Ηρακλής Φίλιος – Άπο την ανυπαρξία στη δημιουργία: Το παράδειγμα του έρωτα
Οι πικρές λοιπόν εποχές μας είναι σκέτες εποχές, αποξενωμένες, εποχές που εξορίστηκαν από την ιδιοσυγκρασία μας
Οι πικρές λοιπόν εποχές μας είναι σκέτες εποχές, αποξενωμένες, εποχές που εξορίστηκαν από την ιδιοσυγκρασία μας
Οι πικρές λοιπόν εποχές μας είναι σκέτες εποχές, αποξενωμένες, εποχές που εξορίστηκαν από την ιδιοσυγκρασία μας που σιγά σιγά ωθεί στα άκρα την εξορία του ίδιου της του εαυτού. Καταντήσαμε να είμαστε και να λειτουργούμε ως μονοφυσίτες. Σαν να έχουμε μόνο σώμα κι όχι ψυχή. Ή και το αντίθετο ακόμη. Να λοιπόν που ο μονοφυσιτισμός περνάει ως υπαρξιακή αίρεση και αλλοιώνει την ανθρωπολογία που έμαθε να ζει σε κοινωνία ανθρώπων κι όχι σε κοινωνία του εαυτού μου με τον εαυτό μου.
Βλέπετε ο δυτικός ανθρωπισμός που πολλοί επικαλούνται διείσδυσε εύκολα σε αν σώμα κοινωνίας που δεν είχε τα κατάλληλα αντισώματα για να αντισταθεί. Και την τραγικότητα της αυτό – αναφοράς στον όλον του εαυτού, αυτή την εγωπαθή και εωσφορική συνύπαρξη μου στον εαυτό μου, την ενίσχυσε το γεγονός της διάθεσης του ανθρώπου να αφήσει κάθε πνευματικό αντίδοτο για ίαση και αυτεξουσίως να αρέσκεται στην δυτικοποίηση του ως θριαμβευτής ουμανιστής και υπεράνθρωπος, όπως τον φαντάστηκε ο Νίτσε.
Μιας και αναφέρομαι στον μεγάλο αυτό φιλόσοφο (όσοι τον χαρακτηρίζουν ως άθεο είναι εντελώς άσχετοι), θέλω να επισημάνω το εξής βασικότατο. Αν θες να κατανοήσεις (κάτι που είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο πολλές φορές) τον Νίτσε, διάβασε πρώτα τον βίο του και στη συνέχεια τα βιβλία του. Ποτέ δεν ήταν άθεος. Ο ίδιος εναντιώθηκε σε όσους είδαν τον χριστιανισμό ως ιδεολογία. Ακόμη και το βιβλίο του ο «Αντίχριστος» στηλιτεύει τον χριστιανισμό της Δύσης και όχι τον Χριστό. Ο χριστιανισμός έγινε ιδεολογία και στον ρωμαιοκαθολικισμό, αλλά και στον προτεσταντισμό. Φανταστείτε λοιπόν ένα κακέκτυπο, ένα είδωλο, μία κακόγουστη εικόνα. Σας ικανοποιεί;
Αν λοιπόν αυτή η αλλοιωμένη φύση, αυτή η αναποδιά και το αναποδογύρισμα του χριστιανισμού στη χειρότερη του μορφή που του δίνει ο άνθρωπος (κι εδώ είναι η αμαρτία), σας δημιουργεί μία αποκρουστική διάθεση, τότε μήπως η αληθινή φύση του χριστιανισμού, αυτό που ονομάζεται ορθόδοξος ανθρωπισμός είναι κάτι που δεν γνωρίζουμε και δεν ανακαλύψαμε; Λυπάμαι πολύ όταν χρησιμοποιώ τη φράση «δεν ανακαλύψαμε». Δηλαδή πόσο ετών χρειάζεται να γίνεις για να αναθεωρείς όσα έμαθες ή διδάχτηκες (με πλύση εγκεφάλου) κάποτε ως μικρό παιδί μέσα σε άχρωμες, άψυχες, κακόγουστες και ανορθόδοξες οργανωσιακές αίθουσες που αντί για θυμίαμα και γεύση Χριστού, εξακολουθούν αμετανόητα να μυρίζουν ότι πιο σάπιο μπορούσε να περάσει από τον προτεσταντισμό και τη Δύση σ’ αυτές τις αίθουσες;
Και τολμώ να πω πως οι μεγαλύτερες παθογένειες στο χώρο της εκκλησίας, οφείλονται σε κάθε τι που θέλησε να αυτονομηθεί από την εκκλησία, την Μητρόπολη ως βασικό οργανωτικό θεσμό και την ενορία ως κύτταρο της εκκλησιαστικής ζωής. Αυτή η διάσπαση και διάβρωση του γνήσιου εκκλησιαστικού ήθους. Και αυτό το υπηρέτησαν με φοβερή τόλμη οι οργανώσεις που έχω την πεποίθηση ότι αποτελούν μείζονα καρκινώματα στον χώρο της εκκλησίας. Μία ματιά στα όσα τράβηξε ο κοσμοκαλόγερος Παπαδιαμάντης από τον αυθάδη πόλεμο που δέχτηκε από τους οργανωσιακούς, αυτούς τους μεγάλους ευσεβιστές και ηθικιστές, θα σας πείσει.
