Ηρακλής Φίλιος: 25 Αυγούστου 1900 – Έφυγε ένας « άθεος » φιλόσοφος
Υπάρχει διάχυτη η άποψη ότι ο Nietzsche, που εξήγγειλε τον θάνατο του Θεού, υπήρξε άθεος. Ομολογώ, πως αυτή η άποψη γίνεται εντονότερη στον εκκλησιαστικό χώρο. Δεν είναι όμως το μοναδικό, που αγνοεί ο χώρος αυτός και ειδικά ένα μεγάλο μέρος του ιερατείου. Μην βιάζεστε να κρίνετε έναν μεγάλο φιλόσοφο. Κι αν όσα γράφει, δείχνουν «αιρετικά» μαθήματα, τότε στην πραγματικότητα ο Nietzsche, παραμένει «αδιάβαστος», καθώς τα κείμενα του δεν ερμηνεύονται με τρόπο απλοϊκό αλλά κάτι θέλει να πει. Εξάλλου, «για αυτήν την καινούρια μουσική χρειάζονται και καινούρια αυτιά», όπως λέει ο ίδιος στον Ζαρατούστρα.
Ο Nietzsche, στη «Χαρούμενη Γνώση» (1882) βάζει τον τρελό που κατεβαίνει στην πλατεία με το φανάρι, ως άλλος Διογένης, να ομολογήσει με κυνικό τρόπο, τον θάνατο του Θεού. Γράφει χαρακτηριστικά: «Γυρεύω το Θεό! Γυρεύω το Θεό!… ‘’Που είναι ο Θεός;’’ φώναξε. ‘’Θα σας πω εγώ! Το σκοτώσαμε – εσείς κι εγώ! Όλοι είμαστε δολοφόνοι του!… Ο Θεός είναι νεκρός!». (Βιβλίο III, 125).
Εδώ συντελείται μία θεοκτονία. Ο τρελός όμως, δεν μένει μόνο στη διαπίστωση περί θανάτου του Θεού, αλλά προχωράει παραπέρα. Δείχνει τους υπαίτιους. Βέβαια, η φράση «Ο Θεός είναι νεκρός», φράση γνωστή σε όλες τις εποχές και σε όλες τις κοινωνίες, δεν ανήκει στον Nietzsche. Αν και συναντάται και στην αρχαία Ελλάδα, αναζητώντας τις ρίζες της, τη συναντάμε σ’ έναν λουθηρανικό ύμνο του 1644, και τον οποίο μας παραθέτει ο Hegel. Αργότερα, τη συναντάμε και στον Sartre.
Ο Nietzsche (1844 – 1900) γεννήθηκε στην πόλη Ραίκεν. Ο πατέρας του ήταν πάστορας, κι έτσι ο Nietzsche μεγάλωσε σε ένα σπίτι με έντονη τη λουθηρανική παράδοση. Κάποια στιγμή εγκατέλειψε τη θρησκεία. Όλη αυτή του η αντίδραση, μετά από 20 χρόνια είχε ως αποκορύφωμα το έργο του, «Αντίχριστος» (1895), στο οποίο ο ίδιος «χτυπάει» τον χριστιανισμό, τους θεολόγους, την υποκρισία του κλήρου, τον ηθικισμό, εν τέλει το πνεύμα της δυτικής εκκλησίας. Όχι, όμως, τον Χριστό. Τον Χριστό, Τον υπερασπίζεται. Καταγγέλλει λοιπόν, στον «Αντίχριστο», τους «ηθικολόγους κρετίνους», τους οποίους επέβαλλε η ηθική του χριστιανισμού. Εκ πρώτης όψεως, ο λόγος του δείχνει έναν άνθρωπο άθεο. Όμως, ποιον χριστιανισμό καταγγέλλει ο Nietzsche, δεδομένου ότι μεγάλωσε σε ένα αυστηρά προτεσταντικό κλίμα;
Γράφει, για την πολεμική του Nietzsche κατά του χριστιανισμού, ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. π. Βασίλειος Γεωργόπουλος: «Η κριτική του εναντίον του Χριστιανισμού διακρίθηκε για την απολυτότητά της και την ακρότητα, πλην όμως και για την πλήρη αδυναμία της να γνωρίσει σε βάθος τη χριστιανική διδασκαλία. Θεμέλιο της κριτικής του υπήρξε η λανθασμένη αντίληψη περί Χριστιανισμού, που είχε μορφώσει, στην οποία συνέβαλε, συν τοις άλλοις, η αιματηρή ιστορία της Ευρώπης, ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία των θρησκευτικών πολέμων, η απόμακρη και σκληρή εικόνα περί Θεού, που είχε δομήσει η Δυτική θεολογία, Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική».
Ο Nietzsche είχε πολλούς λόγους να εναντιωθεί στον χριστιανισμό, τον οποίο γνώρισε, αλλά και μελέτησε μέσα από τις θεολογικές του σπουδές στη Βόννη. Οι ασυδοσίες, η διαφθορά του ιερατείου, οι τάσεις αυθεντίας, η κοσμική εξουσία της δυτικής εκκλησίας, η οποία παραμέριζε την έρευνα και τη σημασία της επιστήμης, η θεώρηση του Θεού ως ιδέα, το αυστηρό ηθικιστικό προτεσταντικό πνεύμα, η απολυτότητα του προτεσταντισμού, όλα αυτά συνέβαλαν ώστε ο Nietzsche να εναντιωθεί σε αυτό που από μικρός έμαθε να πιστεύει. Δεν τα έβαλε όμως με τον Θεό. Τα έβαλε με όσους μετατρέπουν τον Θεό σε ιδέα. Και φυσικά, επουδενί, δεν ήθελε να συμμετέχει στη συμβολή μιας τέτοιας αντίληψης περί Θεού. Χαρακτηριστικά, ένας άλλος υπαρξιστής φιλόσοφος, ο Kierkegaard, όταν θέλησαν να τον κάνουν Επίσκοπο, ο ίδιος αρνήθηκε, λέγοντας πως δεν θέλει να συμμετάσχει στη μεταχείριση του Θεού ως παλαβού!
Αυτό κατάφερνε η Δύση και αυτό βίωσε ο Nietzsche∙ έναν Θεό, που η δυτική εκλογίκευση των πάντων και η φιλοσοφική κατανόηση του Θεού, τον αντιμετώπιζε ως παλαβό. Έναν Θεό τιμωρό και μία δυτική θεολογία που κάνει λόγο περισσότερο για αμαρτία, πάθη, προσβολή του Θεού, για την οποία κάποιος πρέπει να πληρώσει, όπως διατεινόταν ο Λούθηρος. Δηλαδή, ο Nietzsche γνώρισε έναν χριστιανισμό απαισιόδοξο, όπου βρίσκει παντού το κακό, αφού όπως θα πει ο ίδιος «η εμμονή του χριστιανισμού να βρίσκει τον κόσμο άσχημο και κακό έχει κάνει τον κόσμο άσχημο και κακό».
Ο θάνατος του Θεού για τον Nietzsche, δεν είναι ένας θρίαμβος, μήτε μία χαρμόσυνη εξαγγελία. Πενθεί ο Nietzsche για τον θάνατο του Θεού. Και συνάμα φέρνει στην επιφάνεια το βάθος της απουσίας του Θεού. Συγκεκριμένα, μέσα από τα λόγια του τρελού στη «Χαρούμενη Γνώση», δείχνει τους υπαίτιους αυτής της θεοκτονίας. Αντί, λοιπόν, ένα μέρος του ιερατικού κόσμου να βλέπει τον Nietzsche ως εχθρό και άθεο, ας στραφεί μέσα από την άσκηση της αυτοσυνειδησίας στον εαυτό του, αν μπορέσει, επιτέλους, να το καταφέρει, να βρει τον τρόπο του «είναι», κι ας ομολογήσει πως ο Θεός σκοτώνεται από όλους όσους Τον μετατρέπουν σε ιδεολογικό φετίχ και ανεκπλήρωτο απωθημένο. Έχω πολύ ισχυρή την πίστη, πως ο Nietzsche, αν γνώριζε την ορθοδοξία και τους Πατέρες, θα ακολουθούσε το παράδειγμα τους. Κι έχω και μία άλλη αίσθηση. Πως, με πάθος υπερασπίστηκε την αλήθεια του Χριστού, διαφυλάσσοντας το πρόσωπο του από τις παρανοϊκές θεολογικές αντιλήψεις της Δύσης. Κάτι το οποίο, εμείς οι χριστιανοί, σήμερα, επουδενί δεν πράττουμε, καθώς μας αρέσει περισσότερο να μισούμε τον άλλον, να γινόμαστε εμπαθείς με τον άλλον, να κατηγορούμε ως αιρετικό τον άλλον και να αποφαινόμαστε ως θρησκευτικές αυθεντίες για τα εκκλησιαστικά και θεολογικά πράγματα και πρόσωπα.
Απρόσμενα είναι τα λόγια ενός κληρικού και δη καθηγητή θεολογίας και φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια του Winchester και του Cambridge, του π. Νικόλαου Λουδοβίκου, ο οποίος ταράσσει την εκκλησιαστική καθεστηκυία αντίληψη, γράφοντας για το πρόσωπο του μεγάλου φιλοσόφου του 19ου αιώνα: «Αυτός ο άνθρωπος είχε αναλαμπές μεγαλοφυΐας. Αν του είχε εξηγήσει κανείς το χριστιανισμό πως είναι, θα ήταν πατήρ της εκκλησίας. Από τη στιγμή, που γνώρισε το χριστιανισμό, τον χτύπησε έως θανάτου. Με λυσσαλέο τρόπο. Κι εγώ αν ήμουν στη θέση του, ειλικρινά σας λέω, θα τον χτύπαγα όσο μπορούσα».
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος