Ηρακλής Φίλιος: Ο Παύλος με τους ανόμους και ο Πορφύριος με τους χίπηδες
Τι δουλειά έχει ο απόστολος Παύλος με τους ανόμους; Τι συνδέει τον όσιο Πορφύριο με τους χίπηδες; Υπάρχουν κάποια σημεία συνάντησης και η εξορία αυτών φαντάζει φαινομενική;
Τι δουλειά έχει ο απόστολος Παύλος με τους ανόμους; Τι συνδέει τον όσιο Πορφύριο με τους χίπηδες; Υπάρχουν κάποια σημεία συνάντησης και η εξορία αυτών φαντάζει φαινομενική;
Τι δουλειά έχει ο απόστολος Παύλος με τους ανόμους; Τι συνδέει τον όσιο Πορφύριο με τους χίπηδες; Υπάρχουν κάποια σημεία συνάντησης και η εξορία αυτών φαντάζει φαινομενική;
Την ημέρα προ των Φώτων ως γνωστόν στους ιερούς ναούς διαβάζονται οι Ώρες και τελείται η Θεία Λειτουργία. Το αποστολικό ανάγνωσμα που διαβάζεται στη Θεία Λειτουργία είναι ένα καταπληκτικό, ένα θαυμάσιο κείμενο που δραπετεύει τη λογική του ανθρώπου από τα καθιερωμένα και συνηθισμένα. Είναι ένα εξαίσιο κείμενο από την Α’ Επιστολή προς Κορινθίους (9, 19-23) που έγραψε ο απόστολος Παύλος και στο οποίο αποτυπώνει το έσχατο σημείο του ευαγγελισμού των ψυχών που δεν είναι άλλο από εκείνο της αγάπης. Υπάρχουν όρια όμως στον ευαγγελισμό αυτό, επομένως και στην αγάπη; Είναι δυνατόν η αγάπη να έχει όρια; Η σταυρική θυσία είχε όρια; Έρχεται επί του θέματος να απαντήσει ο Επίσκοπος πρ. Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης κ. Αθανάσιος Γιέφτιτς τονίζοντας χαρακτηριστικά σε ομιλία του στη Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ. πως «τα όρια της Εκκλησίας είναι τα όρια της αγάπης του Θεού».
Με τον τρόπο αυτό εκδηλώνεται η διακονία των ψυχών στους λόγους του Παύλου στην Α’ Κορινθίους. Γράφει λοιπόν ο Παύλος στην Εκκλησία της Κορίνθου που εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε σοβαρά ποιμαντικά και ηθικά θέματα: “Υποδούλωσα τον εαυτό μου σε όλους για να κερδίσω τους περισσότερους, και έγινα στους Ιουδαίους σαν Ιουδαίος για να κερδίσω Ιουδαίους, σ’ εκείνους που ήταν υπό τον νόμο, έγινα σαν να ήμουν υπό τον νόμο για να κερδίσω εκείνους που ήταν υπό τον το νόμο, σ’ εκείνους που ήταν έξω από το νόμο σαν να ήμουν έξω από το νόμο… για να κερδίσω τους έξω από το νόμο. Στο στους ασθενείς κατά την πίστη έγινα σαν ασθενής για να κερδίσω τους ασθενείς, στους πάντες έγινα τα πάντα ώστε με κάθε τρόπο να σώσω μερικούς» (Α’ Κορ. 9, 19-23).
