Οι μύλοι και το τοξωτό γεφύρι στα Βακαρέτσια – Του Θανάση Σιούτα
Θυμάμαι τη συχωρεμένη την μάνα μου, η οποία βίωσε την σκληρότητα μιας δύσκολης αλλά δημιουργικής αγροτικής ζωής, με την απλότητα, τις χαρές και τις λύπες μιας μικρής και κλειστής κοινωνίας του χωριού, με τις πανάρχαιες ομορφιές των ηθών και εθίμων, να μου διηγείται συχνά στην μακρόχρονη πορεία της ζωής της συγκλονιστικές περιπέτειες.
«Ξεκινούσαμε χαράματα με τρία ή και περισσότερα φορτωμένα ζώα, με κατεύθυνση τους μύλους στα Βακαρέτσια, που απείχαν από την Φλιάκα Κερασιά (σημερινή Θεοτόκο) 17 περίπου χιλιόμετρα. Και επειδή αυτό το υποχρεωτικό και κοπιαστικό ταξίδι της μιας ημέρας δεν μπορούσε να γίνεται λόγω απόστασης σε τακτά χρονικά διαστήματα, πολλές φορές παίρναμε και δανεικά ζώα και φυσικά επιστρατεύαμε και τα χαριτωμένα γαϊδουράκια. Το πήγαινε, με κάποια στάση στο δρόμο ήταν σχετικά εύκολο· το γύρισμα όμως λόγω ανηφόρας αρκετά δύσκολο και κοπιαστικό. Θυμάμαι μια φορά που τα ζώα ήταν πολύ απασχολημένα σε εποχικές δουλειές και δεν βρίσκαμε να φορτώσουμε σ’ αυτά ικανή ποσότητα, συνήθως σιταριού για τους μύλους και αναγκασθήκαμε να φορτωθούμε οι ίδιοι, ο καθένας και η κάθε μια ανάλογα με τις δυνατότητες από ένα «κουβέλι» στις πλάτες (έναν τενεκέ των 12 οκάδων) ή και περισσότερο (ζαλί(γ)κα)».
Τα Βακαρέτσια είναι περιοχή που βρίσκεται στο ΒΔ μέρος του οικισμού Ξηρόκαμπος της επαρχίας Καλαμπάκας του Νομού Τρικάλων, και συγκεκριμένα σε μικρή απόσταση από το χωριό (Ξηρόκαμπος). Το τοξωτό γεφύρι στα Βακαρέτσια, γεφυρώνει το ρέμα Μπουζντά, που λίγο πιο κάτω ενώνεται με το Κακοπλευρίτικο ρέμα, για να καταλήξει στον ποταμό Μύκανη και στη συνέχεια στον Σαλαμπριά (Πηνειό). Γύρω από το τοξωτό γεφύρι με την τεράστια αρχαιολογική του αξία υπάρχουν ερείπια τριών νερόμυλων, οι οποίοι εξυπηρετούνταν από αυτό (το γεφύρι). Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, το γεφύρι χτίστηκε το 1860 από τον μοναχό Άνθιμο της Ιεράς Μονής Σταγιάδων για να εξυπηρετήσει τη σύνδεση με το Κακοπλεύρι. Μέχρι το 1968 ήταν ανδρικό μοναστήρι. Η μετατροπή του σε γυναικείο έγινε με ενέργειες του μακαριστού Μητροπολίτου Διονυσίου Ι. Μ. Τρίκκης και Σταγών. Σήμερα ανήκει στην Ι.Μ. Σταγών και Μετεώρων του Δήμου Μετεώρων. Είναι μονότοξο με άνοιγμα 6,5 μ, ύψος τόξου 4,7 μ. και πλάτος καταστρώματος 2,1 μ. Το μήκος του γεφυριού είναι 15,7 μ. και το υλικό κατασκευής του ο ψαμμίτης. Κατά πληροφορίες το γεφύρι στα Βακαρέτσια βρίσκεται (σήμερα) σε πρόγραμμα αναπαλαίωσης.
