Ηρακλής Φίλιος: Πότε ένας ιερέας είναι ευτυχισμένος

Η αλήθεια είναι ότι ο όρος «ευτυχία» είναι κάπως ευδαιμονιστικός. Αυτό φαίνεται στον Αριστοτέλη όπου συνδέει ευτυχία και ευδαιμονία, αλλά θεωρεί ως κάτι το παραπάνω την ευδαιμονία.

0 465

Η αλήθεια είναι ότι ο όρος «ευτυχία» είναι κάπως ευδαιμονιστικός. Αυτό φαίνεται στον Αριστοτέλη όπου συνδέει ευτυχία και ευδαιμονία, αλλά θεωρεί ως κάτι το παραπάνω την ευδαιμονία.

Η αλήθεια είναι ότι ο όρος «ευτυχία» είναι κάπως ευδαιμονιστικός. Αυτό φαίνεται στον Αριστοτέλη όπου συνδέει ευτυχία και ευδαιμονία, αλλά θεωρεί ως κάτι το παραπάνω την ευδαιμονία. 

Ίσως και οι όροι «πληρότητα» και «συγκίνηση» να είναι ικανοί να τρυπώσουν με τη δική τους ερμηνευτική μαγκιά στο παραπάνω ερώτημα του τίτλου, όρους που υιοθετεί ως καταλληλότερους ο π. Φιλόθεος Φάρος. Ευτυχία. Τι είναι ευτυχία; Φιλοσοφικά; Θεολογικά Δεν θα μπω αμέσως στον πειρασμό να απαντήσω στον τίτλο και στο μεγάλο αυτό ερώτημα. Και γιατί μεγάλο; Θα το διαπιστώσουμε στη συνέχεια.

Αρκεί να έχουμε στο νου μας πως η ευτυχία σε έναν ιερέα (όπως και σε έναν άνθρωπο) δεν συνδέεται και δεν εξαρτάται από την αποκατάσταση του, την αναγνώριση του στον ιερατικό κύκλο και τη θέση την υψηλή που κατέχει. Αν κάποιος πιστεύει το αντίθετο, ο Ηράκλειτος του υπενθυμίζει πως «τα πάντα ρει» και χαστουκίζει τις υψηλές του βλέψεις. Εκεί που έχουμε και κατέχουμε, διοικούμε και ελέγχουμε, στιγμιαία παύουμε να υπάρχουμε στον αυτοσκοπό της αυτοδιάθεσης μας στο αντίστροφο της ταπεινότητας και της διακονίας εν αγάπη.

Η ευτυχία δεν είναι μόνιμη. Είναι στιγμές. Ακόμη και μικρές να είναι σε διάρκεια, έχουν ένταση, πάθος. Μην περιμένει κάποιος να υιοθετήσει την ευτυχία ως στοιχείο της φύσεως του σε μία χρονική στιγμή δεδομένη που απαιτεί την καθήλωση του χρόνου σε ό,τι μας κάνει να ικανοποιούμαστε. Ψυχή τε και σώματι. Η ευτυχία δεν είναι μόνιμη. Η τρεπτότητα έχει την αλήτικη ροπή να αναστατώνει τον νου του ανθρώπου, τους λογισμούς του και να τους αναφέρει άλλοτε στο κακό και άλλοτε στο αγαθό. Δεν έχω καμία διάθεση για μανιχαϊστικές αντιμαχίες, αλλά η υπενθύμιση ότι όλα είναι τρεπτά, υπενθυμίζει στην αδύναμη χοϊκή σκέψη ότι η ευτυχία συνοδεύεται και από δάκρυα ή άλλοτε παύει και είναι μόνο δάκρυα. Εξάλλου συμφωνεί με τη θέση αυτή και η κιρκεγκωριανή φωνή, αφού «nulla dies sine lacrima» (καμία ημέρα δεν περνά χωρίς δάκρυα).