Παρομοίως ενεργούσε και ο όσιος Πορφύριος στη συναναστροφή του με ανθρώπους ποικίλων ιδιοσυγκρασιών. Έγινε ακόμη και «χίπης» για να ελκύσει τη χάρη του Θεού στις ψυχές κάποιων νέων που τον επισκέφτηκαν. Το περιστατικό που διηγήθηκε ο όσιος Πορφύριος έχει ως εξής: «Μια φορά με επισκέφθηκε ένας χίπης. Ήταν ντυμένος με κάτι πολύχρωμα, παράξενα ρούχα, φορούσε χαϊμαλιά και κοσμήματα και ζητούσε να με δει. Οι μοναχές ανησύχησαν, ήρθαν και με ρώτησαν και είπα, ας περάσει. Μόλις κάθισε απέναντι μου, είδα την ψυχή του. Είχε καλή ψυχή, αλλά πληγωμένη και γι’ αυτό επαναστατημένη. Του μίλησα με αγάπη κι εκείνος συγκινήθηκε. ‘’Γέροντα, μου λέει, κανείς μέχρι σήμερα δεν μου μίλησε έτσι’’. Είπα το όνομά του κι εκείνος παραξενεύθηκε, πώς το γνώριζα. Έ, του λέω, ο Θεός φανέρωσε και τ’ όνομα σου και ότι ταξίδεψες μέχρι την Ινδία και γνώρισες εκεί τους γκουρού και τους ακολούθησες. Απόρησε πιο πολύ. Του είπα κι άλλα πράγματα για τον εαυτό του, κι έφυγε ευχαριστημένος. Την άλλη εβδομάδα, να σου και καταφθάνει ο ίδιος με τια παρέα χίπηδες. Μπήκαν όλοι μαζί στο κελί μου και κάθισαν γύρω μου. Ήταν μαζί τους και μια κοπέλα. Τους συμπάθησα πολύ. Ήταν καλές ψυχές, αλλά πληγωμένες. Δεν τους μίλησα για το Χριστό, γιατί είδα ότι δεν ήταν έτοιμοι ν’ ακούσουν. Τους μίλησα στη γλώσσα τους, για πράγματα που τους ενδιέφεραν…
Έπειτα από καιρό με επισκέφθηκε η κοπέλα, η χίπισσα, μόνη της. Την έλεγαν Μαρία. Είδα ότι η Μαρία ήταν πιο προχωρημένη στην ψυχή από τους φίλους της και της πρωτομίλησα για το Χριστό. Δέχτηκε τα λόγια μου. Ήρθε κι άλλες φορές, έχει πάρει καλό δρόμο. Είπε μάλιστα η Μαρία στους φίλους της: ‘’Βρε παλιόπαιδα, δεν φαντάσθηκα ποτέ, ότι θά γνώριζα το Χριστό, μέσα από μιά χίπικη παρέα’’».
Να λοιπόν που εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι το κοινό σημείο συνάντησης του Παύλου με τους ανόμους και άπιστους και του Πορφυρίου με τους χίπηδες είναι η αγάπη. Όχι η αγάπη ως συναίσθημα, ως συνεκτική δύναμη, ως διαμορφωτική τάση, αλλά ο Ίδιος ο Θεός. Η αγάπη για τον χριστιανό δεν είναι αφηρημένη, δεν προέρχεται από τον κόσμο τούτο, από τις δομές του και τις θεωρίες του, αλλά είναι ο Θεός. Δεν είναι προϊόν φιλοσοφικών θεωριών, κοινωνιολογικών προσεγγίσεων αλλά χριστοκεντρική. Αυτού του Χριστού «την επάνοδο από την εξορία» όπως θα πει ο ιερός Χρυσόστομος, έφεραν στις καρδιές των ανόμων και χίπηδων ο Παύλος και ο Πορφύριος. Αυτό το μήνυμα όπως θα σημειώσει ο μακαριστός Μητροπολίτης Κισσάμου και Σελήνου κυρός Γαλανάκης «πρέπει να τοποθετείται στη μέση της ζωής για να το ακούνε όλοι∙ κι αυτοί που είναι μπροστά (προοδευτικοί;) και αυτοί που είναι πίσω (συντηρητικοί;) κι αυτοί που είναι ‘’δεξιά’’ και αυτοί που είναι ‘’αριστερά’’».
Ο Παύλος συνηθίζει στον εαυτό του να βλέπει τον άλλον και ο Πορφύριος να «μιλά στη γλώσσα» των χίπηδων. Δεν τους αρνούνται, ούτε τους ειρωνεύονται. Δεν τους καταδικάζουν και δεν τους εξορκίζουν. Τους δέχονται. Και δέχονται αυτούς που δεν είναι εκείνοι αφενός μεν γιατί η αγάπη του Θεού δεν είναι οριοθετημένη, αφετέρου δε γιατί αυτό το έστω και ελάχιστο αγαθό που ενυπάρχει στη φυσική τους συνείδηση έχει την καταπληκτική δυνατότητα να γίνει πνευματικός χείμαρρος και να εκπλήξει ακόμη και όσους είναι αθεράπευτα πεπεισμένοι ότι δεν γίνονται θαύματα.
