Ηρακλής Φίλιος: Η δύναμη της εικόνας – Η αξία της ύλης
Σε μία εποχή όπου οι Ιεχωβάδες ολοένα και με περισσότερη μανία καταπατούν τις εικόνες και οι όποιοι ειδωλολάτρες (αφού κατά Μπερντιάεφ δεν υπάρχει συνεπής αθεΐα), όπως δηλώνουν, αγωνίζονται για να κατέβουν οι εικόνες από τα σχολεία και τα δημόσια κτίρια, η Εκκλησία πιστή στην παράδοση των Πατέρων, διακηρύσσει αιώνια πως τις εικόνες δεν τις λατρεύουμε αλλά τις τιμούμε.
Η αγία μας Εκκλησία, αυτή την Κυριακή, τιμά τους Πατέρες της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου (787) και φέρνει στο νου μας το γεγονός της αναστήλωσης των ιερών εικόνων. Οι εικονομάχοι υποστήριζαν πως ο αόρατος Θεός και η θεία φύση του Χριστού δεν μπορούν να εικονίζονται πουθενά. Επίσης, υπήρχε διάχυτη η εντύπωση πως η προσκύνηση των εικόνων αποτελεί έκφανση ειδωλολατρικής τάσης και πως οι χριστιανοί, ως ειδωλολάτρες, προσκυνούνε την ύλη από την οποία είναι φτιαγμένες οι εικόνες. Όμως, τα πράγματα δεν ήταν και δεν είναι έτσι. Οι θεοφόροι Πατέρες με πολύ διάκριση, ξεκαθάρισαν το τοπίο, αναδεικνύοντας την αλήθεια των πραγμάτων.
Έτσι, ήρθε τον 8ο αιώνα ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός και με τρεις λόγους του, τους οποίους απηύθυνε σε όσους διαβάλλουν τις άγιες εικόνες, έφερε επανάσταση στο ζήτημα των εικόνων, του τρόπου μετοχής, αντίληψης, στο μυστήριο που εικονίζεται στην εικόνα. Και ο Ιωάννης Δαμασκηνός, που πραγματικά με τους λόγους του αποστομώνει όσους και σήμερα πετάνε και πατάνε τις ιερές εικόνες, αφού σημειώσει στον Α΄ Λόγο, πως η προσκύνηση της λατρείας δεν προσφέρεται στην κτίση αλλά στον δημιουργό Θεό, θα γράψει στη συνέχεια τα εξής καταπληκτικά: «Δεν προσκυνώ την ύλη, προσκυνώ όμως τον δημιουργό της ύλης, αυτόν που για μένα έγινε ύλη και καταδέχτηκε να κατοικήσει στην ύλη και να εργαστεί τη σωτηρία μου διαμέσου της ύλης, και δεν θα σταματήσω να σέβομαι την ύλη, με αυτήν που συντελέστηκε η σωτηρία μου».
Πού να άκουγε ο Πλωτίνος τον Δαμασκηνό να καταφάσκει στην ύλη. Θα του ‘λεγε, τί λες, είσαι με τα καλά σου; Εδώ λέμε να ξεφύγουμε από την υλικότητα του «κατωτέρου» σώματος και την κακότητα της ύλης κι εσύ μας λες πως η ύλη συντελεί στη σωτηρία; Θα έφριττε ο Πλωτίνος με τέτοιους λόγους. Κι όμως, οι Πατέρες δεν έφριξαν με τίποτε. Ποτέ δεν δαιμονοποίησαν λέξεις, όρους, εκφράσεις. Όλα τα μετέπλασαν μέσα στη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Δεν έμεινε τίποτε εκτός του νυμφώνος. Ο Δαμασκηνός, με τους παραπάνω λόγους του, απαντά στην εποχή του, αλλά και στη σύγχρονη εποχή. Απευθυνόμενος, λοιπόν, στους Ιεχωβάδες που μισούν τις εικόνες και, υποκρινόμενοι, αγαπάνε τον Θεό, τους αποστομώνει, λέγοντας τους πως η ύλη αποτελεί όργανο σωτηρίας, μέσο διαμεσολάβησης, δοχείο χάριτος. Λέει και το εξής αντιμανιχαϊκό: Ο Θεός έγινε ύλη. Άντε τώρα να τα πεις αυτά στους γνωστικούς, στους μανιχαίους, στους νεοπλατωνικούς.
Ο Θεός έγινε ύλη! Φοβερός λόγος. Ο Θεός που ποτέ κανείς δεν είδε (Ιω. 1, 18), ντύθηκε την ύλη, ντύθηκε την ανθρώπινη σάρκα, η οποία για την φιλοσοφία αντιμετωπιζόταν αρνητικά, και στην καλύτερη των περιπτώσεων, με καχυποψία. Ο Δαμασκηνός με τον λόγο αυτό, δείχνοντας πως η ύλη δεν είναι κακή, αλλά και πως ο Θεός προσέλαβε την ύλη, δηλαδή την ανθρώπινη σάρκα, τονίζει την ιερότητα της ύλης. Επιπροσθέτως, οφείλω να σημειώσω ένα άλλο ξεκαθάρισμα, που κάνει ο Μ. Βασίλειος: «Η τιμή της εικόνος πηγαίνει στο πρωτότυπο». Δεν τιμάται η ύλη, το ξύλο, αλλά τιμάται το πρόσωπο που εικονίζεται. Βλέπουμε, για άλλη μία φορά, τους Πατέρες να μην εξορκίζουν την ύλη, αλλά, ταυτόχρονα, να ξεκαθαρίζουν πως δεν τιμάται η ύλη αλλά το πρόσωπο που εικονίζεται στην ύλη.
