Ηρακλής Φίλιος: Γιατί κλείνεις το δρόμο της βασιλείας του Θεού στον αδελφό σου;
Στην παραβολή της Κυριακής (Ματθ. 22, 2 – 14), ο Χριστός κάνει λόγο για τη Βασιλεία του Θεού, που μοιάζει με έναν βασιλιά, ο οποίος τέλεσε γάμους για το παιδί του. Κάποιοι βρήκαν δικαιολογία και δεν πήγαν. Έτσι, έστειλε τους δούλους του να μαζέψουν από τους δρόμους όσους βρουν για να έρθουν στο γάμο.
Μάλιστα, κάποιος από αυτούς, στο γάμο δεν φορούσε το κατάλληλο ένδυμα του γάμου και ζήτησε από τους δούλους να τον πετάξουν στο σκότος το εξώτερο. Και κλείνει ο Χριστός, λέγοντας «πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως είναι οι εκλεκτοί» (Ματθ. 22, 14).
Ο Χριστός όταν δίδαξε στις συναγωγές, στις πλατείες και όπου ο άνθρωπος είχε ανάγκη να ακούσει αληθινό λόγο, λόγο ζωής, δίδαξε με αγάπη και διάκριση προς τους ανθρώπους, καθώς δεν είχαν όλοι οι άνθρωποι την ίδια πνευματική ωριμότητα, ώστε να δεχτούν στον ίδιο βαθμό τους λόγους Του. Όμως, δεν δίδαξε περίεργους λόγους, δυσκολονόητους, λόγους που δεν εφαρμόζονται.
Απευθυνόταν στους ανθρώπους, στον κάθε ένα, από όπου κι αν προερχόταν, πίστευε, ανήκε κοινωνικά, οικονομικά. Ήταν καθολικός ο λόγος του Χριστού. Ήταν απλοϊκός. Ήταν συγκεκριμένος. Και φυσικά, ο Ίδιος ήρθε για να σώσει τον άνθρωπο, όχι όμως να τον καταδικάσει. Πώς συμβιβάζεται, εξάλλου, από τη μία η ιδέα ενός τιμωρού Θεού και από την άλλη η θυσία του Υιού Του για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους;
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, από διάφορους χώρους, που ισχυρίζονται πως ο Θεός τιμωρεί και αποκλείει τον άνθρωπο από τη Βασιλεία Του. Καταρχάς, είναι αλήθεια πως ο εραστός και γλυκύτατος Νυμφίος, «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (α’ Τιμ. 2,4). Ας το κρατήσουμε αυτό.
Όπως και το γεγονός ότι ο Θεός αγωνίζεται για τη σωτηρία του ανθρώπου, δίνοντας του συνεχώς αφορμές να εκπλήσσει και να εκπλήσσεται. Ας έρθουμε, τώρα, στο δεύτερο. Δεν κλείνει ο Θεός καμία πόρτα, δεν απαγορεύει ο Θεός κανέναν. Ο άνθρωπος απαγορεύει στον εαυτό του να σωθεί. Ο άνθρωπος επαναστατεί, αυτεξουσίως, ενάντια στον Θεό και Του κλείνει την πόρτα. Κάθε, λοιπόν, αποκλεισμός, δεν αποτελεί προϊόν της συμπεριφοράς του Θεού, αλλά αποτέλεσμα των επιλογών του ανθρώπου, ανάλογα με το πώς χρησιμοποιεί την ελευθερία του και κατευθύνει τη θέληση του.
Η Βασιλεία του Θεού, κι ας μην ξεγελιόμαστε πια, αποτελεί την μόνη αληθινή πραγματικότητα. Δεν αποτελεί ουτοπία, αλλά και δεν συνάδει με όρους κτιστότητας, άρα και φθαρτότητας. Ο όσιος Μάξιμος Ομολογητής, χρησιμοποιεί ένα τρίπτυχο («σκιά – εικόνα – αλήθεια»), στο οποίο περικλείει τις χρονικές στιγμές του καιρού. Τοποθετεί, λοιπόν, με τον τρόπο αυτό, την αλήθεια των πραγμάτων, στην «τῶν μελλόντων κατάσταση». Φοβερός λόγος. Ενθαρρυντικός και τολμηρός για όσους δυσπιστούν ως προς την αίσθηση των πραγμάτων δια της φύσεως των. Τί μας λέει, εδώ, ο Μάξιμος; Δεν λέει, κοιτάξετε να δείτε όλα είναι ένα τίποτε, όλα γκρεμίζονται, όλα είναι απαισιόδοξα, όπως θα ‘λεγε ο Schopenhauer και θα σέρβιρε χάος. Δεν λέει, κοίταξε να δεις, η αλήθεια είναι οι ιδέες και τίποτε άλλο, όπως θα ‘λεγε ο Πλάτων. Τί λέει; Η αλήθεια των πραγμάτων βρίσκεται στην κατάσταση των μελλόντων. Υπεύθυνη υπαρξιακή τοποθέτηση απέναντι στον χρόνο, στη ζωή, στον άνθρωπο. Η Βασιλεία του Θεού είναι η αλήθεια. Εκεί βρίσκεται η ουσία των πάντων. Θες αιώνια ζωή; Θες αλήθεια; Θες να μάθεις, τελικά, ύστερα από όσα σε ταλαιπωρούν καθημερινά αν υπάρχει και που υπάρχει αυτό το αληθινό; Στη Βασιλεία του Θεού, θα το βρεις, λέει ο Μάξιμος.