Και ο Επίκουρος και ο Αριστοτέλης συνδέουν την ευτυχία με την αρετή. Η ευτυχία αποκτιέται με την εξάσκηση της αρετής. Και στον Επίκουρο περνάει μέσα από την ηθική και το δίκαιο («οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως», Κύριαι δόξαι εδ.5). Βέβαια για τη φροϋδική αντίληψη, η ευτυχία έχει το στοιχείο του απροσδιόριστου. Δεν έχει συγκεκριμένο δρόμο, αλλά «ο καθένας πρέπει να δοκιμάσει μόνος του με ποιον ιδιαίτερο τρόπο μπορεί να γίνει ευτυχισμένος». Και ο Freud εντοπίζει αυτό το απροσδιόριστο, αυτή τη «διαφορετικότητα» της από άνθρωπο σε άνθρωπο, στις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, καθώς και στις συνθήκες μέσα στις οποίες οι άνθρωποι αναπτύσσονται και λειτουργούν.

Ευτυχία είναι να σε βυθίζεις στον Χριστό. Να φιλάς Χριστό. Να τρως Χριστό. Να πίνεις Χριστό. Επομένως θα λέγαμε σε άλλη γλώσσα, να είσαι ερωτευμένος με τον Χριστό. Να λοιπόν που ο έρωτας εμφανίζεται ως η βάση μιας σχεσιακής σύνδεσης. Όταν ένας υποψήφιος κληρικός εμπνέεται και ζει στους «Έρωτες θείων ύμνων» του Συμεών του Νέου Θεολόγου, τότε αναφωνεί κι ο ίδιος: «Περιπατώ και καίομαι ζητών ώδε κακείσε και ουδαμού τον εραστήν ευρίσκω της ψυχής μου».

Η ιεροσύνη είναι «υπούργημα» για τον ιερό Χρυσόστομο. Η επιθυμία για την ιεροσύνη έχει μέσα της ανόθευτο αυτό το στοιχείο που λέμε μεράκι. Γι’ αυτό θα μας πει ο Freud: «Ένας άνθρωπος όπως εγώ, δεν ζει χωρίς μεράκι. Χωρίς να τον τρώει ένα πάθος, ένα ταλέντο. Εγώ βρήκα το ταλέντο μου και είναι λειτούργημα. Δεν γνωρίζω όρια». Δεν είναι επάγγελμα. Γίνεται επάγγελμα όταν δεν είναι έρωτας. Κι όταν δεν είναι έρωτας, είναι αποτυχία επιλογής και έκφρασης. Γιατί ένας νέος δεν επιλέγει απλά να ιερωθεί, αλλά και να εκφραστεί δια της επιλογής του. Θέλω να σταθώ περισσότερο στον νέο που επιλέγει να γίνει έγγαμος κληρικός, κάτι που είναι περισσότερο προσιτό ως παράδειγμα (από άποψη κατανόησης) για τον περισσότερο κόσμο, γιατί ο έγγαμος κληρικός ζει και κινείται στην κοινωνία.

Ο νέος που θέλει να ιερωθεί, ο νέος που δεν είναι του βίου ναυαγός του Υψίστου λειτουργός, και θέλει να γίνει έγγαμος, πότε είναι ευτυχισμένος; Πολλές απόψεις μπορούν να ειπωθούν. Ικανοποιητικά όμως θα λέγαμε πως είναι ευτυχισμένος όταν έχει ερωτευτεί. Και τί να έχει ερωτευθεί; Τη γυναίκα που θα ζήσει μαζί του και τον Χριστό. Αν γίνει «μανικός εραστής» κατά τη φράση του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος, τότε είναι και ευτυχισμένος και πλήρης. Και πως μοιάζει ο έρωτας του ανθρώπου προς τον Θεό; Μας το περιγράφει με παράδειγμα παρμένο από τη σχέση ανδρός – γυναικός και με θαυμάσιο και «σκανδαλιστικό» τρόπο ο ίδιος ιερός ασκητής της ερήμου, λέγοντας μας πως «μακάριος όστις τοιούτον προς Θεόν εκτήσατο έρωτα, οίον μανικός εραστής προς την εαυτού ερωμένην κέκτηται».