Ο Θεάνθρωπος βλέπεται. «Ὁ ἄσαρκος σαρκοῦται. Ὁ ἀόρατος ὁρᾶται. Ὁ ἀναφής ψηλαφᾶται», θα γράψει ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος. Αυτό, δίνει το δικαίωμα, να φωνάξουμε, επιτέλους, δυνατά, πως ναι, ο Θεάνθρωπος μπορεί να εικονίζεται, σε αντίθεση με όσα πρέσβευε ο δοκητισμός. Σε αυτή την αλήθεια πατάνε οι Πατέρες και υπερασπίζονται την απεικόνιση του Χριστού. Γι’ αυτό, αν δούμε τι γράφει ο Όρος της Πίστεως της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, θα δούμε πως η απεικόνιση του Θεανθρώπου, θεμελιώνεται στο γεγονός της ενανθρώπισης του Θεού Λόγου, που έχει δύο φύσεις και αναγνωρίζεται ως «τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος», όπως αναφέρει, χαρακτηριστικά, η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος.
Οι εικόνες, οι οποίες πολεμούνται τόσο πολύ από τους Ιεχωβάδες και τους ειδωλολάτρες, έχουν απίστευτη δυναμική. Ο Μ. Βασίλειος, για παράδειγμα, σε μία δέηση στη μνήμη του μάρτυρα Βαρλαάμ, καταλήγει λέγοντας πως για να τον τιμήσει, παραχωρούσε τη θέση του σε μια γλώσσα πιο ολοκληρωμένη από τη δική του, στη γλώσσα της ζωγραφικής. Αυτό, ωθεί την Tania Velmans, ιστορικό τέχνης διεθνούς φήμης, να γράψει στο βιβλίο της «Η συναρπαστική ιστορία των εικόνων», πως «η εικόνα θεωρήθηκε ότι εγκαθιστούσε μια επαφή με το πρόσωπο που απεικόνιζε και ίσως αυτό να ήταν και το πιο σημαντικό, γιατί έτσι διέφευγε της ύλης από την οποία ήταν φτιαγμένη». Παρατηρήσετε μία εικόνα του Εσταυρωμένου Χριστού, για παράδειγμα, και διαπιστώσετε πως η οπτική αυτή ξεπερνάει την αναπαράσταση και πως η αναπαράσταση δημιουργεί μία διαπροσωπική σχέση, που ξετυλίγει ένα έντονο υπαρξιακό συναίσθημα, μετοχής ως βαθύτατης έκφρασης στην ολότητα του εικονιζόμενου προσώπου.
Η εικόνα σκανδαλίζει. Αποτελεί σκάνδαλο για τους εικονοκλάστες που αντιμετώπισαν με ακραίο μονοφυσιτισμό το πρόσωπο του Χριστού, αφού η θεία Του φύση είναι αδύνατον να απεικονιστεί. Δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν ποτέ τη βεβαιότητα της πραγματικότητας που προσέφερε το άνοιγμα του Θεού πέρα από την τριαδική Του ασφάλεια. Ξεβολεύτηκε ο Θεός. Βγήκε σε συνάντηση με την κτίση κι έγινε ύλη!
Τη σχέση εικόνας και θεϊκού στοιχείου, το δέσιμο της ύλης με το υπερβατικό, τη δείχνει με αισθητικό τρόπο ο υποψιασμένος ζωγράφος, «κεκρυμμένος θεολόγος» κατά Χρυσόστομο Σταμούλη, Γιάννης Τσαρούχης. Και εξηγείται: «Οι ζωγράφοι και οι γλύπτες υπήρξαν πάντοτε μεγάλοι θεολόγοι και μόνο οι εξυπνάκηδες τους ειρωνεύονται… Θα ‘ταν βαρετό ν’ ασχολείται κανείς ώρες να ζωγραφίσει ένα πορτραίτο, αν δεν πιστεύει ότι είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού… Πρέπει να αγκαλιάζεις παράφορα και ελεύθερα χωρίς καλούς τρόπους τη μορφή για να βρεις τα θεϊκά της στοιχεία. Όλοι οι ‘’ασκημομούρηδες’’ για τους ανόητους, Βυζαντινοί άγιοι, για μένα έχουν συλλάβει το πολυτιμότερο, παραμελώντας περιττές λεπτομέρειες, που μόνο η έκφραση ‘’αστραπή της θεότητος’’, αποδίδει».
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος