Ηρακλής Φίλιος: Η Ελληνική Θεολογική πραγματικότητα είναι άθλια
Αν κάποιος παρατηρούσε τα καρκινώματα που αναπτύσσονται με ταχύτατους ρυθμούς στο σώμα της ελληνικής θεολογίας, θα διαπίστωνε πως η θεολογία στον ελλαδικό χώρο αργοσβήνει.
Αν κάποιος παρατηρούσε τα καρκινώματα που αναπτύσσονται με ταχύτατους ρυθμούς στο σώμα της ελληνικής θεολογίας, θα διαπίστωνε πως η θεολογία στον ελλαδικό χώρο αργοσβήνει.
Αν κάποιος παρατηρούσε τα καρκινώματα που αναπτύσσονται με ταχύτατους ρυθμούς στο σώμα της ελληνικής θεολογίας, θα διαπίστωνε πως η θεολογία στον ελλαδικό χώρο αργοσβήνει.
Αυτό δεν προσβάλλει τον Τριαδικό Θεό, την εκκλησία ως σώμα Χριστού, τα ιερά της μυστήρια, την αγιαστική χάρη του Αγίου Πνεύματος και την αλήθεια της θεολογίας της ορθόδοξης Ανατολής.
Μέσα σε όλες τις αρνητικές πτυχές της ελληνικής πραγματικότητας, η θεολογία δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από την ειδωλοποίηση της και την αλλοίωση του ήθους της. Αυτό δεν έχει να κάνει με την αμφισβήτηση της ως αλήθεια, ως φορέα χάριτος και ζωής, αλλά η αλλοίωση είναι ανθρώπινη αδυναμία και πτυχή της αυτεξουσιότητας προς την κατεύθυνση της απώλειας και όχι της πραγμάτωσης. Όμως όπου «υπέρ περίσσευσε η αμαρτία, πλεόνασε η Χάρις». Και η θεολογία της ομορφιάς έχει ανθίσει ως δρόσος Αερμών και βλάστησε με υπέροχα μεθυστικά αέρινα και εαρινά άνθη. Άνθη που από έρωτα και με έρωτα για τον Θεό και τον άλλον, συνέχισαν να μυρίζουν πνευματική ανάσα και δροσερό φίλημα που δίνει ζωή από την όντως ζωή.
Στη χώρα μας είναι γνωστό ότι οι χριστιανοί καταντήσαμε τραγικοί όπου τραγικά και ειρωνικά περιστρεφόμαστε γύρω από αυτό που μισούμε, αλλά μιμούμαστε. Γύρω από αυτό που πολεμάμε μανιωδώς, αλλά ταυτόχρονα υπερασπιζόμαστε. Συμβαίνει το εξής τραγικό στο χώρο της θεολογίας όπως αναπτύχθηκε στον ελλαδικό (όχι ελληνικό) χώρο. Εδώ και χρόνια έχουν ριζώσει «παράνομα» στο υγιές σώμα της εκκλησίες συμπεριφορές και «θεολογίες» που ουδεμία σχέση έχουν με την φιλανθρωπία του Τριαδικού μας και Πανάγαθου Θεού, ο οποίος μόνος δίδαξε την αγάπη σε κάθε άνθρωπο. Δυστυχώς θεολογικοί κύκλοι οδηγούν στην καταδίκη και όχι στη σωτηρία. Η σωτηρία κατάντησε να μοιάζει με προνόμιο των «καλών χριστιανών» που εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή και έχουν μία ευυπόληπτη και καταξιωμένη θέση στην κοινωνία και στον «δικό μας χώρο».
Οι άλλοι είναι οι αμαρτωλοί, οι μοιχοί που πρέπει να τους ξευτιλίσουμε, οι ομοφυλόφιλοι που πρέπει να καταδικαστούν, οι πόρνες που πρέπει να τις ντροπιάσουμε και να τις αποξενώσουμε από την κοινωνία. Και ποιος αποκλείει πως μία μετανιωμένη πόρνη γυναίκα που δεν γνωρίζουμε και δεν έχουμε δικαίωμα να κρίνουμε, έχει τις δυνατότητες να γίνει μία συνειδητή γυναίκα, περισσότερο ακόμη και από γυναίκες ασυνείδητες και υποκρίτριες που ζουν και μεγαλώνουν στο χώρο της εκκλησίας; Η αμαρτία είναι αμαρτία τραγική στην ψυχή κι όχι στο σώμα. Εκείνος που αμαρτάνει στο σώμα και το ξευτιλίζει το κάνει με αντίκτυπο στον ίδιο. Η υποκρισία και η αθλιότητα όμως της ψυχής και όχι του σώματος είναι αθεράπευτη τις περισσότερες φορές και εμφανίζεται ως ευσεβισμός και θρησκευτική υποκρισία. Ως το πιο θανατηφόρο ιό για το σώμα της ψυχής.