Οι περισσότεροι νέοι που θέλουν να ακολουθήσουν τον έγγαμο βίο κάνουν τραγικά λάθη, που στιγματίζουν τη ζωή τους και φθείρουν τη διάθεση τους στην πορεία του χρόνου. Ενός χρόνου ικανού να απομυθοποιήσει ό,τι χτίστηκε με βιασύνη κι επιπολαιότητα. Πολλοί νέοι από τη σύλληψη της ιδέας για την εύρεση της συζύγου των, έως και την έκφραση και ολοκλήρωση της ιδέας αυτής, ενεργούν καταναγκαστικά. Δεν ενδιαφέρονται να ερωτευθούν, παρά να τακτοποιηθούν και ο έρωτας εδώ (όπως καις την περίπτωση του άγαμου βίου), είναι ανύπαρκτος, δημιουργώντας ανέραστους νέους. Και ο ανέραστος άνθρωπος στον χώρο της Εκκλησίας είναι ένας άνθρωπος χωρίς ζωή, χωρίς την ίδια την έκφραση της ζωής, την απόλαυση της και την κίνηση της προς το φως, το αιώνιο, το ωραίο.

Είναι κατάντια οι νέοι που επιθυμούν να ακολουθήσουν την ιεροσύνη και δη τον έγγαμο βίο να μην κινούνται στις σκέψεις, στις επιλογές τους και στις εκφράσεις τους από το μέγα αισθητήριο του έρωτα, το οποίο αναιρεί εν τέλει την ανάγκη επιθυμίας της πραγμάτωσης του σκοπού της ύπαρξης των. Έτσι το όλο ζήτημα καθίσταται υπαρξιακό και μεταστρέφεται σε ζήτημα κενότητας, αντί για κένωσης και πρόσληψης. Με τον τρόπο αυτό οι σχέσεις καθίστανται αργά ή γρήγορα προβληματικές και οι νέοι κληρικοί έχουν μέσα τους την αίσθηση του ανικανοποίητου, του ανέκφραστου, του αδημιούργητου.

Ο νέος που θέλει να ιερωθεί, αν θέλει να ακολουθήσει τον έγγαμο βίο αρχικά πρέπει να νυμφευθεί. Η νοοτροπία που έχει κατακλύσει και πωρώσει αμαυρωτικά τη βούληση των νέων και που επιτάσσει την αναζήτηση και εύρεση μιας «παπαδιάς» όπως λέγεται, είναι δυστυχώς δεδομένη για την πλειοψηφία όσων αντιμετωπίζουν τη σύμψυχη σύζυγο τους ως τυποποιημένο και καταναλωτικό προϊόν. Οι περισσότεροι αναζητούν, πασχίζουν μάλλον να βρουν μία «παπαδιά» αντί για γυναίκα.

Καταρχάς ο όρος «παπαδιά» είναι όρος αδόκιμος, απαράδεκτος και αντιμετωπίζει τη γυναίκα ως κάτι δευτέρας κατηγορίας ή ως πράγμα. Και απορώ πως έχει επικρατήσει ακόμη και ιερείς να τον χρησιμοποιούν. Με την ίδια λογική τη μητέρα μου για παράδειγμα θα έπρεπε να την φωνάζουν Θανάσαινα και όχι Βασιλική.

Ο όρος αυτός που χαρακτηρίζει πολλές φορές υποτιμητικά και μειονεκτικά τη γυναίκα του ιερέα, στοχοποιεί την ίδια στην κοινωνία και την αντιμετωπίζει πολλές φορές ως είδος δεύτερης κατηγορίας. Ο όρος είναι άκαιρος, μα περισσότερο είναι δηλωτικός μιας αμηχανίας που έχει κυριεύσει τον νέο που θέλει να ιερωθεί και αντιμετωπίζει τη γυναίκα που θα θελήσει να ζήσει μαζί της ως μέρος ενός αυτοσκοπού και μόνο. Μιας γυναίκας δηλαδή που πρέπει να ικανοποιήσει αποκλειστικά και μόνο τον σκοπό αυτό και γι’ αυτό επιλέγεται.

Είναι τραγική αυτή η λογική όπως τραγικό είναι και το σύστημα που προβάλλει ένα τέτοιο τύπο γυναίκας. Μιας γυναίκας που πρέπει να είναι από συγκεκριμένο κύκλο, να πληροί συγκεκριμένες απαιτήσεις, να είναι προορισμένη μόνο γι’ αυτό. Και δυστυχώς οι περισσότεροι νέοι έτσι σκέφτονται κι έτσι πράττουν. Και υποτίθεται ότι στην πορεία ερωτεύονται. Πώς να ερωτευτείς όταν βλέπεις τη γυναίκα σου σαν παπαδιά και όχι σαν γυναίκα σου; Και στις περισσότερες αυτές περιτπώσεις, ο ανέραστος νέος είναι ένας ανέραστος κληρικός. Ένας κληρικός που δεν έχει μάθει να αγαπά την αγάπη του, να ζει μαζί της όλες τις χαρές της ζωής, να μην βλέπει παντού σκιές, φαντάσματα κι αμαρτίες, πως ζει τον έρωτα και τη ζωή μαζί της; Πάλι ως αυτοσκοπό και ως κάθαρση της ανελεύθερης βούλησης του; Ο ανέραστος νέος έχει γκρίνια στην οικογένεια του, στο σπίτι του και μοιάζει με ονειροπόλο που θέλει να ζωγραφίσει τον ήλιο χωρίς πινέλο και χρώματα.

Ένας ανέραστος νέος, γίνεται ανέραστος κληρικός. Με τη διάθεση να λειτουργήσει και να χαρεί της μυσταγωγικής ευχαριστίας; Με τη διάθεση να υμνήσει, να δοξολογήσει και να ευχαριστήσει τον Θεό; Με τη διάθεση να ξεκινήσει το πρωί για την εκκλησία, όταν στο σπίτι του υπάρχει μία γυναίκα – παπαδιά, απλά για να υπάρχει για να ικανοποιεί εκείνο που εκείνος επέλεξε μονομερώς; Πώς να αγαπήσει την ενορία του, την εκκλησιαστική και μυστηριακή ζωή, και πώς να μάθει να σκορπάει παντού χαρά κι αγάπη; Ανένταχτα και ελεύθερα; Πώς να σκύψει στην Αγία Τράπεζα και να ερωτευτεί τον «αλήτη» και «ξένο» κατά την έκφραση του ιερού Χρυσοστόμου Χριστό, όταν δεν έμαθε να ερωτεύεται τον συνάνθρωπο του; Ή πως να ερωτευθεί τον συνάνθρωπο του, εάν δεν έχει δοθεί στον έρωτα τον προς τον Θεό; Ένας ανέραστος κληρικός είναι πατρίδα χωρίς ήλιο και φως χωρίς λάμψη. Μοιάζει με μία εμμονή στη σταύρωση χωρίς την ανάταση της ανάστασης. Ενώ θα έπρεπε «απ’ το βλέμμα του μέσα να κοιτάζει έξω η αγιοσύνη» όπως θα πει ο Νίτσε στη «Χαρούμενη γνώση».

Έτσι λοιπόν τα πράγματα είναι απλά. Ένας ιερέας είναι ευτυχισμένος όταν κινείται από αγάπη. Όταν επιθυμεί να ιερωθεί από τρέλα και αγάπη. Από έρωτα και θεία ζάλη. Είναι ευτυχισμένος όταν για να φτάσει στο υπούργημα της ιεροσύνης, ερωτεύεται τη γυναίκα που έχει δίπλα του, την καλεί ζωή, φως, αγάπη και όχι παπαδιά. Είναι ευτυχισμένος όταν έχει επιλέξει να ζήσει με τη γυναίκα του, όχι επειδή εκείνη θα ικανοποιήσει τον στόχο του ως έναν αυτοσκοπό που εντάσσεται στα πλαίσια μίας υπαρξιακής σχέσης, αλλά όταν έχει επιλέξει να ζήσει μαζί της επειδή η ίδια έχει αναστατώσει ευχάριστα την καρδιά του, την ψυχή του και έχει ζαλίσει μεθυστικά, ερωτικά και εκστατικά το νου του. Μία τέτοια γυναίκα χωρίς φόβο και πάθος, ερωτευόμενη η ίδια τον άνθρωπο της, τον ακολουθεί γιατί βαδίζουν με έρωτα και η σχέση τους είναι αιώνια όμορφη.

Κάποτε ένας νέος γνώρισε μία νέα γυναίκα, με ομορφιά ψυχής, απύθμενο χαμόγελο και φρεσκάδα ζωής. Ο νέος αυτός είχε την επιθυμία να δώσει τη ζωή του στη διακονία της Εκκλησίας. Ελεύθερα και ανατρεπτικά. Δεν την γνώριζε, το ίδιο κι εκείνη. Χωρίς να τους συνδέει κάποιος κοινός γνωστός, εκείνος ένιωσε μέσα του μία έλξη ουσίας και αναφοράς της θέλησης του στο πρόσωπο της. Έτσι αποφάσισε να την διεκδικήσει. Μόνος του και ερχόμενος ο ίδιος προς εκείνη. Ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκε αν εκείνη γίνει παπαδιά. Ούτε για μια στιγμή. Ήθελε να την βλέπει και να την ερωτεύεται. Μία γυναίκα καλλιεργημένη, με ευαισθησίες και ευγένεια ψυχής. Ανήσυχη και ανένταχτη. Μία γυναίκα που ποτέ της δεν ήθελε να ζήσει με έναν που θα ήθελε να ακολουθήσει την ιεροσύνη. Μία γυναίκα διαφορετική, ιδιαίτερη κι ευλογημένη.

Ο νέος ήθελε μόνο να την βλέπει και να ζει μαζί της σε συνομιλίες με ενδιαφέρον. Το ίδιο κι εκείνη. Από ένα τυχαίο γεγονός, εκείνη τον ρώτησε από τις πρώτες κιόλας μέρες χωρίς να τον γνωρίσει, εάν θέλει να γίνει ιερέας. Εκείνος χωρίς αδυναμία έκφρασης της απάντησε πως ναι. Κι εκείνη που δεν τον γνώριζε καθόλου και δεν ήθελε να ακολουθήσει αυτό το δρόμο στη ζωή της, του απάντησε: «Σέβομαι αυτό που θέλεις να ακολουθήσεις. Δεν θα στο απαγορεύσω. Είναι στοιχείο του εαυτού σου. Μάλλον είσαι εσύ ο ίδιος. Δεν θα σου θέσω ποτέ το δίλημμα εσύ ή η ιεροσύνη. Θέλω να σε στηρίξω. Και να με στηρίζεις. Η ζωή θα σου τα φέρει στο δρόμο σου χωρίς άγχος, όπως έτσι ήρθα κι εγώ. Ελπίζω να έρθει σύντομα η μέρα που θα λειτουργήσεις και ο χρόνος μέχρι τότε να περάσει γρήγορα. Όπως τρέχει το νερό». Την ερωτεύτηκε και την αγαπάει. Τον ερωτεύτηκε και τον αγαπάει.

Ηρακλής Φίλιος
[email protected]

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Litespeed Greek Web Hosting by NetSpace.gr