Αθανάσιος Σιούτας: Παρουσίαση του Βιβλίου του Υποστράτηγου Γιώργου Γράβαλου
ΒΙΒΛΙΟΓΝΩΡΙΜΙΕΣ
Γεωργίου Γράβαλου «ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΩΔΕΚΑ ΘΕΟΥΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΣΤΟΥΣ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ», σελ. 210
Παρουσιάζει ο συν/χος δάσκαλος Θανάσης Σιούτας
Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ιωάννη Στ. Φλαούνα (Αθήνα) ένα καλαίσθητο πόνημα που φέρει τον τίτλο «ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΩΔΕΚΑ ΘΕΟΥΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΣΤΟΥΣ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ». Είναι του εξαίρετου και ταλαντούχου συγγραφέα Γιώργου Γράβαλου, Υποστράτηγου Ε.Α., γέννημα θρέμμα Χασιώτης (Αγιόφυλλο). Ένα έργο γλαφυρό, μοναδικό, επιστημονικό και πρωτότυπο. Έχει δικά του ιδιαίτερα γνωρίσματα………..
Κάθε αναγνώστης, «ψηλαφώντας» και μόνο τον τίτλο αυτού του πονήματος (δοκιμίου κατά τον ίδιο), γοητεύεται, γιατί διασχίζει μονοπάτια και γέφυρες πολιτισμών, αφού συνδέει τα Προχριστιανικά χρόνια – Δωδεκάθεο, με την μετά Χριστό εποχή και συγκεκριμένα μας ταξιδεύει από το Δωδεκάθεο, στους Δώδεκα Αποστόλους του Χριστού. Ένα εγχείρημα – τόλμημα όχι και τόσο εύκολο. Κινείται σε μια αντιπροσωπευτική περίοδο, η οποία καθόρισε και την πολιτισμική πραγματικότητα της μετέπειτα Ευρώπης (330 μ. Χ. και μετά). Δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι Ευρωπαίοι, ως επί το πλείστον Γερμανοί φιλόσοφοι, που μελέτησαν την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και τον αρχαίο ελληνικό Πολιτισμό και τόλμησαν να ορθώσουν ανάστημα, ειδικά κατά την περίοδο της οικονομικής εντάξεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, λέγοντας ότι δεν νοείται Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς την Ελλάδα. Πολύ ορθά λοιπόν υποστηρίζει ο συγγραφέας ότι «Ευρωπαίος είναι αυτός, που γνώρισε και στηρίχθηκε στην Αρχαιοελληνική Ορθολογιστική σκέψη. Η Ευρώπη είναι εκεί, όπου έχουν απήχηση το όνομα του Μωϋσή, του Αποστόλου Παύλου, του Πλάτωνα και του Σωκράτη, του Κικέρωνα και του Οράτιου».
Δηλώνει ευθύς εξ αρχής ότι είναι λάτρης της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας και της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης και πιστεύει στο πάντρεμα αυτών των δύο και στην διαμόρφωση του Ελληνο-Ορθόδοξου Χριστιανικού Πολιτισμού (Ελληνο-Βυζαντινού). Μας φέρνει στη μνήμη ολόκληρο τον αρχαίο ελληνικό Πολιτισμό, αρχίζοντας από τα έπη του Ομήρου (Ηλιάδα – Οδύσεια, 9ος – 8ος π. Χ. αιώνας), τη «Θεογονία» του Ησιόδου (7ος π. Χ. αιώνας), όπου παρουσιάζει όπως και ο Όμηρος, οργανωμένα και ιεραρχικά δομημένα τους δώδεκα Θεούς της αρχαιοελληνικής θρησκείας, καθώς επίσης αναφορές του Θείου Όντος από τον Ευριπίδη στο έργο του “Ελένη”, από τον Πλάτωνα στον “Τίμαιο”, καθώς επίσης και από το Γεωγράφο Στράβωνα, ο οποίος μεταξύ άλλων γράφει: «Ο φόβος και ο τρόμος από τις τιμωρίες με τις οποίες οι Θεοί υποτίθεται ότι τιμωρούν τους παραβάτες……. Είναι αδύνατον να κυβερνηθεί ο κοινός όχλος και να οδηγηθεί στην αρετή μέσω φιλοσοφικών επιχειρημάτων, αλλά αυτό γίνεται μέσω της δεισιδαιμονίας, των παραμυθιών και των μυθολογικών τεράτων… Όλα αυτά τα επινόησαν οι αρχαίοι νομοθέτες, για να τρομάζουν το ανόητο πλήθος». Μεγαλύτερη όμως σημασία έχει το γεγονός ότι κάθε κοινωνία και κάθε οργανωμένο Έθνος λάτρευε τους δικούς του Θεούς. Αυτό δείχνει ότι όλοι οι άνθρωποι πάνω στον πλανήτη γη πιστεύουν σε κάποιο Θεό, έστω και αν δηλώνουν άθεοι. Και δια του λόγου το αληθές ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον Πλούταρχο, ο οποίος αναφέρει: «Περιοδεύοντας θα συναντήσεις και πόλεις ατείχιστες, αγράμματες, αβασίλευτες, ακατοίκητες, όμως ανίερη (χωρίς ιερό ναό ή τέμενος) και άθεη πόλη, κανένας δεν είδε ούτε θα δει».
Ο συγγραφέας φιλοσοφεί και χρησιμοποιεί ρήσεις Πατέρων της εκκλησίας οι οποίοι ομολογούν ότι ο Χριστιανισμός δεν δημιουργήθηκε ανεξαρτήτως του Ελληνισμού· χωρίς αυτόν, θα ήταν αδύνατη η διάδοση και επικράτησή του. Η Αρχαία Ελληνική γλώσσα είναι ο πρωταγωνιστής των εξελίξεων στους δώδεκα Θεούς του Ολύμπου (κι όχι μόνο), η λατρεία των οποίων καθιερώθηκε με περίτεχνους ναούς (Παρθενώνας) και βωμούς με θυσίες ζώων αλλά και πολυαγαπημένων προσώπων. Δεν ξεχνά ότι με τον 12/θεο, δημιουργήθηκαν τα μαντεία (Δελφών και Δωδώνης) και ξεκίνησε η προσφυγή σε αυτά επιφανών Αρχόντων της Αρχαίας Ελλάδας, τα οποία άρχισαν να παρακμάζουν στα Χριστιανικά χρόνια του Βυζαντίου. Με μια ιδιαίτερη μαεστρία αναφέρει λεπτομερώς όλα σχεδόν τα αποφθέγματα των επτά σοφών της αρχαιότητας, καθώς επίσης τους τραγικούς ποιητές (Αισχύλο, Σοφοκλή και Ευριπίδη) και τους τρεις μεγάλους φιλοσόφους της Αρχαίας Ελλάδας (Σωκράτη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη).
Για να φθάσει ο συγγραφέας στους Δώδεκα Αποστόλους του Χριστού, ξεκινάει από τις Μονοθεϊστικές Θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλαμισμός), αφού πρώτα μνημονεύσει τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, την δημιουργία του Σύμπαντος και την ιστορία των Πατριαρχών (Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ). Συνεχίζει με την ιστορία του Ιωσήφ, τη γέννηση του Μωυσή, με την εποχή των Κριτών και των Προφητών, για να καταλήξει στον Χριστιανισμό με την Καινή Διαθήκη και τους τέσσερις μεγάλους Ευαγγελιστές (Ματθαίο, Μάρκο, Λουκά και Ιωάννη).
Μετά την ανάδειξη και αναγνώριση του Θεανθρώπου Χριστού, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στα κηρύγματα, θαύματα και τις παραβολές Του, ιδίως μετά τη Βάπτιση, τη μετάβασή του στην Έρημο για σαράντα ημέρες και το κάλεσμα των πρώτων μαθητών. Μετά τη θριαμβευτική είσοδο του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, ο συγγραφέας αρχίζει την αντίστροφη μέτρηση της ζωής του Κυρίου, προκειμένου να φανερωθεί το θέλημα του Θεού. Και ενώ μετά τη σύλληψή του αρχίζει το μαρτύριο του Γολγοθά, Εκείνος με πραότητα, ταπεινοφροσύνη, εγκράτεια και υπομονετικότητα απέναντι σ’ αυτούς που τον χλεύαζαν και τον περιέπαιζαν κατά το χρόνο παραμονής Του πάνω στο Σταυρό του μαρτυρίου, εκτόξευε από τα διψασμένα χείλη Του φράσεις που καταμαρτυρούν περίτρανα το μεγαλείο του Θεού. Το «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Πατέρα, συγχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν), είναι αδύνατο να ειπωθεί από κοινά ανθρώπινα χείλη.
Τοποθετεί πολύ Ψηλά το Γένος των Ελλήνων σε σχέση με άλλα γένη λαών, το οποίο μυθοποίησε και έπλασε στο μυαλό του το 12/Θεο (6 άνδρες και 6 γυναίκες) και επισημαίνει τη διαφορά μεταξύ των δώδεκα Θεών του Ολύμπου και των δώδεκα Αποστόλων του Χριστού. Όσο για τον 12/ριθμο (12 Θεοί Ολύμπου, 12 Απόστολοι του Χριστού, 12 φυλές του Ισραήλ, 12 άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, 12 μήνες του χρόνου, 12/άδες σε ποτήρια, πιάτα κ.λπ.), πράγματι αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης, αλλά δεν βρέθηκαν αξιόπιστα και ικανά στοιχεία, ώστε να καταχωρηθούν στο παρόν δοκίμιο.
Συμπερασματικά θα μπορούσα να πω ότι παρουσίασες, φίλε Γιώργο, μια αξιόλογη μελέτη ενός θέματος, που πολύ λίγοι θα επιχειρούσαν να ασχοληθούν. Ανήκεις στους σύγχρονους στοχαστές φιλοσοφικών θεμάτων, αφού γνωρίζεις πάρα πολύ καλά ότι η εποχή του «πίστευε και μη ερεύνα», όπως και «πας μη Έλλην βάρβαρος», πέρασε ανεπιστρεπτί (βαρβάρους ονόμαζαν οι Έλληνες τους λαούς που μιλούσαν διαφορετική γλώσσα από τη δική τους). Σου αξίζουν συγχαρητήρια!