Αυτή η τάση αντικατοπτρίζει το ζήτημα της καθαρότητας, μιας πανάρχαιας συνήθειας και έχει τις ρίζες της στις πρώτες αιρέσεις. Ο Νεστόριος για παράδειγμα (όπως και οι υπόλοιποι αιρετικοί) υπήρξε μέγας ευσεβιστής και αρνούνταν τη γέννηση του Λόγου από μία άνθρωπο, την Θεοτόκο. Πώς δηλαδή μπορεί το αμαρτωλό, το βέβηλο, το φθαρτό να συνυπάρξει κι εν τέλει να γεννήσει τον ίδιο τον Θεό; Ποια η σχέση του τέλειου και αναμάρτητου Θεού με το βέβηλο της ανθρώπινης φύσης; Αυτό το ζήτημα της καθαρότητας πέρασε στη Δύση και ιδίως στην Ρωμαιοκαθολική εκκλησία τόσο σε εκκλησιολογικό όσο και σε σωτηριολογικό επίπεδο.
Έφθασε βέβαια και στη χώρα μας όπου ο άνθρωπος των πτώσεων, των ηδονών, των απολαύσεων και της εκκοσμίκευσης αποτελεί persona non grata για τη λέσχη όσων ομοφοβικών χριστιανών που έκαναν την εκκλησία ιδέα και όχι εικόνα. Ιδέα χωρίς αλήθεια και σωτηρία. Κάθε άλλος, κάθε ξένος είναι έξω από την εκκλησία. Η συνήθεια αυτή αρέσκεται εδώ και χρόνια να ανακυκλώνεται σε ένα χώρο που έχει προεκτάσεις κι εκτός του εαυτού του. Είναι ίδιον προνόμιο και προσόν του μεγαλύτερου μέρους ανθρώπων που έχουν γαλουχηθεί στις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις που διαχωρίζουν άνδρα και γυναίκα, θεωρούν τον έρωτα ως αμαρτία και είναι εκτός πνεύματος της θεολογίας που διδάσκει αγάπη.
Γι’ αυτούς τους ανθρώπους αμαρτία είναι η βίωση του ομορφότερου συναισθήματος που συμπλέκει σώματα και ψυχές, κάνει δύο ξένα μέχρι πρότινος σώματα ένα σώμα, χαϊδεύει τις ευαίσθητες χορδές της θέλησης του ενός προς τον άλλον και απογειώνει το βίωμα στην πιο ολοκληρωτική μορφή, την ένωση. Είναι δε και αναπόσπαστο τμήμα του εαυτού ενός μέρους ιερέων και ίσως στο μοναχικό σχήμα να συναντάται περισσότερο, που έχει δώσει δικαιώματα, που στηλιτεύει και κρίνει και στις εξομολογήσεις ρωτάει προσωπικά δεδομένα ( «τι;» και «πως»), προσωπικές συνήθειες ίσως και για να διεγείρεται και η φαντασία όσων δεν άντεξαν να ζήσουν τη ζωή στην πιο όμορφη της πλευρά.
Σε δεδομένη χρονική στιγμή μία μεγάλη μορφή της ορθόδοξης θεολογίας ο άγιος Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας που έχει κατηγορηθεί από τους αθεολόγητους και φαντασιόπληκτους εραστές της δόξης των, ως οικουμενιστής, παρότρυνε τον φίλο μου και καθηγητή Φιλοσοφίας στη Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού Βοστώνης π. Παντελεήμονα Μανουσάκη να αποφεύγει να γράφει στα ελληνικά γιατί στην Ελλάδα είναι πολύ εύκολο να παρεξηγηθούν πολλές θέσεις που αναδεικνύουν την αλήθεια σε θεολογικά θέματα και να χαρακτηριστούν ως αιρετικές. Απουσιάζει εκείνο το αισθητήριο της θεολογικής και πνευματικής ωρίμανσης που επιτρέπει με αντικειμενικότητα, διάκριση, οικονομία και αγάπη να προσεγγιστούν θέματα της θεολογικής σκέψης.
Στον ελλαδικό χώρο για όσους γνωρίζουν τι συμβαίνει σε επίπεδο θεολογίας, υπάρχει η αίσθηση ότι «τρώμε τις σάρκες μας». Ένας άκρατος φανατισμός και τζιχαντισμός που δεν είχε και δεν έχει διάθεση να αφαιρέσει ποτέ τη μπούργκα από το μυαλό του. Αν συμβεί αυτό, πως θα υπάρξει, πως θα υφίσταται αυτή η πολεμική και ευσεβιστική επιπολαιότητα απέναντι σε μορφές που «πατούν» πάνω στην πατερική θεολογία, την εμπλουτίζουν και την μεταδίδουν σε κάθε άνθρωπο; Οι Πατέρες αγίασαν βίωσαν την αλήθεια της ζωής (το δόγμα ως ζωή) και μοίρασαν αγάπη και αλήθεια. Με πνεύμα πίστης στον Τριαδικό Θεό και άπειρης φιλανθρωπίας και οικονομίας απέναντι ακόμη και στον πιο αμαρτωλό άνθρωπο. Υπάρχει μεγαλύτερος φιλάνθρωπος και εραστής του ανθρώπου από τον Θεό;
Στη χώρα μας δυστυχώς οι πολέμιοι «ξένων» και «αιρετικών» (για εκείνους τους ίδιους) θέσεων έχουν μένος. Και δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να σκεφτώ εκκλησία και μένος. Εκκλησία και ύβρις. Εκκλησία και κατάκριση. Εκκλησία και μίσος. Θεός αγάπη εστί θα πει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και θα χτυπήσει με το λόγο του τον ανθρώπινο καθηλωμένο νου που θα απορήσει αν ο άλλος είναι ο εαυτός μου και ο Θεός μου. Αυτή τη συνάντηση λοιπόν, αυτό το σμίλευμα με όμορφο και χαριτωμένο τρόπο, μα περισσότερο με αγάπη και οικονομία κατάφεραν οι Πατέρες και όσοι απάντησαν καταφατικά στο ερώτημα του Τερτυλλιανού για το ποια σχέση μπορεί να έχει η Αθήνα με την Ιερουσαλήμ. Συνάντηση που βλάσφημα αρνούνται όσοι είδαν στη θεολογία την αποκλειστικότητα της προσωπικότητας τους χωρίς Θεό, χωρίς αγάπη, χωρίς έρωτα, χωρίς συμπόνια, χωρίς φιλευσπλαχνία, χωρίς οικονομία, χωρίς κατανόηση, χωρίς δάκρυ, χωρίς πόνο, και χωρίς χαρά.
Οι Πατέρες της αγίας μας εκκλησίας είναι οι πλέον εραστές της αγάπης του Θεού και της σοφίας Του. Πώς μπορείς να ερωτευθείς αν δεν πιστέψει η καρδιά σου και αναπαυθεί αφοσιωτικά και ολοκληρωτικά στην αγάπη του άλλου; Αν δεν είσαι ερωτευμένος δεν γίνεσαι φιλόσοφος, μήτε θεολόγος. Κι επειδή η φιλοσοφία ως αναζήτηση της σοφίας δηλώνει την έλλειψη της (ο φιλόσοφος ομολογεί την έλλειψη σοφίας – δεν είναι σοφός) και η θεολογία ως αναφορά στον Θεό και τις ενέργειες Του δηλώνει πάλι μία αναζήτηση (έλλειψη της γνώσης έως απόλυτης και αδύνατης στην περίπτωση της έκφρασης για τον Θεό- εδώ αναδεικνύεται η εμπειρική θεολογία και η σημασία της σαν βίωμα ζωής), ο έρωτας είναι αυθύπαρκτο στοιχείο για να αναζητήσεις τον Θεό μέσα από τη θεολογία και φιλοσοφία («ώστε αναγκαίον Έρωτα φιλόσοφον είναι, φιλόσοφον δέ όντα μεταξύ είναι σοφού καί αμαθούς», Πλάτων, 132. – Συμπόσιον 204b).
Οι Πατέρες θεολόγησαν με αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Δεν αποξένωσαν τη θεολογία από τις ανησυχίες έκαστης εποχής, αλλά μίλησαν Χριστό, «ήπιαν» Χριστό, «μοίρασαν» Χριστό σε κάθε αδύναμη ψυχή. Υπήρξε ο Χριστός δε τα πάντα για εκείνους κι εκείνοι δεν Τον φυλάκισαν στις αισθήσεις τους, αλλά τον «τίναξαν» ως διαρκή παρουσία ζωής σε κάθε άνθρωπο, οποιασδήποτε φυλής, χρώματος και εθνικότητας. Ακόμη και στους «τιποτένιους» και «αμετανόητους», τους ηδονιστές και ακατάστατους, τους «άλλους», τους «ξένους», τους όχι «δικούς μας».
Η ελληνική θεολογική πραγματικότητα δεν επιδιώκει να εντοπίζει, αλλά η φύση της αναδεικνύει μία ισχυρή προβληματική που πιστεύω ακράδαντα ότι θα εγκλωβίζεται στα χαλάσματα που ίδια δημιούργησε για τον εαυτό της, σαν να θέλει να αυτό -εξοντώνεται χωρίς να δίνει λόγο, μαρτυρία, μα περισσότερο Λόγο. Είναι λυπηρό στη χώρα μας να εντοπίζονται αφοριστικές τάσεις και η θεολογική σκέψη να διαπνέεται από μισαλλοδοξία. Η θεολογική σκέψη από τη φύση της συνθέτει. Αποφεύγοντας μανιχαϊκές αντιλήψεις περί καταμερισμού και διακρίσεως, η εκκλησία μας δεν πέφτει στην παγίδα των διλλημάτων και συνθέτει. Με ενορχηστρωμένη την διαφορετικότητα υπό το φως της χάριτος και το φύσημα θείας πνοής, εναρμονίζει τις συγχορδίες της ετερότητας ως χαρακτήρα κι έκφραση, αυτής της πολυποικιλότητας και ανασαίνει Θεό.
π. Φιλόθεος Φάρος, Γιανναράς, π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, π. Παντελεήμων Μανουσάκης, Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος, ακαδημαϊκός Χρυσόστομος Σταμούλης, Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, Anthony Bloom, Σωφρόνιος Σαχάρωφ, άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, G. Florovsky, J. Meyendorff, N. Berdiaeff, Ι. Ρωμανίδης, είναι μερικούς από τους αξιόλογους θεολόγους και φιλόσοφους που έχει αναδείξει η ορθόδοξη θεολογία.
Αυτή η θρησκευτική οχλαγωγία του άλλοι είναι αιρετικοί, άλλοι αλλοπρόσαλλοι, άλλοι αθεολόγητοι και άλλοι οικουμενιστές, έχει καταρρεύσει στη ζωή της εκκλησίας. Άνθρωποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην εκκλησία και τα θεολογικά γράμματα, μέσα από διαφορετικές προσεγγίσεις, σχήματα και μορφολογικές αποχρώσεις, δεν αλλοιώνουν την ορθόδοξη ζωή κι εν τέλει δεν υπάρχουν παντού σκιές και φαντάσματα. Απεναντίας οι προαναφερθέντες ανέδειξαν τη ζωντάνια και τη χαρισματική ομορφιά της θεολογίας στον θολό ανθρώπινο βίο μέσα από τη θεολογική αναφορά στο πρόσωπο του Τριαδικού Θεού, με τέχνη, ποίηση και καλλιτεχνική ευαισθησία, κι όλα αυτά σε πείσμα της κακοτεχνίας που δημιούργησε η ελληνική θεολογία της γκρίνιας, του πεσιμισμού και της άρνησης. Αν απεμπολήσεις τον έρωτα ως έκφραση ζωής από τη θεολογία και την ασκητική τέχνη, το θέμα τελειώνει εδώ, η θεολογία καταντά ανθρωπολογία, κινείται στα στενά όρια της ιδεολογίας, χωρίς αναφορές και πρότυπα, μένοντας στη μοναξιά της θλιμμένης της παρουσίας, ως εγωκεντρική εικόνα ενός ειδώλου που αντέστρεψε τον Θεό και την αγάπη του Θεού σε μία διαρκή άρνηση, μιζέρια και αξιολύπητη φύση.
Αν και η ελληνική θεολογική πραγματικότητα είναι άθλια γιατί απολυτοποιεί τη διαφορετικότητα ως αμαρτία, εντούτοις η ενότητα της εκκλησίας δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος είναι δεδομένη. Όσες διαφορετικές φωνές κι αν ακουστούν, όσοι κι αν δραπετεύσουν από την αλήθεια της πίστης, όσο κι αν υπάρχουν φωνές αφοριστικές, μισαλλόδοξες και αδιάλλακτες, η ομορφιά της θεολογικής σκέψης φιλοσοφεί αναζητώντας Θεό, εμπνεόμενη από Θεό.
Ηρακλής Φίλιος
(iraklisf@theo.auth.gr)