Αυτές λοιπόν οι οργανώσεις, αυτές οι ανέραστες προτεσταντικές κυψέλες, έχουν συμβάλλει στη δημιουργία ανέραστων ανθρώπων. Εξάλλου μην μου πείτε πως δεν είμαστε οι κατεξοχήν ανέραστοι άνθρωποι. Οι πιο ανέραστοι άνθρωποι είναι ένα μεγάλο μέρος δυστυχώς του εκκλησιαστικού χώρου και συγκεκριμένα όσοι φοβήθηκαν το όνομα του έρωτα. Αν και δεν συμφωνώ σε όλα με τον υπερβολικό πολλές φορές Νίτσε, η ομολογία του ότι «ο χριστιανισμός έδωσε στον έρωτα να πιει δηλητήριο -δεν πέθανε απ’ αυτό βέβαια, αλλά εκφυλίστηκε σε ελάττωμα», είναι μία μεγάλη αλήθεια.
Ποια είναι η κινητήριος δύναμη για να ακολουθήσεις πρόσωπα στη ζωή και να ζήσεις καταστάσεις; Ποια εντύπωση έχετε; Θέλετε βιβλικά, θέλετε πατερικά, θέλετε ασκητικά, θέλετε κοινωνικά να το δούμε; Έρωτας. Μα αν δεν έχεις έρωτα δεν υπάρχει περίπτωση να πετύχεις τίποτε. Ο ευσεβισμός και ο ηθικισμός ως αλλοίωση της φυσικής ζωής της εκκλησίας, ως κακοποίηση του δόγματος και ως άρνηση ζωής, αυτό ακριβώς κατάφερε. Να δημιουργήσει ανέραστους. Κι εκεί όπου ο χριστιανός από τη φύση του είναι ο πιο ερωτευμένος και χαρούμενος άνθρωπος, κατάντησε να είναι μίζερος και αποξενωμένος.
Αμαρτία δεν είναι να ζεις τον έρωτα, να τον εκφράζεις, να τον ποθείς. Ευλογία είναι να τον ζεις και ακόμη μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση κάθε φορά. Αμαρτία είναι η άρνηση να ζήσεις. Στην επίκληση του ονόματος «έρωτας» ένα μεγάλο δυστυχώς μέρος χριστιανών τρομοκρατείται, κυριεύεται από την ανάγκη αυτοσυνειδησίας ως αντιστροφή στην κατά φύσιν συνείδηση και πολλές φορές ψυχωτικά αντιμετωπίζει τον έρωτα. Σε όλους εκείνους που σκανδαλίζονται από τη φύση του έρωτα, τον ίδιο τον έρωτα εν τέλει ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης τους καθησυχάζει λέγοντας τους «το του έρωτος όνομα μη φοβηθώμεν».
Όσοι έχουν απωθημένα και δαιμονίζονται ακούγοντας το όνομα του έρωτα, σίγουρα δεν έχουν διαβάσει τους κατεξοχήν εραστές του Χριστού. Ποιος περίμενε ότι ένας Μάξιμος Ομολογητής ή ένας Ιωάννης της Κλίμακος θα υμνούσαν τον έρωτα. Μα θα μου πείτε πως εκείνοι υμνούν τον θεϊκό έρωτα. Αυτή την εντύπωση είχαν ο ίδιος πριν μερικά χρόνια. Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής δεν διαχωρίζει τον έρωτα. Ο ίδιος συμπεριφέρεται θα λέγαμε σαν «μονοφυσίτης» χωρίς κανένα ίχνος δυϊστικής αντίληψης. Για τον ίδιο ο έρωτας είναι μιας φύσεως. Γι’ αυτό θα μας πει εξάλλου πως «τον έρωτα είτε θείον, είτε αγγελικόν, είτε νοερόν, είτε ψυχικόν, είτε φυσικόν είποιμεν, ενωτικήν τινα και συγκρατικήν εννοήσωμεν δύναμιν».
