Ηρακλής Φίλιος: Πόρνη επιθυμούσε ο Θεός; Ναί, πόρνη
Ποιος θα περίμενε πως οι παραπάνω λόγοι θα ανήκουν στον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο;
Ποιος θα περίμενε πως οι παραπάνω λόγοι θα ανήκουν στον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο;
Ποιος θα περίμενε πως οι παραπάνω λόγοι θα ανήκουν στον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο;
Με αυτούς τους λόγους, ο Ιωάννης Χρυσόστομος δείχνει σε μία ομιλία του το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού, ο Οποίος ντύθηκε την ανθρώπινη σάρκα για να σώσει τον άνθρωπο. Ας δούμε όμως καλύτερα τι μας λέει ο ιερός Χρυσόστομος επί του θέματος.
«Πόρνη επιθυμούσε ο Θεός; Ναι πόρνη. Εννοώ τη δική μας φύση. Ήταν τρανός και αυτή ταπεινή… Κι αυτός ο τόσο μέγας και τρανός πεθύμησε πόρνη. Γιατί; Για να την αναπλάσει από πόρνη σε παρθένα. Για να γίνει ο νυμφίος της. Τι κάνει; Δεν της στέλνει κάποιον από τους δούλους του, δεν στέλνει άγγελο στην πόρνη, δεν στέλνει αρχάγγελο, δεν στέλνει τα χερουβείμ, δεν στέλνει τα σεραφείμ. Αλλά καταφθάνει αυτός ο ίδιος ο ερωτευμένος. Επεθύμησε πόρνη. Και τι κάνει; Επειδή δεν μπορούσε να ανέβει εκείνη στα ψηλά, κατέβηκε στα χαμηλά. Έρχεται στην καλύβα της. Τη βλέπει μεθυσμένη. Και με ποιό τρόπο έρχεται; Όχι με ολοφάνερη τη θεότητά του, αλλά γίνεται εντελώς ίδιος μαζί της, μήπως βλέποντάς τον τρομοκρατηθεί, μήπως λαχταρήσει και του φύγει. Τη βρίσκει καταπληγωμένη, εξαγριωμένη, από δαίμονες κυριευμένη. Και τι κάνει; Την παίρνει και την κάνει γυναίκα του. Και τι δώρα της χαρίζει; Δαχτυλίδι. Ποιο δαχτυλίδι; Το Άγιο Πνεύμα».
Είναι εμφανές πως στο κείμενο του ιερού Χρυσοστόμου, η ανθρώπινη φύση χαρακτηρίζεται ως πόρνη, ως μία γυναίκα που έχει εκπέσει και έχει διαφθαρεί. Όμως, ο ιερός Χρυσόστομος δεν έχει σκοπό να κατακρίνει και να καταδικάσει την φύση του ανθρώπου, εν τέλει τον ίδιο τον άνθρωπο μέσα από το κείμενο του, αλλά να δείξει το έσχατο σημείο στο οποίο είχε φτάσει ο άνθρωπος διακόπτοντας την σχέση με τον Θεό. Βέβαια, η σχέση Θεού – ανθρώπου είναι τελείως ξένη για την πλατωνική φιλοσοφία καθώς «θεός δέ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται». Που να χωρέσει ο νους του Πλάτωνα ή του Πλωτίνου ότι ο Θεός έρχεται σε κοινωνία με το ανθρώπινο γένος που είχε αμαρτήσει; Είναι αδιανόητο για τους παραπάνω αυτό το άδειασμα του Θεού, ο Οποίος με δική Του πρωτοβουλία κινείται προς τον άνθρωπο.
Ο Θεός όταν δημιούργησε τον άνθρωπο τον έπλασε κατά τη δική του εικόνα και με σκοπό να μοιάσει χαρισματικά στον Ίδιο, δίνοντας του ένα μεγάλο δώρο∙ την ελευθερία.
Δεν δημιουργήθηκε αθάνατος στη φύση, καθώς «φύσει ἀθάνατος» είναι μόνο ο Θεός κατά Θεοδώρητο Κύρου. Πλάστηκε όμως ελεύθερος και με τη δυνατότητα να αναφέρει την εικόνα του στον Θεό, με άλλα λόγια να τη συσχετίζει στο δικό Του πρόσωπο ή το αντίθετο. Αλλά αυτό ήταν πάντοτε θέμα επιλογής του ανθρώπου. Υπήρχε λοιπόν εικόνα του αρχετύπου, δηλαδή εικόνα του Θεού, καθ’ όσον όμως διάστημα δεν θα έπεφτε της ομοιότητας προς το πρωτότυπο, όπως θα πει ο Γρηγόριος Νύσσης. Σε μία άλλη τέτοια περίπτωση λοιπόν, η εικόνα θα είχε γυμνωθεί από το κάλλος της, όπως σημειώνει πάλι ο Νύσσης.
Και τι πράττει τελικά ο άνθρωπος; Ως ελεύθερος και με την προσβολή που δέχτηκε από τον μισάνθρωπο διάβολο, επιλέγει να διακόψει την σχέση με τον Θεό, ο Οποίος τον είχε προειδοποιήσει για το τι θα επακολουθήσει. Σε άλλο ύφος και υπό άλλες προϋποθέσεις, το λέει και ο Πλωτίνος, καθώς ο ναρκισσισμός και η φιλοδοξία οδήγησαν στην εθελούσια πτώση της ψυχής. Ο άνθρωπος αποφασίζει πλέον να χωριστεί από τον Θεό. Δεν θέλει να κοινωνεί μαζί Του. Η σχέση διαρρηγνύεται και αυτή η ρήξη έχει οντολογικές συνέπειες για την υπαρξιακή ολότητα του ανθρώπου. Κι ενώ η προτεσταντική σκέψη θα μας πει πως το κατ’ εικόνα καταστράφηκε ολοσχερώς, η πατερική σκέψη θα διατρανώσει προς κάθε κατεύθυνση πως το κατ’ εικόνα δεν χάθηκε αλλά αμαυρώθηκε και πως εκείνο που χάθηκε είναι το καθ’ ομοίωση (προσωρινά), σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Σαν μία εικόνα δηλαδή, κι ας μου επιτραπεί ο παραλληλισμός, που έχει λερωθεί αλλά έχει τη δυνατότητα να γίνει και πάλι καθαρή.
Αισθάνομαι την ανάγκη στο σημείο αυτό να σημειώσω πως η δυτική σκέψη είδε την πτώση και την αμαρτία του ανθρώπου με καθαρά νομικό πνεύμα. Με την πτώση, για τον Λούθηρο, ο άνθρωπος γίνεται «εικόνα του διαβόλου» και η ανθρώπινη φύση έχει πλήρως διαφθαρεί. Δυστυχώς όμως, αυτή η θέση του Λούθηρου, έχει επηρεάσει εκείνη, και λέω μόνο εκείνη, τη θεολογική σκέψη στη χώρα μας, η οποία φτάνει δια στόματος του μακαριστού π. Σεραφείμ Παπακώστα (που ανήκε στις οργανώσεις), στο σημείο να ομολογεί πως «ο Θεός τιμωρεί το αμαρτωλό ανθρώπινο γένος και τον υιό του ακόμα, ο οποίος ενσαρκώνεται με σκοπό να τιμωρηθεί».
Πώς μπορεί ο Θεός να στέλνει τον Υιό του να σώσει τον άνθρωπο από τη φθορά και την αμαρτία, και την ίδια στιγμή να κυριαρχεί στους αιώνες ο θάνατος πάνω στην ανθρώπνη φύση; Ποια σωτηρία λοιπόν συντελέστηκε; Είναι ένα μεγάλο θέμα αυτό. Επί του παρόντος, εκείνο που δύναται να καταστεί σαφές είναι πως ο Τριαδικός Θεός που είναι αγάπη (Α’ Ιω. 4, 16), δεν θέλησε να αφήσει για πάντα καμία διαβρωτική δύναμη που να κυριαρχεί πάνω στη φύση του ανθρώπου. Μέσα λοιπόν στον πόνο της ζωής και στο θλιβερό του θανάτου, του δίνει την ελπίδα, να αγωνιστεί ξανά για την Βασιλεία του Θεού. Του ξαναδίνει την ευκαιρία να «ξαναμπεί» στο παιχνίδι και να διεκδικήσει τον παράδεισο. Εκείνη την εσχατολογική κατάσταση, στην οποία «οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος».
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος