Έθιμα κατά το 12ήμερο των Χριστουγέννων στα Χάσια – Β Μέρος – Του Θανάση Σιούτα
Κατά το 12/ήμερο των Χριστουγέννων σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης κρύβονται έθιμα και παραδόσεις, που έχουν τις ρίζες τους βαθιά πίσω στο χρόνο. Κάθε περιοχή της ετοιμάζεται να υποδεχτεί με το δικό της τρόπο την Πρώτη του Έτους (Πρωτοχρονιά) κι όχι μόνο, αναβιώνοντας παλιές συνήθειες, πολλές από τις οποίες και για εφέτος ενδεχομένως να είναι απαγορευτικές λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τις ξεχνούμε.
B΄ MEΡOΣ
Κάλαντα Πρωτοχρονιάς – Ρουγκατσιάρια
Ρουγκατσιάρια ή λουγκατσιάρια, κατ’ άλλους και ρουγκάτσια είναι το έθιμο στην περιοχή των Χασίων με τη γνωστή και παράξενη μεταμφίεση, που γίνεται την πρώτη ημέρα κάθε έτους, μόνο από τους άρρενες. Το έθιμο έχει τις ρίζες του στη Διονυσιακή λατρεία και συνεχίστηκε με κάποιες διαφοροποιήσεις (τουλάχιστον ως προς την ενδυμασία κι όχι μόνο) και στη Ρωμαϊκή περίοδο. Ο πατέρας της Ελληνικής λαογραφίας Ν. Πολίτης πιστεύει ότι προέρχεται από την Λατινική λέξη Rogatio, που είναι ουσιαστικό του ρήµατος Rogo (ρωμαϊκή γλωσσική κληρονομιά) και σηµαίνει απαιτώ, έχω την αξίωση να µου δώσουν κάτι για τον κόπο µου, κάτι που δεν απέχει και πολύ από την πραγµατικότητα, αφού τα Ρουγκάτσια αιτούνταν και συγκέντρωναν χρήµατα και γεννήµατα από κάθε σπίτι που επισκέπτονταν.
Το παλαιό αυτό έθιμο μπορεί κατά το «δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων» να ήταν εντονότερο σε περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας αλλά επικράτησε και στην περιοχή των Χασίων. Όταν ρωτήσαμε τους γεροντότερους να μας πούνε για το έθιμο με τα «ρουγκατσιάρια», πήραμε την εξής σημαντική απάντηση: «Τα παλικάρια των γειτονικών χωριών, συγκροτημένα σε ομάδες και κάθε ομάδα του κάθε χωριού με τον αρχηγό τους, γύριζαν από χωριό σε χωριό για «ρόγες» (δώρα), τραγουδώντας τα τραγούδια των ημερών. Ντυμένοι με τα καλά τους οι «ρογκατσαραίοι» και κρατώντας κάτω από την κάπα τους μαχαίρια για την ασφάλεια και την τιμή τους, πήγαιναν σε όλους τους ημιονικούς δρόμους της εποχής εκείνης. Όταν δύο ομάδες συναντιούνταν στα σταυροδρόμια, έθιμο ήταν η μία να τραβηχτεί στην άκρη του δρόμου και να αφήσει την άλλη να περάσει, αναγνωρίζοντας έτσι σ’ αυτήν την ανωτερότητα σε δύναμη. Και το πράγμα περνούσε ομαλά. Σε πολλές όμως περιπτώσεις, οι ομάδες ήταν ανυποχώρητες και τότε κατέληγαν σε δραματικά γεγονότα, γιατί ξυπνούσε η παλαιά ιπποσύνη των βυζαντινών χρόνων, όπου την τιμή την κέρδιζαν με τα σπαθιά και τα μαχαίρια».
Το έθιμο με τα ρουγκατσιάρια διατηρήθηκε και στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Διαφοροποιημένο παίζεται μέχρι και σήμερα στην περιοχή μας, μόνο από τα αγόρια και ανήμερα της Πρωτοχρονιάς.
Πριν όμως φτάσουμε εκεί, καιρός να δούμε κάποιες άλλες λεπτομέρειες. Η οικοδέσποινα και πάλι θα ξυπνούσε από τις τρεις τα ξημερώματα, για να φτιάξει τη βασιλόπιτα. Είχε μεν από την προηγούμενη έτοιμα τα φύλλα για την βασιλόπιτα (πλασμένα και ψημένα στη γάστρα), αλλά έπρεπε να ανάψει τη φωτιά, να βάλλει τα εμποτισμένα φύλλα με τα απαραίτητα μυρωδικά στο ταψί, να κάψει τη γάστρα και στη συνέχεια να την ψήσει.
Την ώρα που η οικοδέσποινα θα έφτιαχνε την πίτα, ο σύζυγος θα έπρεπε να είχε έτοιμα το φλουρί, το ζυγό και το μαντρί. Αυτός που θα πετύχαινε το ζυγό θα ασχολούνταν με τα χωράφια, ενώ αυτός που θα πετύχαινε το μαντρί, θα έβοσκε τα πρόβατα. Όσο για τον πιο τυχερό με το φλουρί, αυτός θα ήταν ο διαχειριστής των οικονομικών της οικογένειας. Ο ζυγός είχε το σχήμα του αριθμού «οχτώ» και παρίστανε ζεύγος ζώων με τα οποία έκαναν το χωράφι, ενώ το μαντρί είχε το σχήμα του κύκλου και παρίστανε μια στρογγυλή στρούγκα – «κόρδα» με τα γιδοπρόβατα. Και τα δυο τα έφτιαχνε ή από λεπτή ξύλινη ευλύγιστη βέργα ή από μεγάλα κομμάτια άχυρου (σάλωμα). Έπρεπε λοιπόν, παράλληλα με το φτιάξιμο της πίτας από την οικοδέσποινα να είναι και αυτά έτοιμα, για να τοποθετηθούν, όπως και το φλουρί, σε διαφορετικά σημεία της βασιλόπιτας και μετά να την ψήσουν στη γάστρα.
Η βασιλόπιτα έχει τις ρίζες της στα αρχαία ελληνορωμαϊκά έθιμα. Η Ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το έθιμο της βασιλόπιτας με την εξής ιστορία: Ο Μέγας Βασίλειος, για να προστατεύσει την περιφέρειά του, την Καισάρεια της Καππαδοκίας από επιδρομή αλλοφύλων, έκανε έρανο και μάζεψε χρυσά νομίσματα για να τα δώσει στους εχθρούς, ώστε να τους δελεάσει, για να μην λεηλατήσουν την περιοχή του. Ο εχθρός όμως, τελικά δεν κατόρθωσε να εισβάλει στην Καισάρεια και τα τιμαλφή έμειναν. Τότε ο Μέγας Βασίλειος είπε να φτιάξουν μικρές πίτες, μέσα στις οποίες θα έβαζαν κι ένα χρυσό νόμισμα ή κάτι άλλο απ’ όλα τα πολύτιμα που είχαν μαζευτεί. Οι πίτες αυτές μοιράστηκαν σε όλους και ο καθένας κρατούσε ό,τι του τύχαινε. Πάρα πολλά έτυχαν και στα παιδιά…. Οι πίτες ονομάστηκαν βασιλόπιτες. Από τότε επικράτησε το έθιμο, που διαδόθηκε σ’ όλο το χριστιανικό κόσμο και διατηρήθηκε μέχρι σήμερα.»
Παλαιότερα, που τα χωριά των Χασίων έσφυζαν από ζωή, το παιχνίδι με τα ρουγκατσιάρια – που είχε γίνει θεσμός – είναι αυτό που κέρδιζε περισσότερο τις εντυπώσεις, από το Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι με την βασιλόπιτα, στο οποίο συμμετείχαν όλοι, κατά κανόνα ξημερώματα, με την αγωνία ποιος θα κερδίσει το φλουρί και ποιος τα υπόλοιπα.
Με το τελείωμα της Πρωτοχρονιάτικης λειτουργίας, άρχιζε και το έθιμο με τα ρουγκατσιάρια με κορυφαίο την παρέα του Αλή και της Μπούλας. Η Μπούλα ήταν αγόρι ντυμένο νύφη με μάλλινη κεντημένη φούστα, άσπρη κεντημένη ποδιά και με κόκκινο τσιμπέρι στο κεφάλι. Ο Αλής ήταν γαμπρός με κάπα, πολλά κουδούνια στη μέση και με μια μεγάλη μαχαίρα.
Ο Αλής με τη Μπούλα (φωτογραφικό αρχείο Καραγεώργου Θανάση)
Επί πλέον θα ντύνονταν δύο κλέφτες με τη στολή των κλεφτών του 1821, ένας παπάς με τη στολή του παπά, δυο αστυνόμοι, δασοφύλακας, αγροφύλακας, ένας γιατρός, τα μαϊμούλια με τις μπάμπες (γριές), και οι υπόλοιποι συνοδοί του Αλή και της Μπούλας χωρίς μεταμφίεση. Στην κύρια παρέα με τον Αλή και την Μπούλα συμμετείχαν και ηλικιωμένοι άνδρες, γιατί αυτοί συνήθως γνώριζαν τα τραγούδια που θα έλεγαν στο κάθε σπίτι που θα πήγαιναν. Μπροστά πήγαινε ο παπάς για να ευλογήσει, ακολουθούσαν οι κλέφτες και οι αστυνόμοι, οι οποίοι υποτίθεται ότι έκαναν ελέγχους και παρακολουθούσαν τις εξελίξεις, ο αγροφύλακας με τον δασοφύλακα να διευθετήσουν-κανονίσουν τις ζημιές, κατόπιν ο Αλής με την Μπούλα και τους συνοδούς, και στη συνέχεια ακολουθούσαν οι υπόλοιποι. Τραγούδι έλεγε μόνο η κύρια παρέα με τον Αλή και την Μπούλα, η οποία ξεκινούσε πρώτα από το σπίτι του παπά. Οι υπόλοιποι απλώς περνούσαν και με τις κινήσεις τους έκαναν όλους να γελούν, και φυσικά αντάλλαζαν ευχές.
Πριν ξεκινήσουν όλες οι ομάδες για να γυρίσουν το χωριό (από την πλατεία του χωριού), έλεγαν το τραγούδι:
«Σήμερα έχουμε καιρό να βγούμε στο σιργιάνι,
να μάσουμε γραμματικούς να μάσουμε παπάδες,
ν’ ανοίξουμε τις εκκλησιές, να δούμε τα ’βαγγέλια».
Στο σπίτι η νοικοκυρά περίμενε να τους υποδεχθεί όλους, και μάλιστα για την κύρια ομάδα που ήταν ο Αλής με την Μπούλα, είχε έτοιμο το γνωστό «κανίσκι» (έναν ταβά) μέσα στον οποίο είχε όλα τα καλά του σπιτιού, όπως: λουκάνικα, κρέας, τσιγαρίδες, τσίπουρο, κρασί και λίπος (λίγδα) από το σπιτίσιο γουρούνι. Με τον ερχομό της κύριας ομάδας στο σπίτι, πριν καλά-καλά μπούνε σ’ αυτό, άρχιζαν, και το ανάλογο τραγούδι, ενώ ταυτόχρονα η Μπούλα μπροστά στην οικοδέσποινα κουνούσε την ποδιά της για δώρα (ρόγες) και προ παντός για χρήματα. Με το τελείωμα του τραγουδιού, έπαιρναν «το κανίσκι» και σηκώνοντάς το ψηλά έλεγαν: «σ’κώωωωνουμε ένα βαρύ κανίσκι». Στη συνέχεια αντάλλαζαν ευχές κι έφευγαν για άλλο σπίτι. Τα τραγούδια που έλεγαν συνήθως ήταν τα ακόλουθα:
Στο σπίτι του παπά
«Απάνω σε μοσχομηλιά και κάτω σ΄ άγιο κλήμα
εδώ κοιμάται δέσποτας με το σταυρό στα χέρια·
με το σταυρό με το χαρτί με τ’ άγιο το βαγγέλιο.
Σκέπτονται και λογίζονται το πώς θα τον ξυπνήσουν·
κι η Παναγία η Δέσποινα πάει να τον ξυπνήσει.
Για σήκω πάνω δέσποτα και μη βαριοκοιμάσαι,
τα μοναστήρια σήμαναν κι εκκλησιές διαβάζουν.
Μια εκκλησίτσα μοναχή εσένα περιμένει,
να πάρεις το κλειδάκι σου να πας να την ανοίξεις,
να πάρεις το χαρτάκι σου να πας να τη διαβάσεις».
Από το ένα σπίτι στο άλλο λέγανε: «Από τους αφεντάδες φεύγουμε στους αρχοντάδες πάμε».
Στον αφέντη του κάθε σπιτιού
«Στο σπίτι ετούτο πούρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
να ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι».
ή
«Εδώ στα σπίτια τα ψηλά στ’ ανώγια τα μεγάλα,
εδώ ’χουν χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια.
Αν είναι χίλια κι ’κατό να γίνουν τρεις χιλιάδες,
αν είναι τρεις και τέσσερις να γίνουν δεκαπέντε.
Σαν το μυρμήγκι να πατούν, σαν το μελίσσ’ να βάζουν
και σαν τη ζερβομέλισσα να βάζουν τα κουδούνια.
Όσα βρεχοσταλάγματα, τόσα καρδάρια γάλα,
τόσα να δώσει ο Θεός στ’ αφέντη μας το σπίτι».
Στην οικογένεια που είχε ξενιτεμένο
«Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι η μάνα τον καημό σου·
τι να σου στείλω ξένε μου αυτού στα ξένα πού ΄σαι;
σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
σου στέλνω και το δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι».
Στο σπίτι που είχε γραμματιζούμενο
«Γραμματικός εκάθονταν απάνω σ’ άσπρη πέτρα·
εγραφε και κοντήλιαζε τριών χρονών μελάνι
κι απ’ το πολύ το γράψιμο κι απ’ την πολλή την πένα,
εσιάστηκαν τα χέρια του και χύσαν το μελάνι
και γέμισαν τα ρούχα του, γεμίσαν τα καλά του
και βγήκε και ντελάλιζε σ’ όλους τους μαχαλάδες,
το ποιά ’ναι αξία και καλή το ποιά ’ναι για τε μένα
να πλύνει τα ρουχάκια μου να πλύνει τα καλά μου».
Στο σπίτι που είχε παιδί που πήγαινε σχολείο
«Ένα μικρό μικρούτσικο μικρό μαλαματένιο,
μικρό το ’χει η μάνα του, μικρό και ο μπαμπάς του.
Το έλουζαν το χτένιζαν και στο σχολειό το στέλνουν·
κι ο δάσκαλος το καρτερεί με μια ψιλή βεργούλα·
με μια ψιλή με μια λεπτή με μια μαλαματένια».
Στην οικογένεια που είχε μικρό στη σαρμανίτσα (κούνια):
«Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα,
τρεις βαϊοπούλες το κουνούν και τρεις το τραγουδούσαν,
ελάτε να το πάρουμε σταυρό και δαχτυλίδια».
Εάν δεν συνέτρεχε καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις, έλεγαν τα γνωστά πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα που είναι και γνωστά σε ολόκληρη τη Θεσσαλία:
Άγιος Βασίλης έρχεται
«Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει,
σαν φέτος παλικάρια μου, σαν φέτος και του χρόνου.
Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι και πούθεν κατεβαίνεις;
Από τα ξένα έρχομαι, στο σπίτι μου πηγαίνω.
Βασίλη ξέρεις γράμματα; πες μας την αλφαβήτα.
Στην πατερίτσα ’κούμπησε να πει την αλφαβήτα
κι η πατερίτσα ήταν χλωρή κι απόλυκε κλωνάρια,
κλωνάρια, χρυσοκλώναρα, χρυσά, μαλαματένια.
Κι ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό και χαϊδεμένο,
μικρό το έχει η μάνα του, μικρό κι ο μπαμπάς του.
Το έλουζε, το χτένιζε και στο σχολειό το στέλνει·
κι ο δάσκαλος το καρτερεί, με τη χρυσή τη βέργα.
Παραπονέθη το παιδί, στη μάνα του πηγαίνει.
Παιδί μου πού ν’ τα γράμματα, παιδί μου πού ν’ ο νους σου;
Tα γράμματα έχω στο χαρτί κι ο νους μου στα παιχνίδια».
Ή τέλος το γνωστό:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
ψηλή μου δεντρολιβανιά,
κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με τ’άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός,
άγιος και πνευματικός,
στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται
και δεν μας καταδέχεται,
από την Καισαρεία
σύ’σαι αρχόντισσα κυρία».
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, αφού τελείωναν το γύρισμα σε όλα τα σπίτια του χωριού, μαζεύονταν στην πλατεία και εκεί γινόταν το «έλα να δεις» από τις αστείες κινήσεις των μασκαρεμένων ομάδων, ενώ παράλληλα χόρευαν και τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια. Ένα από αυτά ήταν και το παρακάτω:
«Ένα Σαββάτο βράδυ, μια Κυριακή πρωί
στον Άδη θα κατέβω και στον παράδεισο,
το χάρο ν’ ανταμώσω δυο λόγια να του πω:
χάρε για χαρισέ μου σαΐτες κοφτερές
να πάω να σαϊτέψω δυο τρεις μελαχροινιές,
πώχουν στα χείλη βάμα στο μάγουλο ελιά,
κι ανάμεσα στα στήθια χρυσή πορτοκαλιά·
που καν’ τα πορτοκάλια και δεν μυρίζουνε·
το ποιος θα τα μυρίσει θα πάει στη φυλακή·
εγώ θα τα μυρίσω κι ας πάω φυλακή.
Το μήλο πούναι στη μηλιά, το παραγινωμένο
για σέπεται, για χάνεται, για τα πουλιά το τρώνε».
Μεγάλη βαρύτητα έδιναν στην εκδήλωση οι κινήσεις όλων των μεταμφιεσμένων, ιδιαίτερα δε του Αλή και της Μπούλας. Ο μεν Αλής με το «αντί» στο χέρι, να δείχνει ότι είναι «παντοδύναμος», ρίχνοντας στάχτη στις καλοντυμένες κοπέλες και σε πολλούς από τους ξένους επισκέπτες (έθιμο), ενώ ταυτόχρονα «οι επιτήδειοι» έκλεβαν τη Μπούλα, για να γίνει στη συνέχεια παρέμβαση από τους αστυνομικούς, για την απροσδόκητη κλοπή. Στην περίπτωση που η Μπούλα λιποθυμούσε, μπροστά στα μεγέθη πίεσης που δεχόταν από πολλούς, γινόταν η παρέμβαση του γιατρού κ.τ.τ.. Εν τω μεταξύ ο χορός συνεχιζόταν με περισσότερο πάθος, αφού ήταν συγκεντρωμένο όλο το χωριό, και οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες ήταν μεθυσμένοι. Το νταβαντούρι συνεχιζόταν στην πλατεία του χωριού μέχρι τη δύση του ήλιου. Μετά ξεντύνονταν και μαζεύονταν σε κάποιο μαγαζί του χωριού για να φάνε αυτά που είχαν μαζέψει κατά το γύρισμα στα σπίτια. Το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι το πρωί, και μάλιστα τις πιο πολλές φορές συμμετείχε και η τοπική κομπανία (με κλαρίνο ντέφι και φλογέρα).
Τέλος, να επισημανθεί ότι αυτός που θα πήγαινε πρώτος την Πρωτοχρονιά το πρωί στο σπίτι κάποιου (ποδαρικό), θα τον έβαζαν να καθίσει πάνω στη φουκαλίτσα (σκούπα), για να καθίσουν οι κλωσσαριές (έτσι έλεγαν τις κλώσσες) και να βγάλουν καλά τα πουλάκια τους. Ο αφέντης του σπιτιού, αφού θα έδινε τα ζωντανά να φάνε, έκοβε μια κλάρα πουρναρίσια, πήγαινε κατευθείαν στο τζάκι με τη φωτιά (για καλό ποδαρικό στη νέα χρονιά), και συμπώντας τη σπούρη με την κλάρα έλεγε: «ζιαρ-πλια, ζιαρ πλια» (πολλά πουλιά), σας φέρνω γίδες με κατσίκια, προβατίνες με αρνάκια, αγελάδες με μοσχάρια, νύφες με γαμπρούς, παιδιά στα παντρεμένα ζευγάρια, και πάει λέγοντας. Με λίγα λόγια να προκόψουν όλοι (βιος και άνθρωποι).
Τα Άγια Θεοφάνια
Κατά την Άγια αυτή ημέρα, όπως και η λέξη υποδηλώνει, φανερώθηκε η τριαδικότητα του Θεού. Τα Άγια Θεοφάνια λέγονται και «Φώτα», γιατί κατά τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια, την παραμονή των Θεοφανίων, βαπτίζονταν οι οπαδοί της νέας θρησκείας.
Από τη μέρα αυτή ξεκινά και η αντίστροφη μέτρηση για τους καλικάντζαρους, τα γνωστά «καρκαντζάλια ή παγανά», τα οποία «σκίαζαν» τις ευχάριστες μέρες του 12/ήμερου, γιατί γέμιζαν τη γη και μπορούσαν να προξενήσουν βάσανα και συμφορές στους απρόσεχτους Χριστιανούς. «Βγαίνουν τα παγανά», έλεγαν οι παππούδες, εννοώντας τους Καλικάντζαρους που έβγαιναν από τη γη. Πίστευαν ότι από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Θεοφάνια, αυτά βρίσκονταν στον απάνω κόσμο κι έμπαιναν στα σπίτια από τις χαραμάδες, τα τζάκια ή άλλα ανοιχτά μέρη του σπιτιού και αναποδογύριζαν τους τεντζερέδες με το φαΐ, ανακάτωναν το αλεύρι και ευχαριστιόνταν να πειράζουν όποιον έβρισκαν τη νύχτα στο δρόμο. Ήρθε λοιπόν η ώρα να εγκαταλείψουν τον απάνω κόσμο και να ξαναγυρίσουν στο αιώνιο έργο τους, που δεν είναι άλλο, από το να κόψουν το δέντρο που κρατάει τον κόσμο, ώστε να γκρεμισθεί και να χαθεί για να γελάσουν με τους ανθρώπους.
Σημαντικό γεγονός αποτελούσε η αυστηρή νηστεία την παραμονή των Θεοφανίων (του Σταυρού) και το πέρασμα του παπά απ’ όλα τα σπίτια του χωριού για να φύγουν «τα παγανά». Θα ήταν παράβλεψη να μην επισημανθεί η μαζική συμμετοχή όλων των νέων του χωριού στην περιφορά των εικόνων και η εμφανέστατη θρησκευτική φόρτιση όλων των αγνών και απλών ανθρώπων της υπαίθρου κατά την Άγια αυτή ημέρα, που με ιδιαίτερη ευλάβεια ασπάζονταν την εικόνα με τη βάπτιση του Θεανθρώπου Χριστού. Κάθε νέος ηλικίας άνω των δεκαπέντε ετών, έπαιρνε μια εικόνα από την εκκλησία που λειτουργούσε ο παπάς, που τους την έδινε ο επίτροπος της εκκλησίας, αφού πρώτα προσκυνούσε με ευλάβεια (έβαζε μετάνοια) και πήγαιναν όλοι μαζί στα ξωκλήσια του χωριού. Ο πιο μεγάλος συνήθως της ομάδας κρατούσε το κακαβάκι (μικρό μεταλλικό δοχείο), μέσα στο οποίο είχε αγιασμένο νερό από την προηγούμενη ημέρα του Σταυρού και με ματσάκι βασιλικού «φώτιζε», ραντίζοντας τις εικόνες απ’ όλα τα ξωκλήσια. Κατά τη διαδρομή, έψελναν όλοι μαζί και μάλιστα με δυνατή φωνή «το Κύριε ελέησον», χωρίς να ακολουθούν κάποιο συγκεκριμένο δρόμο αλλά μέσα από τα σπαρμένα χωράφια και από τα διάφορα μονοπάτια, προκειμένου να γυρίσουν γρήγορα στην εκκλησία απ’ όπου ξεκίνησαν. «Το Κύριε ελέησον» το διαλαλούσαν σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Περπατούσαν μέχρι την επιστροφή αρκετά χιλιόμετρα και μάλιστα, έπρεπε να επιστρέψουν πριν η εκκλησία τελειώσει. Τέλος, όταν έβγαινε ο παπάς στον αύλειο χώρο της εκκλησίας για τη «βάπτιση», τα παιδιά με τις εικόνες έμπαιναν στη σειρά για να τις χαιρετήσουν όλοι οι εκκλησιαζόμενοι και μετά να γίνει η απόλυση από τον ιερέα. Μια μέρα γεμάτη δέος, μια μέρα γεμάτη συναισθήματα αγάπης, μια μέρα με περισσή περηφάνια, ιδιαίτερα για τα αγόρια.
Κάθε οικογένεια θα έπαιρνε και λίγο αγιασμένο νερό, θα το ανακάτευε με κάποια μεγαλύτερη ποσότητα από τη βρύση και στη συνέχεια θα ράντιζε όχι μόνο το σπίτι, τους βοηθητικούς χώρους, το μαντρί αλλά και τα σπαρμένα χωράφια για καλή σοδιά, ψέλνοντας το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε».
Μαζί με το μπουκαλάκι με το αγιασμένο νερό θα έπαιρναν και τις κουλούρες (που είχαν παρασκευασθεί από την παραμονή των Χριστουγέννων) με το αλάτι να αγιαστούν όλα μαζί και στη συνέχεια να τα δώσουν στο κοπάδι τους.
Σκοπός των εθίμων είναι η εξασφάλιση της καλοχρονιάς, δηλαδή η καλή υγεία και η πλούσια γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή. Καθ’ όλη τη διάρκεια του τριημέρου των Φώτων (Σταυρού, Θεοφάνια, Αγίου Ιωάννη), γιορτάζεται και μία υπολανθάνουσα λατρεία προς το νερό. Τα νερά θεωρούνται παντού αγιασμένα και δεν υπάρχει κανένας δεισιδαιμονικός φόβος τις νύχτες από τα ξωτικά του χειμώνα.
Πηγή: Αθανασίου Κ. Σιούτα, «Γλώσσα και Παράδοση στα Χάσια», Μέρος Γ΄ (Έθιμα κατά το 12/ήμερο των Χριστουγέννων), σ. 329.
Έθιμα κατά το 12ήμερο των Χριστουγέννων στα Χάσια – Του Θανάση Σιούτα