Με άλλη γλώσσα, ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος, αυτός ο εραστής του θείου κάλλους, ο εραστής του Χριστού, αυτός ο σφόδρα ερωτευμένος με το Πρόσωπο του Χριστού, παρομοιάζει τον ανθρώπινο έρωτα με τον θείο έρωτα (όχι ως προς τη φύση, κάτι που είδαμε παραπάνω με την μαξιμιανή εκδοχή), αλλά ως προς τη δυναμική, την ένταση. Γράφει λοιπόν τα εξής θαυμάσια ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Μακάριος όστις τοιούτον προς Θεόν εκτήσατο έρωτα, οίον μ α ν ι κ ό ς ε ρ α σ τ ή ς προς την εαυτού ερωμένην κέκτηται». Και στη συνέχεια ο ασκητής της ερήμου αναφερόμενος στο πως σκέπτεται ο ερωτευμένος το πρόσωπο του, σημειώνει τα εξής «σκανδαλιστικά»: «Ο όντως ερών το του φιλουμένου πρόσωπον φαντάζεται, και τούτον ένδον ε ν η δ ό ν ω ς περιπτύσσεται ο τοιούτος». Τον όρο «εραστής» χρησιμοποιεί και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος στους Έρωτες θείων ύμνων: «Περιπατώ και καίομαι ζητών ώδε κακείσε και ουδαμού τον ε ρ α σ τ ή ν ευρίσκω της ψυχής μου».
Γιατί λέτε ο όσιος Ιωάννης Σιναΐτης, αυτό το μέγα πρότυπο των μοναχών που έγραψε την Κλίμακα (το «ευαγγέλιο» της μοναστικής ζωής) να άφησε τον κόσμο και να απομονώθηκε στην έρημο; Εκεί στην ομορφιά της φύσης και στη δύσκολη φύση της ασκητικής ζωής; Γιατί προφανώς ερωτεύθηκε τρελά τον Θεό. Γιατί οι μοναχοί σήμερα κλείνονται για όλη τους τη ζωή στα μοναστήρια; Γιατί φλέγονται από έρωτα για τον Θεό. Γιατί κάποιοι στη σημερινή πικρή εποχή, αφήνουν κάποιες ευκολίες και γίνονται κληρικοί; Και επιμένουν στο δρόμο αυτό όσες δυσκολίες κι αν εμφανίζονται; Για τον εαυτό τους; Αν ήταν έτσι αυτό άμεσα θα καταρρεύσει. Έχουν έρωτα για τον Χριστό σε ασύγκριτα δύσκολες σε σχέση με το παρελθόν ημέρες και επιμένουν γιατί απλά έχουν μέσα τους πόθο ερωτικό για τον Τριαδικό Θεό.
Ο έρωτας και η ηδονή (σε επόμενα άρθρα θα γίνει λόγος για την ηδονή, τη σεξουαλικότητα και τη συμπλοκή των σωμάτων στη θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής) δεν είναι πάθη. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να καταπολεμηθούν και ξεριζωθούν. Γράφει σχετικά ο π. Φιλόθεος Φάρος στο βιβλίο του Έρωτος φύσις: «Ο χριστιανός δεν είναι ένας ψυχρός και απαθής άνθρωπος, αλλά ένας φλεγόμενος άνθρωπος και η επιδίωξη της πνευματικής ζωής δεν είναι η εξάλειψη των παθών, αλλά η μεταμόρφωση τους. Ο πουριτανός απωθεί τον έρωτα και φλέγεται από το πάθος της λαγνείας, ο νεοπουριτανός εξαλείφει τον πραγματικό έρωτα με τον αυτονομημένο σωματικό έρωτα».
Δανειζόμενος τη φράση του οσίου Ιωάννη της Κλίμακος, ο άνθρωπος που επιχειρεί να ξεριζώσει το συναίσθημα του έρωτα και της ηδονής από τη ζωή του είναι «μανικός» εγκληματίας και δολοφόνος των πιο ώριμων και άγιων συναισθημάτων που γέννησε η φύση του σώματος και η ηθική της οικείωσης του άλλου, αυτού του ξένου, στο δικό μου σώμα. Γι’ αυτό στο έρωτα το σώμα μου γίνεται σώμα του άλλου και το σώμα του άλλου γίνεται δικό μου σώμα.
Αυτή η κένωση του εαυτού μου από την ωραιοπάθεια και την απάθεια μου πολλές φορές, οδηγεί στο άδειασμα μου, στο ξεβόλεμα μου και στην πρόσληψη του άλλου, του σώματος του, της ανάγκης του, του πόθου για συνεύρεση. Και ο έρωτας αυτό, όχι ως ευκαιριακός έρωτας ή one night stand, γίνεται οντολογικός, ουσιαστικός, άγιος, όταν η ανάγκη μου να υπερπηδήσω το δέσιμο των ψυχών, με οδηγεί στο να θέλω να νιώσω τον άλλον στο σώμα μου, στη ζωή μου. Αυτό το κάτι παραπάνω, αυτό το μεγάλο σε ένταση όπως θα έλεγε ο Πλάτων. Αυτός ο έρωτας δεν είναι αμαρτία. Είναι ευχαριστιακή ευλογία.
Στη σημερινή εποχή που είναι αμείλικτα σκληρή και πικρή, ο άνθρωπος «πετυχαίνει» στη ζωή του περισσότερες αστοχίες γιατί είναι ανέραστος. Χωρίς έρωτα η σκέψη, θέληση, κίνηση κι ενέργεια του είναι αστοχία. Μία a priori αποτυχία που τον ρίχνει περισσότερο στο βυθό της απογοήτευσης. Είναι λυπηρό να βλέπεις να παντρεύονται ζευγάρια χωρίς έρωτα, επειδή πρέπει να βρει ο άντρας μία γυναίκα και η γυναίκα έναν άνδρα. Όπως λυπηρό είναι να παντρεύεσαι μία γυναίκα επειδή εκείνη είναι πρόθυμη να σε ακολουθήσει στα σχέδια της ζωής σου, τη στιγμή που δεν νιώθεις τίποτε για την ίδια, δεν έχεις κανέναν συναίσθημα και αποκλείεις τη συνάντηση των ζωών σας. Λυπηρό και κατάντια επίσης είναι να συνευρίσκεσαι με μία γυναίκα με αποκλειστικό σκοπό να ζήσεις την ηδονή μαζί της, τη στιγμή που μετά από λίγο θα αναζητήσεις την ίδια ηδονή σε άλλη γυναίκα κ.ο.κ.
Αυτός ο εκμηδενισμός της ερωτικής φύσης συνάδει με την ανυπαρξία του ανθρώπου. Τι κι αν υπάρχει ο ίδιος; Τι κι αν κοινωνεί με τον περίγυρο του; Μόνος είναι στην ουσία. Αποξενωμένος και αποδυναμωμένος. Και καταδικάζει τον εαυτό του σκληρά, βάζοντας τον σε εξορία από τη γη της ευλογημένης επαγγελίας και των θείων δωρεών. Δεν βρίσκω άλλο κατάλληλο τρόπο για να κλείσω, πέρα από τα ερωτικά λόγια του βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης που φέρει τον τίτλο Άσμα Ασμάτων και που ένας ερωτευμένος με τον Θεό μοναχός εκεί σε ένα μοναστήρι της Βέροιας συνηθίζει να διαβάζει συχνά αποσπάσματα στους επισκέπτες του. Κάπως έτσι. Ερωτικά και γλυκά: «Φιλησάτω με από φιλημάτων στόματος αυτού … και οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τὰ αρώματα … ως σπαρτίον το κόκκινον χείλη σου … δύο μαστοί σου ως δύο νεβροί δίδυμοι δορκάδος οι νεμόμενοι εν κρίνοις … κηρίον αποστάζουσι χείλη σου, νύμφη· μέλι και γάλα υπό την γλώσσαν σου, και οσμή ιματίων σου ως οσμή Λιβάνου».
Ηρακλής Φίλιος
(iraklisf@theo.auth.gr)