντησε ως μη αγιοπνευματικό γεγονός.
Γιατί η Εκκλησία δεν είναι όλα αυτά. Και πιστεύω, πως μόνο αν ο άνθρωπος γνωρίσει αυτό που είναι, τότε θα βάλει το πιο ουσιαστικό λιθαράκι για να αρχίσει να βλέπει τον εαυτό του σε αυτό που ο Θεός τον καλεί να γίνει.
Θέλω λοιπόν τοιουτοτρόπως, να τονίσω πως το τι είναι Εκκλησία – λεκτικά, σχηματικά – δεν έχει τόσο νόημα για τον άνθρωπο.
Η εκκλησία όμως, έχει νόημα, όταν γίνει για τον άνθρωπο αυτό που είναι. Το να υπάρχει για να υπάρχει, ουδόλως δεν ερεθίζει τις υπαρξιακές ανάγκες και προοπτικές του ανθρώπου. Το να γίνει, και να γίνεται μέσα στον καιρό και στον κάθε καιρό του σύνολου χρόνου, αυτό που είναι, αυτό πραγματικά έχει ενδιαφέρον να στρέψει αρχικά τον άνθρωπο προς το παραπάνω ερώτημα, το οποίο με τη σειρά του θα τον οδηγήσει στην αλήθεια των πραγμάτων, ήτοι την ανάπτυξη των αισθητηρίων που καλωσορίζουν στην υπόσταση του, την άκτιστη θεία χάρη.
Είναι ανάγκη, κάπως και κάπου να αναζητήσουμε την ταυτότητα της Εκκλησίας, αυτή την ειδοποιό της διαφορά, την ιδιαιτερότητα της. Αυτό δηλαδή που θα δείξει στους ανθρώπους τι όντως είναι και τι γίνεται μέσα από το είναι της, καθώς καταπώς σημειώνει ο Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου κ.κ. Ιωάννης Ζηζιούλας «το είναι και η ταυτότητα της Εκκλησίας ως εσχατολογικής κοινότητας δεν βρίσκεται στην ιστορία, σε αυτό που είναι τώρα, αλλά στην Βασιλεία, σε αυτό που θα είναι» ή κατά Νικόλαο Καβάσιλα «ἡ ἐν Χριστῷ ζωή φύεται μέν ἐν τῶδε τῷ βίῳ καί τάς ἀρχάς ἐντεῦθεν λαμβάνει».
Αυτή η προσέγγιση του Γέροντος Περγάμου, μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε το γεγονός της αμφισημίας που εντοπίζεται στη φύση της Εκκλησίας∙ η Εκκλησία ζει το μέλλον της στο παρόν της και ολοκληρώνει το παρόν της στο μέλλον. Αυτό καταδεικνύει με περίτρανο τρόπο τη χρονική της απαγκίστρωση από τον κάθε καιρό και κάθε τόπο που καθηλώνει την προοπτική της σε δεδομένα κτιστά χωροχρονικά πλαίσια. Με άλλα λόγια, στην Εκκλησία δεν ζούμε για τα έσχατα μόνο, όπως δεν ζούμε μόνο για το παρόν.
Υφίσταται λοιπόν η Εκκλησία σε μία χρονική διαλεκτική θα λέγαμε, μεταξύ ιστορικισμού και εσχατολογισμού, ζώντας το ιστορικό της παρελθόν και το ιστορικό της παρόν στην εσχατολογική της πραγμάτωση. Και είναι σημαντικό αυτό, διότι αναιρεί με τον τρόπο αυτό, τη μονοσήμαντη «εξουσιαστικότητα» και αποκλειστικότητα των εσχάτων. Αποφεύγοντας δε παράλληλα την καθήλωση στα κτιστά και πεπερασμένα που νοηματοδοτούν μεν την ιστορική της πορεία, αλλά δεν την ολοκληρώνουν.
Η πατερική σκέψη απέφυγε να δώσει ένα σαφή ορισμό για το είναι της Εκκλησίας. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε μονομερή και απόλυτα οριοθετημένη συμπύκνωση του πνευματικού γεγονότος και θα δημιουργούσε μία εκλαϊκευμένη και κτιστή εικόνα για την ίδια.
Εν τέλει, θα διερήγνυτο η σχέση Θεού – ανθρώπου και το μυσταγωγικό και εμπειρικό βίωμα θα ενέπιπτε σε όρους του όντος. Αν λοιπόν, γινόταν κάτι τέτοιο, κάθε χαρισματική έκφραση της ιερότητας θα προσεγγιζόταν μαγικά και όχι μυσταγωγικά. Ένας λοιπόν οποιοσδήποτε ορισμός της Εκκλησίας απεμπολεί το μυστήριο της θείας αποκάλυψης και νοεί τα έσχατα ως ιστορισμό. Κι εδώ, συναντάται μία ακόμη αμφισημία. Ενώ το ιστορικό και πνευματικό γίγνεσθαι στη ζωή της Εκκλησίας εικονίζει την αλήθεια των εσχάτων, αν τα έσχατα (γιατί εκεί αποκτά την αιωνιότητα της η Εκκλησία) νοηθούν μέσα από λεκτικά σχήματα, τότε η Εκκλησία καταντά απολύτως και ολοκληρωτικώς ένα τελεσίδικο ιστορικό γεγονός, που δεν βιώνει την εσχατολογία του, αλλά ορίζει το απρόσληπτο, σαρκωμένο δε μυστήριο του Θεού, ως μη σημαινόμενο, μηδέποτε βιούμενο δια της θείας χάριτος και κοινωνίας με τον τριαδικό Θεό.
Τελικά, τι είναι Εκκλησία; Δεδομένου ότι ο απόστολος Παύλος στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή συνδέει την Εκκλησία με τη σύναξη των πιστών για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, λέγοντας «συνερχομένων ὑμῶν ἐν ἐκκλησίᾳ» (Α’ Κορ. 11, 18), μπορούμε να πούμε πως η Εκκλησία συνδέεται με τη Θ. Ευχαριστία. Αυτό που μας επιτρέπει να τονίσουμε αυτή τη σύνδεση ακόμη περισσότερο, είναι το γεγονός ότι ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, τον 14ο αιώνα πρώτος ορίζει την Εκκλησία, γράφοντας στην Ερμηνεία στη Θεία Λειτουργία πως «σημαίνεται δέ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις». Να η ταυτότητα της Εκκλησίας. Τα ιερά της μυστήρια. Και με τον όρο «μυστήριο» σε πληθυντικό αριθμό (βλ. επίσης «Ὀρθοί. Μεταλαβόντες τῶν θείων, ἁγίων, ἀχράντων, ἀθανάτων, ἐπουρανίων καί ζωοποιῶν, φρικτῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων» στην ευχή της Θείας Λειτουργίας), ο Καβάσιλας εννοεί το κατεξοχήν μυστήριο, το «κεφαλαιωδέστερον» όλων κατά Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τη Θ. Ευχαριστία.
Αυτή τη θέση, είχε προφανώς στην σκέψη του ο Ρώσος Θεολόγος Nicholas Afanasiev (1893-1966) και έκανε λόγο για πρώτη φορά, για την «ευχαριστιακή εκκλησιολογία», την οποία υποστήριξε στη διατριβή του, ο τότε νέος θεολόγος Ιωάννης Ζηζιούλας (όταν την κατέθετε δεν γνώριζε τα έργα του π. Afanasiev). Ως γνωστόν ο Μητροπολίτης κ.κ. Ιωάννης είναι γνωστός για τη συμβολή του στην ευχαριστιακή εκκλησιολογία, την οποία συνδέει για την ασκητική. Στη Θ. Ευχαριστία εξάλλου, εντοπίζει ο ίδιος το είναι της Εκκλησίας.
Στο σημείο όμως αυτό, οφείλω μία άκρως ενδιαφέρουσα επισήμανση. Το γεγονός ότι ο απόστολος Παύλος και ο Καβάσιλας, συνδέουν την Εκκλησία με το ευχαριστιακό γεγονός της «επί το αυτό» συνάξεως, σημαίνει ότι η Θ. Ευχαριστία είναι ένα μυστήριο που τελείται στον ιστορικό αυτό καιρό της κτίσης, έχει όμως την αναφορά του στη Βασιλεία του Θεού. Και είναι το μοναδικό μυστήριο που θα υπάρχει στα έσχατα. Στα έσχατα δεν θα υφίστανται τα ιερά μυστήρια του γάμου, της εξομολόγησης κ.ο.κ.. Ίσως και γι’ αυτό δεν αποτελούν μυστήρια με την ακραιφνή έννοια του όρου (τα μυστήρια δεν είναι επτά όπως διατείνεται η σχολαστική θεολογία), καθώς το κατεξοχήν μυστήριο από όπου αντλούν την ταυτότητα τους όλα τα άλλα, είναι η Θ. Ευχαριστία. Γι’ αυτό και ο γάμος για παράδειγμα τελούταν μέσα στη Θ. Ευχαριστία.
Προς μία τέτοια ομολογία, συνηγορεί ο όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο οποίος μέσα από το τρίπτυχο «σκιά-εικόνα-αλήθεια» αναδεικνύει τον άρρηκτο δεσμό Θ. Ευχαριστίας και Βασιλείας του Θεού (ανατρέπει δε παράλληλα την αρχαιοελληνική έννοια της αιτιότητας). Γράφει λοιπόν ο Μάξιμος ο Ομολογητής, στα σχόλια του στο «Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας» του Διονυσίου Αρεοπαγίτου: «Σκιά τά τῆς Παλαιᾶς, εἰκών τά τῆς Νέας Διαθήκης, ἀλήθεια δέ ἡ τῶν μελλόντων κατάστασις».
Μέσα από αυτό το σχήμα ο Μάξιμος θέλει να μας δείξει πως η μελλοντική Βασιλεία είναι το αίτιο και το αρχέτυπο της Θ. Ευχαριστίας, η οποία είναι για εκείνον εικόνα μιας αληθινής Ευχαριστίας. Η ευχαριστιακή εκκλησιολογία αυτό προβάλλει. Την άρρηκτη σύνδεση Εκκλησίας και Θ. Ευχαριστίας. Έτσι, με την πραγματικότητα αυτή η ταυτότητα της Εκκλησίας δεν είναι φιλοσοφική, ιδεολογική, ιεραποστολική, αλλά μυστηριακή και δη ευχαριστιακή. Αυτό την ξεχωρίζει από οργανώσεις, ιδεολογίες, θεωρίες και συστήματα. Αυτό το χάρισμα της ευχαριστιακής συνάξεως την επεκτείνει στα έσχατα, όπου και συνεχίζει να υπάρχει. Αιώνια.
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος