«Οι οιγεμονίσκοι» – Άρθρο του Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους Γέροντα Γρηγορίου

Διώξαμε τὸν βασιλιᾶ καὶ πολεμήσαμε τὴν βασιλεία, ὅτι καταλύει τὴν δημοκρατία, εἶναι πολυδάπανη, εἶναι θεσμὸς ἀταίριαστος γιὰ τὴν ἐποχή μας.

0 1.108

Διώξαμε τὸν βασιλιᾶ καὶ πολεμήσαμε τὴν βασιλεία, ὅτι καταλύει τὴν δημοκρατία, εἶναι πολυδάπανη, εἶναι θεσμὸς ἀταίριαστος γιὰ τὴν ἐποχή μας.

Διώξαμε τὸν βασιλιᾶ καὶ πολεμήσαμε τὴν βασιλεία, ὅτι καταλύει τὴν δημοκρατία, εἶναι πολυδάπανη, εἶναι θεσμὸς ἀταίριαστος γιὰ τὴν ἐποχή μας.

Γέμισε, ὅμως, ὅλος ὁ τόπος ἡγεμονίσκους. Ὁ κάθε ὑπουργὸς ἡγεμονίσκος, ὁ κάθε βουλευτὴς ἡγεμονίσκος, ὁ κάθε νεόπλουτος ἡγεμονίσκος, ὁ κάθε βιομήχανος καὶ βιοτέχνης ἡγεμονίσκος, ὁ κάθε ἐπίσκοπος στὴν Ἐκκλησία ἡγεμονίσκος, οἱ ἡγούμενοι τῶν Μονῶν ἡγεμονίσκοι, ἡ κάθε ἡγουμένη σοῦπερ ἡγεμονίσκος. Ὅλοι αὐτοὶ ἔχουν μεγάλες καὶ πλούσιες αὐλὲς καὶ δορυφόρους ἀναρίθμητους. Ποιά πόρτα νὰ χτυπήσης;

Πίσω ἀπὸ ποιά θύρα νὰ σταθῆς; Σὲ ποιόν νὰ πῆς τὸν πόνο σου καὶ τὸ παράπονό σου; Ὅποιον καὶ νὰ συναντήσης θὰ σοῦ κάνη τὴν ἐρώτηση: «− Γιατί, γύφτο, τρέμεις; − Ἀπ᾽ τὴν χαρά μου, ἀγᾶ. − Γιατί χτυπᾶς τὰ δόντια σου; − Παίζω ταμπουρᾶ.» Ἡ ἀσπλαγχνία καὶ ἡ ἀσυμπάθεια βασιλεύουν. Ἔχουν τόσο ὑψηλοὺς θρόνους, ποὺ οὔτε ὁ γυμνοσάλιαγκας δὲν μπορεῖ νὰ ἀνέβη ἐπάνω. Μεγάλη ὑψομετρικὴ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ ἡγεμονίσκου. Κανεὶς ἀπ᾽ αὐτοὺς δὲν μπορεῖ νὰ ἀκούση τὸν κλαυθμυρισμὸ τῶν πεφορτισμένων καὶ ἀπηλπισμένων. Εὐκολώτερα συναντᾶς λιοντάρι μέσα στὸν κόσμο, παρὰ ἡγεμονίσκο.

Ποτὲ δὲν κοιτάζουνε τὸν πένητα στὰ μάτια. Παγοκολόνες οἱ καρδιές τους. Κι ὅταν δορυφοροῦνται ἀπὸ πλῆθος αὐλοκολάκων, ποῦ νὰ προσεγγίσης, ποῦ νὰ αἰσθανθῆς ζεστασιά;

Αὐτὲς τὶς μέρες ἔστειλα ἕναν ἀπελπισμένο σὲ ἡγούμενο μεγάλης Μονῆς τοῦ Ὄρους. Ἕνα λόγο παραμυθίας δὲν τοῦ ἔρριξε στ᾽ αὐτιά του, ἂν καὶ θέλει νὰ τιμᾶ τὴν Παναγία τὴν Παραμυθιά. Διαδικαστικὰ ἐζήτησε καὶ προπομποὺς στὴν δυστυχία του. Ἐπέστρεψε πλήρης ἀπογοήτευσης. Ἔμαθα πὼς προσφέρει, δίνει, καὶ ἔστειλά τον. Καὶ τὸν ἐσκόρπισε ἔμπροσθέν του σὰν νὰ ἦταν ἐχθρός του. Ἔσκυψα στὴν κεφαλή του καὶ τοῦ εἶπα:

− Παιδί μου, ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς δὲν θὰ σὲ βοηθήση.

Χτυπήσαμε καὶ πόρτα πλουσίου καὶ ἔλεος δὲν βρήκαμε. Ἀκόμα τὰ αὐτιά μου ὑποφέρουν ἀπὸ τὰ μάνταλα καὶ τὰ σίδερα τῆς κλεισμένης καρδιᾶς. Κατάλαβα πὼς αὐτοὶ οἱ ἡγεμονίσκοι εἶναι βαρήκοοι, εἶναι βαρυκάρδιοι. Σὰν ψωμὶ φρεσκοφουρνισμένο τρῶνε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Τοὺς κόπους τοῦ λαοῦ τοὺς βλέπουν σὰν τοὺς ἱστοὺς τῆς ἀράχνης. Ὅλα τὰ σπίτια ἀναστενάζουν. Ἀποκαλοῦν τὸν Θεὸ ἀδυσώπητο καὶ τοὺς πλουσίους ἀδέκαστους. Στὸ χωράφι τους δουλεύουν, καὶ ὅμως, ὅταν δύση ὁ ἥλιος, μὲ ἀδειανὰ χέρια γυρίζουν στὸ σπίτι τους. Ἡ γυναίκα ζητᾶ, τὰ παιδιὰ ζητᾶνε, καὶ κάνουν τὴν θέση τοῦ πατέρα πιὸ δυστυχισμένη. Δὲν ὑπάρχει πιὰ στὴν γῆ οἰκονόμος, δὲν ὑπάρχει φιλότιμος ἐργοδότης, δὲν ὑπάρχει συμπάθεια. Ἀπονιὰ βασιλεύει.

Μιὰ μάννα τὶς βαρειὲς νύχτες τοῦ χειμῶνα ἔτρωγε τὸν ζεστὸ τραχανᾶ καὶ βούρκωναν τὰ μάτια της καὶ μονολογοῦσε: «Ἄραγε αὐτὰ τὰ παιδιὰ ἔχουν ἀπόψε κάτι ζεστὸ νὰ φᾶνε; Ἔχουν στρωσίδια νὰ σκεπαστοῦν; Ἔχουν ζεστὰ φορέματα νὰ ἐνδυθοῦν;».

Τὸ παλάτι ἤτανε πιὸ προσιτὸ καὶ τὴν πόρτα του, μὲ τὸ πρῶτο χτύπημα, τὴν εὕρισκες ἀνοιχτή. Κανένας δὲν ἔφευγε βδελυκτὸς καὶ ἀπαραμύθητος. Ποιός θὰ κλίνη τὸ οὗς του σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο; Ποιός θὰ τοὺς σώση ἀπὸ τὸ «ἡρωϊκὸ τέλος» τῆς ἀπελπισίας; Ποιός θὰ συγκρατήση τὴν ἐξαθλίωση τοῦ κόσμου; Μὲ ὕφος καὶ ὑψηλοκαρδία ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ φάσκουν ὅτι κάτι εἶναι, δὲν παραμυθεῖται ὁ λαός, δὲν παρακαλεῖται.

Χριστέ μου, διάλυσε τὶς ἡγεμονίες σ᾽ ὅποιον χῶρο καὶ νὰ βρίσκωνται. Ἐξολόθρευσε τοὺς δυνάστες. Ἀφαίρεσέ τους τὸ δικαίωμα νὰ ζητοῦν παραλογισμοὺς καὶ εὐπορισμοὺς ἀπὸ τὸν πτωχὸ λαό. Ἐσκλήρυνας τοῦ αἰτεῖσθαι.

Παναγία μου, ἄκουσε τὸν στεναγμὸ τῆς καρδιᾶς τῶν πενήτων, τῶν πονεμένων. Δὲν μποροῦνε νὰ ἀνακατεύουνε στὸ τσουκάλι τὸ ἴδιο φαγητὸ κάθε μέρα. Καὶ οἱ ἡγεμονίσκοι νὰ μὴ ξέρουν τί νὰ φᾶνε. (Ἕνας ταλαιπωρημένος ἡγούμενος στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔλεγε: «Ἄλλος δὲν ἔχει νὰ φάη κι ἄλλος δὲν ξέρει τί νὰ πρωτοφάη».)

Ἐξαφάνισε, Κύριε, τὴν λύπηση, τὴν ἀνέχεια καὶ τὴν στέρηση. Παράλυσε τὰ μακριὰ χέρια, ποὺ νύχτα-μέρα ψάχνουν τὰ πανέρια. Τὰ ἀγαθά σου εἶναι πλούσια ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ λίγοι τὰ μοιράζονται. Ὁ πιὸ πολὺς κόσμος δυστυχισμένος εἶναι. Τὸ χαρούμενο πρόσωπο σπανίζει. Ὅλοι περπατοῦν καὶ παραμιλοῦν. Ἄκουσε, Κύριε, τὸ παραμιλητό τους καὶ ἐλέησον τοὺς δούλους σου.

Καὶ ὅσο περνάει ὁ καιρός, τὰ βογγητὰ καὶ οἱ ἀναστεναγμοὶ πληθαίνουν. Ἂς τελειώσουμε μὲ τὴν εὐχή: «Τὸ ἔλεός σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωης μου».

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Litespeed Greek Web Hosting by NetSpace.gr