Μήπως ο Θεός δεν έγινε άνθρωπος και με αυτόν τον τρόπο οικείωσης προς το ανθρώπινο γένος θέλησε να το επαναφέρει στην αρχική του δόξα; Μήπως ο Χριστός δεν έγινε τα πάντα για όλους όπως λέει και ο Παύλος; Το κατεξοχήν παράδειγμα αυτής της κένωσης -του αδειάσματος του εαυτού- και πρόσληψης του άλλου είναι ο Ίδιος ο Χριστός, ο οποίος αντί να επαναπαυτεί στη δική Του ύπαρξη βγήκε από τη βεβαιότητα της θεϊκής Του παρουσίας, χωρίς να χάσει το ελάχιστο από τη φύση Του με την ενανθρώπιση Του. Έγινε άνθρωπος για τους ανθρώπους. Έγινε «γνωστός» στην ανθρώπινη φύση μέσα από την αποκάλυψη Του, μιλώντας στη γλώσσα τους. Αυτή είναι η φιλοσοφία της Εκκλησίας. Να προσλάβει κάθε τι που μπορεί ακόμη και ξένο να είναι προς εκείνη και να το εγκολπώσει στη δική της εκκλησιολογική θεώρηση μέσα από την αγιοπνευματική παρουσία του «πολιτισμού της σάρκωσης» κατά τη συνήθη έκφραση του καθηγητού Θεολογίας Χρυσόστομου Σταμούλη.
Βέβαια η πολυτέλεια της οικείωσης ενός «ξένου» σώματος δεν είναι εύκολη υπόθεση καθώς απαιτεί εν πρώτοις την άσκηση αυτοσυνειδησίας που θα επιτρέψει με τη σειρά της την αξιολόγηση του κόσμου και του χώρου. Είναι εύκολο να απορρίψεις έναν που δεν σου μοιάζει και δύσκολο να τον αποδεχτείς.
Φανταστείτε τώρα να τον οικειωθείς στη δική σου φύση και ανάπτυξη εντός των ορίων της υπαρξιακής δυνατότητας που σου παρέχει ο χώρος στον οποίο ζεις και από τον οποίο επηρεάζεσαι. Η Εκκλησία της Ανατολής, ήτοι των γεγυμνασμένων πνευματικών αισθητηρίων, δίνει αφορμή στον άνθρωπο να αξιολογήσει τον εαυτό του και να επαναπροσδιορίσει το ρόλο του μέσα στην ιστορία του Θεού που αποκαλύπτεται με τον πιο ανεπανάληπτο τρόπο∙ τη σάρκωση. Αν καταφέρει να απομυθοποιήσει την τακτική του αφορισμού που εύκολα τον διακατέχει, τότε υιοθετώντας το ευαγγελικό μήνυμα της αγάπης προς δικαίους και αδίκους, έννομους και άνομους, πολιτισμένους και χίπηδες, θα καταφέρει όχι μόνο να δεχτεί τον άλλον που δεν είναι αυτός αλλά και να τον προσλάβει όπως ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, «δίχα μόνης ἁμαρτίας».
Η Εκκλησία χρησιμοποιεί την εποχή της. Εντάσσεται μέσα στην κάθε εποχή, χρησιμοποιεί μέσα και σκοπούς, δέχεται κάθε τι χωρίς να αλλοιώνεται ο λόγος της, η αλήθεια της. Και το πετυχαίνει αυτό χωρίς κόπο και μόχθο αλλά με αγάπη. Την μόνη ανεμπόδιστη δύναμη. Και μιλάει στον καθένα ανάλογα με τη δική του εξατομίκευση. Δεν τον αλλάζει. Όχι, δεν πασχίζει για κάτι τέτοιο. Τον μεταμορφώνει. Τον αλλοιώνει ευχάριστα και ευχαριστιακά. Έτσι με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος απαλλάσσεται από την κακοτεχνία της απόρριψης και της καταδίκης του άλλου, εν τούτοις αρέσκεται στην καλλιτεχνία της αγιότητος σε κάθε ψυχή, από όπου κι αν προέρχεται. Ακόμη κι αν είναι αναρχική.
Ηρακλής Φίλιος
Θεολόγος, Βαλκανιολόγος
([email protected])