Μπαίνει τώρα ένα μεγάλο ερώτημα. Τι σημαίνει το τοπωνύμιο «Βακαρέτσια»; Ποια είναι η προέλευση του όρου; Είναι τουρκική, σλαβική, βλάχικη ή ελληνική, η οποία υπέστη, αυτό που λένε οι γλωσσολόγοι, παραφθορά από κάποια άλλη; Ψάξαμε πολλές εκδοχές. Πού καταλήξαμε; Στην καλύτερη και ασφαλέστερη ετυμολογική βάση. Το πήραν(μ)ε από το κουτσοβλάχικο vaka – βάκα, που είναι το θηλυκό βόδι, η αγελάδα. Έχει προέλευση το λατ. – ιταλ. vacca με την ίδια ακριβώς σημασία, ενώ vakaru – βακάρου (στον πληθ. vakari – βάκαρι) στα κουτσοβλάχικα είναι ο βουκόλος, ο αγελαδάρης ή γελαδάρης. Από τα δύο παραπάνω κουτσοβλάχικα προέκυψε το vakaretsa, -retsi (βακαρεάτσα), που είναι το βουστάσιο, κοινώς αγελαδάρικο. Επομένως το τοπωνύμιο «Βακαρέτσια» σημαίνει την περιοχή, όπου υπήρχαν στάβλοι βοοειδών. Και απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό το μέρος με το αρκετό νερό που έχει για όλο το χρόνο, ήταν το καταλληλότερο για την ανάπτυξη της αγελαδοτροφίας. Εκεί λοιπόν ήταν και οι νερόμυλοι στους οποίους μετέβαιναν σχεδόν όλα τα δυτικά Χάσια για να αλέσουν το σιτάρι τους και να πάρουν το αλεύρι για το ευλογημένο ψωμί. Οι τρεις μύλοι, που ήταν πέριξ του τοξωτού γεφυριού, στην αρχή (κοντά στα 1860) ήταν ιδιοκτησία της Ιεράς Μονής Σταγιάδων, ενώ τελευταία πριν καταστραφούν, είχαν πουληθεί σε ιδιώτες. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, όταν έγινε το τοξωτό γεφύρι και κατ’ επέκταση και οι νερόμυλοι (1860), η Θεσσαλία δεν είχε ακόμη ελευθερωθεί (ελευθερώθηκε το 1881). Και επειδή τα Βακαρέτσια και το τοξωτό γεφύρι ανήκουν στον οικισμό του Ξηρόκαμπου, θεώρησα σκόπιμο να γράψω λίγα λόγια σχετικά με την ιστορία αυτού του χωριού:
Είναι ένας οικισμός της Κοινότητας Κακοπλευρίου Χασίων· ένας ξηρός και άγονος κάμπος (ξηρός + κάμπος), ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα δημιουργήθηκε κάποτε από κάποια πρόσχωση των βουνών του Κακοπλευρίου, δηλαδή έφυγε ένα μεγάλο μέρος από το Κακοπλεύρι προς τον σημερινό Ξηρόκαμπο. Αυτό αποδεικνύεται από τις πέτρες που υπάρχουν στον Ξηρόκαμπο, οι οποίες είναι ίδιες με τις πέτρες του βουνού. Αυτό το μέρος ήταν τσιφλίκι κάποιου Πρασουλίδη, που ήθελε να το πουλήσει στους κατοίκους της Οξύνειας, μια και εκείνοι ήτανε περισσότερο συνορίτες με τον Ξηρόκαμπο. Το Κακοπλεύρι ήταν πιο μακριά. Όταν ο Πρασουλίδης έστειλε κάποιον Τζήμα στον γραμματέα της Κοινότητας Κακοπλευρίου, να του πει ότι θέλει να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με του Οξυνειώτες, για να αγοράσουν τον κάμπο, ο γραμματέας, που ήταν φυσικά από το ορεινό Κακοπλεύρι, δεν το ανέφερε καθόλου το θέμα στους κατοίκους της Οξύνειας και τελικά το αγοράσανε οι κάτοικοι του χωριού του (Κακοπλεύρι). Στην αρχή βέβαια δεν αγόρασαν το κτήμα αυτό για να το κάνουν χωριό αλλά μαντριά, δηλαδή χειμαδιό για τα πρόβατά τους. Με την πάροδο όμως του χρόνου ωρίμασε η ιδέα να μετακομίσουν αρκετοί κτηνοτρόφοι από το Κακοπλεύρι στον Ξηρόκαμπο και να φτιάξουν εκεί το δεύτερο χωριό τους, αφού ζούσανε καλύτερα, μιας και ο «ξηρός κάμπος» διέθετε πιο εύφορο τόπο, ήταν πιο κοντά στην πόλη και είχε περισσότερα πλεονεκτήματα.
Πηγές: 1. Διαδίκτυο για το τοξωτό γεφύρι στα Βακαρέτσια.
- Κουτσοβλάχικο λεξικό Νικολαΐδη, έκδοσης 1909, για την ετυμολογία του τοπωνύμιου.
- Προφορικές μαρτυρίες από την Γερόντισσα της Ιεράς Μονής Σταγιάδων (την οποία και θερμά ευχαριστώ) αλλά και κατοίκων της περιοχής.
- Η Ιστορία του χωριού Ξηρόκαμπος από τον αείμνηστο π. Μιχαήλ Κοσβύρα, που υπηρέτησε σ’ αυτό ως ιερέας για αρκετά χρόνια.