Η Βασιλεία του Θεού δεν είναι κτιστή πραγματικότητα. Δεν είναι άλλος ένας πλατωνικός ιδεατός κόσμος. Δεν είναι ο ανώτερος κόσμος του Πλωτίνο, που περιπλανιέται στο Εν. Και φυσικά, δεν εμπίπτει στην αισθησιοκρατική αντίληψη του Hume και στις ορθολογιστικές τοποθετήσεις του Descartes. Η Βασιλεία του Θεού αποτελεί το αιώνιο ζωντάνεμα της σχέσης Θεού – ανθρώπου, σε έναν άχρονο χρόνο και σ’ έναν αχώρητο χώρο. Εδώ, υπάρχει ένα παράδοξο, το οποίο δείχνει να είναι ευχάριστο. Η Βασιλεία του Θεού βιώνεται τώρα! Πράγματι, είναι να απορεί δοξολογικά ο άνθρωπος με τις ευεργεσίες του Θεού προς το πρόσωπο του. Να ζεις την Βασιλεία του Θεού τώρα. Όχι αύριο, όχι μετά θάνατον, αλλά τώρα. Σαν να έρχεται ο μελλοντικός, ο έσχατος χρόνος, στο παρόν.
Και πώς βιώνεται κάτι τέτοιο; Εντός του χώρου της Εκκλησίας. Είναι δύσκολη υπόθεση. Ο Θεός, εξάλλου, δεν είναι παίξε γέλασε. Είναι άπαιχτος και δύσκολα ερμηνεύεται το θέλημα Του. Δεν εκβιάζει τον άνθρωπο. Δεν του χαρίζει την άνεση χωρίς να κοπιάσει. Σου λέει, θες να ζήσεις αιώνια; Πέθανε για ‘μενα. Φοβερό πράγμα. Να χάσεις τη ζωή σου για να την κερδίσεις. Αυτό δεν είπε ο Χριστός, δηλαδή «ὃς γάρ ἂν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τήν ἑαυτοῦ ψυχήν ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου οὗτος σώσει αὐτήν» (Μαρκ. 8, 35); Δεν είναι ωφελιμιστικός ο λόγος αυτός, ούτε εκβιαστικός. Είναι η κατεξοχήν αποξένωση του ανθρώπου από την μυθολογία του εαυτού του και η προσκόλληση του στη βεβαιότητα του Θεού.
Δυστυχώς, όμως, εντός της Εκκλησίας, υπάρχει μία τάση εκβιασμού του άλλου, του κάθε άλλου. Άνθρωποι κλείνουν τον δρόμο και την πόρτα της Βασιλείας του Θεού, στους συνανθρώπους τους. Άνθρωποι που, ενδεχομένως, θεωρούν τον εαυτό τους ένα ακόμη ιερό κατάλοιπο της ιστορίας, κρίνουν το ανθρώπινο πρόσωπο και στα όρια της λειτουργικής υποστατικής συνειδητότητας, αποδομούν κάθε σύνθεση που ψυχολογεί σφετεριστικά την άσκηση αυτοσυνειδησίας, φέρνοντας το στην αντίληψη μιας πεπλανημένης αναχώρησης προς τη γη του ευσυνείδητου. Άνθρωποι που ευκόλως και παραδόξως, θίγουν τον συνάνθρωπο τους στα κρυφά, χαρακτηρίζοντας τον αιρετικό, άνθρωποι με αναπτυγμένη, δυστυχώς μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, τη μισανθρωπία παρά τη φιλανθρωπία.
Αλλά, η φιλανθρωπία δεν γεννιέται εκ του μη όντος. Θέλει μαγκιά να είσαι φιλάνθρωπος. Δείχνει απλό, αλλά έχει βάθος αντιληψιακό, βάθος αμέτρητο.
Ο Θεός καλεί τον κάθε άνθρωπο στη Βασιλεία Του. Δεν αποκλείει κανέναν. Αν κάποιος αποκλείεται, δεν σημαίνει ότι τον απέκλεισε ο Θεός, αλλά ότι ο ίδιος έθεσε υπεύθυνα και αυτεξουσίως, τον εαυτό του εκτός σχέσης με τον Θεό. Δεν έχουμε, κανένα δικαίωμα να κλείνουμε το δρόμο της Βασιλείας του Θεού στον συνάνθρωπο μας. Τον τελευταίο λόγο, τον είχε και εξακολουθεί να τον έχει μονάχα ο Θεός, ενεργώντας πάντοτε με αγάπη και θαυμαστό τρόπο μέσα στην ιστορία του ανθρώπου.
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος