Η υγειονομική κρίση είναι πρωτοφανής και έχει ριζικά αλλάξει τη ζωή μας. Οι βεβαιότητές μας έχουν ανατραπεί και οι προτεραιότητές μας επαναξιολογούνται καθημερινά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έχει αλλάξει και ο τρόπος που σκεφτόμαστε για την οικονομία και την επιχειρηματικότητα.
Τα προβλήματα των επιχειρήσεων συσσωρεύονται και αποκτούν τη μορφή χιονοστιβάδας. Το χαρακτηριστικό των νέων προκλήσεων, ειδικότερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δεν είναι τόσο το οικονομικό τους υπόβαθρο, όσο ο κατεπείγοντας χαρακτήρας αντιμετώπισής τους.
Ειδικά στον επισιτιστικό τομέα νομίζω πως το σταυρόλεξο που καλούμαστε να λύσουμε έχει αποδέκτες μόνο «δυνατούς λύτες». Ενώ πρόκειται για έναν τομέα μείζονος σημασίας για την εθνική μας οικονομία και τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, η κατάρρευση μοιάζει αναπόφευκτη με άμεση συνέπεια την ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση του δείκτη της ανεργίας και την περεταίρω διόγκωση των οικονομικών προβλημάτων της Ελληνικής οικογένειας.
Στο πλαίσιο αυτό θα περίμενε κανείς από το κράτος, σε πρώτη φάση, μια ψύχραιμη ανάγνωση της κατάστασης και στη συνέχεια ένα πλαίσιο αποτελεσματικών ρυθμίσεων για τις επιχειρήσεις του επισιτιστικού τομέα. Κι αυτό γιατί τα προβλήματα λειτουργούν σωρευτικά και δεν αφήνουν περιθώρια δισταγμών.
Οι δανειακές υποχρεώσεις προς τις τράπεζες είναι πάντα πρόβλημα, οι ασφαλιστικές εισφορές είναι ζωντανές και οι λογαριασμοί ληξιπρόθεσμοι. Αντί αυτού, τα μηνύματα που εκπέμπονται μάλλον θολώνουν ακόμα περισσότερο το τοπίο και μεγεθύνουν την αβεβαιότητα. Αντιφατικές ειδήσεις, προβλέψεις και εκτιμήσεις διαφόρων «ειδικών» που όμως δεν γνωρίζουν το επιχειρηματικό τοπίο, παλινωδίες αποφάσεων που λαμβάνονται για να αποσυρθούν, ελάχιστα μελετημένες πρωτοβουλίες που στερούνται σοβαρότητας, μπερδεύουν τον κόσμο, δοκιμάζουν τις αντοχές και τις αγωνίες του και πρέπει να αποφεύγονται.
Ενώ λοιπόν η κατάσταση είναι οριακή, φαίνεται πως, τουλάχιστον προς το παρόν, επιλέγεται ένα αμφίβολης αποτελεσματικότητας μοντέλο διαφυγής. Αυτό που χρειάζεται είναι ρεαλισμός και ορθολογική διαχείριση χωρίς καθυστερήσεις.
Η πολιτεία πρέπει να προχωρήσει τάχιστα σε επιδότηση της εργασίας, επιδοτώντας όχι απαραίτητα το σύνολο του μισθού, αλλά σίγουρα το μεγαλύτερο μέρος του. Αυτή θα είναι μία κίνηση που θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και προϋποθέσεις αφύπνισης της πραγματικής οικονομίας με την παραγωγή εισοδήματος και την δημιουργία ενός κλίματος αισιοδοξίας για την επόμενη μέρα.
Η ψυχολογία, για όσους γνωρίζουν την αγορά, είναι καταλύτης του επιχειρηματικού κλίματος, των επενδύσεων και της επιχειρηματικής δημιουργίας. Χρειάζεται αποφασιστικότητα και τόλμη για λύσεις που πραγματικά θα κάνουν τη διαφορά.
Οι αντοχές του κλάδου είναι ελάχιστες και τα περιθώρια πια δεν είναι καν ασφυκτικά. Φοβάμαι πως είναι δυσδιάκριτα. Ας τολμήσουμε.
Χρήστος Ζαραμπούκας Β’Αντιπρόεδρος Επιμελητηρίου Τρικάλων