Ηρακλής Φίλιος: Ο Θεός άνθρωπος, ο άνθρωπος Θεός
Την Κυριακή αυτή, η αγία μας εκκλησία τιμά τη μνήμη των Πατέρων της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.). Ποια σημασία, όμως, μπορεί να έχει ένα τέτοιο γεγονός για την καθημερινή ζωή του ανθρώπου;
Είναι γνωστό πως ο σύγχρονος άνθρωπος βάλλεται συνεχώς. Περισσότερο από ποτέ, η ύπαρξη του μένει μετέωρη ενώπιων αναπάντητων μεταφυσικών αδιεξόδων, τα οποία σφίγγουν τον κλοιό και δημιουργούν άγχος και ψυχολογικά προβλήματα στον άνθρωπο. Συν τοις άλλοις, οι καθημερινές οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις, αφήνουν απαρηγόρητες τις ανησυχίες του πάσχοντος ανθρώπου, τον οποίο, αφήνει αδιάφορο ένα θέμα σαν το σημερινό. Και είναι αλήθεια, πως ένα ζήτημα δογματικής φύσης που σχετίζεται με θεολογικούς όρους και δογματικές έννοιες, είναι το τελευταίο που απασχολεί τον κάθε άνθρωπο στη σημερινή εποχή.
Δεν είναι όμως αλήθεια πως ένα τέτοιο ζήτημα δεν άπτεται της υπαρξιακής του τοποθέτησης απέναντι στον Θεό, στον συνάνθρωπο του, στον ίδιο του τον εαυτό. Θέλω να πω, κι αυτό αξίζει να γίνει κατανοητό, πως τα θέματα που απασχόλησαν τις Οικουμενικές Συνόδους (όπως φυσικά και την Δ’ Οικουμενική), δεν είναι απλησίαστα θέματα, ζητήματα υψηλών θεολογικών αληθειών, δυσνόητων πολλές φορές στους ανθρώπους, αλλά εκφράζουν την ίδια τη ζωή της εκκλησίας. Τα δόγματα που κατοχυρώθηκαν στις Συνόδους αυτές είναι η ζωή της εκκλησίας.
Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος, όπως και όλες, είναι μία Σύνοδος με ύψιστη σημασία για τα θεολογικά πράγματα. Η Σύνοδος αυτή διαφύλαξε το πρόσωπο του Χριστού. Αλλά η σημασία της δεν είναι μονοδιάστατη καθώς μέσα από αυτή την διαφύλαξη, διαφυλάσσεται το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Πώς συμβαίνει όμως αυτό; Ο Ευτύχης, ως κύριος εκπρόσωπος της αίρεσης του μονοφυσιτισμού, κήρυττε πως όταν ο Θεός έγινε άνθρωπος, η θεία φύση απορρόφησε εξολοκλήρου την ανθρώπινη φύση, άρα ο Χριστός είναι μόνο Θεός. Ποιος, λοιπόν, ο λόγος της θείας ενανθρώπισης;
Ο Θεός, σύμφωνα με τους Πατέρες, προσέλαβε ολάκερη την ανθρώπινη φύση χωρίς την αμαρτία. Μάλιστα, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο οποίος ανακεφαλαιώνει τη θεολογία όλων των προγενέστερων Πατέρων και την ταξινομεί άριστα στο «Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως», κάνει λόγο για σύνθετη υπόσταση του Λόγου, «σύνθετη δε εκ δύο τελείων φύσεων, θεότητος και ανθρωπότητος», σημειώνοντας στη συνέχεια πως η καθεμία διασώζει τη δική της φυσική διαφορά. Οι Πατέρες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, κήρυξαν πως στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκαν οι δύο φύσεις, και η θεϊκή και η ανθρώπινη, «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως» όπως αναφέρεται στον Όρο της Πίστεως της Συνόδου και πως ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Είναι καθοριστικό για το ανθρώπινο πρόσωπο να γνωρίζει το πρόσωπο του Χριστού. Αν ο Θεός δεν σαρκώθηκε, τότε κάθε σωτηρία του ανθρώπου από τη φθορά, την αμαρτία, τον θάνατο, είναι αδιανόητη, αφού καταπώς σημειώνει ο Γρηγόριος Θεολόγος «τό ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τούτο καί σώζεται». Επομένως, ο Χριστός δεν έχει μόνο θεότητα αλλά και ανθρωπότητα. Τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Αυτό το γεγονός δεν είναι αποκομμένο από τη ζωή του ανθρώπου, τις αναζητήσεις του και σίγουρα δεν αποτελεί ένα δογματικό απωθημένο μιας κάποιας περασμένης εποχής. Εμπίπτει σ’ ολόκληρο το φάσμα των υπαρξιακών του ανησυχιών. Αφορά το θέμα της σωτηρίας του. Η ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού («μεταστοιχείωση» κατά Γρηγόριο Νύσσης), έχει ευεργεσίες για το ανθρώπινο γένος, αφού αφορά «την ένωση του ανθρώπου προς το θείο, του θνητού προς το αθάνατο, και του δούλου προς τον Κύριο, και της αμαρτίας προς την δικαιοσύνη και της ευλογίας προς την κατάρα και του ανθρώπου προς τον Χριστό». Έτσι, αφού ο Θεός γίνεται άνθρωπος, ο άνθρωπος γίνεται κατά χάριν Θεός.
Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος καταξίωσε το ανθρώπινο σώμα. Τη στιγμή που το σώμα θεωρούταν «τάφος της ψυχής» για τον Πλάτωνα και ο Πλωτίνος το θεωρούσε κατώτερο της ψυχής, τη στιγμή που ο αιρετικός Ευτύχης θεωρούσε πως η θεότητα απορρόφησε την αμαρτωλότητα της ανθρώπινης σάρκας (αφού δίδασκε πως η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε την αμαρτωλή ανθρώπινη φύση), Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος λέει ναι στο ανθρώπινο σώμα, το οποίο δεν είναι αμαρτωλό, κακό, ανίερο, αλλά «ναός του αγίου Πνεύματος», κατά απόστολο Παύλο (Α’ Κορ. 6, 19).
Η Σύνοδος αυτή, έδωσε στην ανθρωπολογία το πιο υψηλό της νόημα, τον πιο άγιο σκοπό της. Το σώμα δεν αντιμετωπίζεται ως όργανο υποτίμησης, δεν έχει υποδεέστερη σημασία για τη φύση του ανθρώπου. Αγιάζεται μέσα από τα ιερά μυστήρια της εκκλησίας. Ο χριστιανός δεν διακατέχεται από σωματοφοβία, δεν γίνεται σωματοκτόνος, όπως δεν γίνεται παθοκτόνος, αλλά είναι υπερήφανος για το σώμα του, με το οποίο ντύθηκε ο Θεάνθρωπος. Βλέπουμε σώματα αγίων να ευωδιάζουν, ιερά λείψανα να παραμένουν άφθαρτα στο πέρασμα των χρόνων. Όλα αυτά είναι ένα διαρκές θαύμα, ένα ανεξάντλητο υπερφυσικό ξέσπασμα. Είναι η απόλυτη κατάφαση του Θεού στο ανθρώπινο σώμα. Το σώμα για τον χριστιανό δεν καίγεται, δεν τρέχει να κρυφτεί ο χριστιανός από το σώμα του, μήτε επιθυμεί να απαλλαγεί από αυτό μετά θάνατον. Γι’ αυτό και είναι παράδοση, συνήθεια, το σώμα να επιστρέφει εκεί από όπου προήλθε, δηλαδή στη γη.
Για το τέλος, αφήνω να μιλήσει ο Γ. Τσαρούχης, ο οποίος σαν άνθρωπος είχε θεολογικές ανησυχίες και σαν ζωγράφος είχε χαλκηδόνιο πνεύμα καθώς ασκούσε την τέχνη αυτή. Αναφέρει, λοιπόν: «Θα ήταν βαρετό ν’ ασχολείται κανείς ώρες να ζωγραφίσει ένα πορτραίτο, αν δεν πιστεύει ότι είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού… Όλοι οι ‘’ασκημομούρηδες’’ για τους ανόητους Βυζαντινοί άγιοι, για μένα έχουν συλλάβει το πολυτιμότερο, παραμελώντας περιττές λεπτομέρειες, που μόνο η έκφραση ‘’αστραπή της θεότητος’’ αποδίδει… Αν ως θεολογία θεωρούμε τους κακούς λόγους που λένε οι μέτριοι ιεροκήρυκες διακόπτοντας την αρμονία των ακολουθιών, τότε η θεολογία είναι ένα τυπικό πράγμα χωρίς σημασία. Αν όμως θεωρήσουμε τη θεολογία σαν αναζήτηση του θείου όπου υπάρχει, τότε οι καλοί ζωγράφοι είναι από τους μεταγενέστερους θεολόγους που μας διδάσκουν, όσο είναι ανθρώπινα δυνατόν, ότι ο φθαρτός άνθρωπος μετέχει της θείας φύσεως. Η νίκη κατά του θανάτου είναι συγχρόνως νίκη κατά της αμφιβολίας ότι η φύση μας είναι και θεϊκή».
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος