Άρθρο – Όταν η ασχήμια δάκρυσε….
Καλησπέρα, καλησπέρα. Ξετυλίγοντας το νήμα της ζωής, μιας βιωτής απρόσμενων γεγονότων και ανατρεπτικών καταστάσεων,
Καλησπέρα, καλησπέρα. Ξετυλίγοντας το νήμα της ζωής, μιας βιωτής απρόσμενων γεγονότων και ανατρεπτικών καταστάσεων,
Καλησπέρα, καλησπέρα. Ξετυλίγοντας το νήμα της ζωής, μιας βιωτής απρόσμενων γεγονότων και ανατρεπτικών καταστάσεων, μέσα από τις οδύνες του χθες ξεπηδά η μεθυστική αύρα μιας αναγεννησιακής προοπτικής.
Προοπτικής ακραιφνούς βίωσης ενός εαυτού που δυστυχώς όχι μόνο ερωτοτροπεί με νοσηρές έως και εωσφορικές καταστάσεις του χρόνου που άφησε την παρουσία του πίσω, αλλά αρέσκεται να ζει το χθες στην δυναμική του χρόνου όπως εκείνος αβίαστα και όμορφα εξελίσσεται.
Αφήνοντας την ασχήμια πίσω του, εξακολουθεί σαν ανόητος εραστής καταστάσεων που μοιάζουν και είναι είδωλα της απομυθοποιημένης του εικόνας, να βυθίζει τις μύχιες υπαρξιακές ανησυχίες και επιθυμίες στο χθες, μέσα από το σήμερα. Έτσι με τραγικό τρόπο, η ύπαρξη του που πλάστηκε με την ελπίδα να ξεντυθεί τη γύμνια της σκοτεινής ψυχής και να ντυθεί τη φωτεινότητα της χάριτος του αγίου Πνεύματος, ανακυκλώνεται. Και ανακυκλώνεται στην εγωπάθεια της κατάθλιψης που δεν αποτελεί ψυχολογική κατάσταση, αλλά εωσφορικό τέχνασμα του καταραμένου και μισάνθρωπου εωσφόρου.
Η ασχήμια αυτή δεν εγκλωβίζει μόνο τον εαυτό στα πάθη που βασανίζουν την ανθρώπινη ψυχή. Έχει την θλιβερή ικανότητα να μεταδίδει την αμαύρωση της και σε άλλες ψυχές. Όμως δεν ευθύνονται οι άλλοι πάντα για την κατάσταση της δικής μας αμαύρωσης. Αν υποστηρίζαμε σθεναρά και απόλυτα κάτι τέτοιο, απλά θα γινόμασταν άλλος ένας θιασώτης του Jean-Paul Sartre που ισχυριζόταν πως «κόλαση είναι οι άλλοι». Η αναζήτηση κάθε ηθικής εκτροπής και μάλιστα πνευματικής, είναι ανάγκη να εντοπιστεί στον «έσω» εαυτό μέσα από προσεκτικές αυτογνωσιακές επεμβάσεις στο ειδεχθές της προσωπικότητας που κάθε μία είναι ξεχωριστή.
Σε κάθε περίπτωση η αναμόχλευση των στοιχείων που όχι μόνο συγκροτούν την προσωπικότητα, αλλά και την οδηγούν (ως μη αγαθή χρήση του αυτεξούσιου) στην υιοθέτηση των φθονερών εγωκεντρικών στοιχείων, δεν πρέπει να αποτελεί μία επιπόλαια ευκαιριακή κατάσταση. Αυτό ενθαρρύνει ως επαναλαμβανόμενη προπτωτική κατάσταση, τη συνήθεια η αμαρτία να μοιάζει με συνήθεια δικαιολογημένη. Έτσι λοιπόν αν ο άνθρωπος συνειδητά επιλέξει την αλλαγή που αποτελεί τη μετάνοια στη γλώσσα της εκκλησίας, χρειάζεται να πετύχει αρχικά την αυτογνωσιακή τοξοβολία της υπαρξιακής ολότητας του (κάτι σαν την τέχνη του ΖΕΝ). Και χρειάζεται να την πετύχει στο στόχο της μετοχής στο άγιο που εκπέμπει ο σταυρός του πόνου και ο λόφος της ανάστασης. Έτσι την οδύνη του, θα την μετατρέπει σε αγιοπνευματική ηδονή.
Και την ηδονή την κοσμική ως άρνηση της σάρκωσης της εωσφορικής ασχήμιας. Έτσι το αφηρημένο γίνεται συγκεκριμένο και το απρόσωπο κατ’ εικόνα. Και φυσικά η αυτογνωσιακή αυτή εμπειρία, αποτυγχάνει αν απλά ταξιδέψει προς την Ιθάκη του Καβάφη. Στόχος δεν είναι το ταξίδι στη γνωριμία του «πως» και του «γιατί», αλλά η μαρτυρική ταύτιση με την αληθινή χαρά και αγάπη που είναι ο Τριαδικός Θεός.
Ο άνθρωπος φυσικά αναζητώντας τα του εαυτού του και σκαλίζοντας τις ανησυχίες της ψυχής του, δεν μπορεί αποτελεσματικά να διεισδύσει στην εσωτερική του ασχήμια χωρίς να σκεφτεί πως είναι μέρος του Ενός. Και αυτός ο δεσμός πέρα της οντολογικής του φύσεως, είναι βιωματική εμπειρία που διαπνέει όλη τη ζωή του ανθρώπου από τη στιγμή που πλάστηκε.
Ψάχνοντας τον εαυτό του, ψάχνει τον Θεό. Για να δει την ανθρώπινη του φύση, αναγκαστικά θα «σκοντάψει» σ’ Εκείνον που τον δημιούργησε. Και είναι αναπόσπαστο κομμάτι εκείνου, αφού δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα» Εκείνου. Τη σχέση αυτή αποτυπώνει με όμορφο τρόπο ο Επιμενίδης (στίχος του αποστόλου Παύλου που αποδίδεται στον Επιμενίδη – με ανάλογο περιεχόμενο αναφέρει σχετικά κάτι και ο φιλόσοφος George Berkeley) λέγοντας πως «εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν, ως και τινές των καθ’ υμάς ποιητών ειρήκασι». Αυτή λοιπόν η κατασκευή του ανθρώπου ανάγεται στη βούληση του Θεού. Και μελετώντας ο άνθρωπος τον εαυτό του, διαπιστώνει την άπειρη σοφία του Δημιουργού του, καθώς «ου μάλλον εξ ουρανού και γης τον Θεόν έστιν επιγνώναι ή και εκ της οικείας ημών κατασκευής».
Είναι πολύ δύσκολο να ζεις με την ασχήμια της ψυχής σου. Δεν πιστεύω πως θα ήθελε κάποιος να ζει έχοντας μνησικακία μέσα του, μίσος, εκδίκηση, εγωισμό εωσφορικό, αλαζονεία και κάθε τι αρνητικό που καθηλώνει την ψυχή του σε καταστάσεις πνευματικού έρεβους. Όμως η ασχήμια αυτή που πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πως δεν αλλάζει και θα υφίσταται, μόνο με ταπείνωση υποχωρεί και σιγά σιγά ο άνθρωπος αποκτά όλες εκείνες τις αρετές που τον κάνουν να φέρει μέσα του την αγάπη του Θεού και να τον δοξολογεί για τον έλεος Του. Η αγαθότητα και η αγάπη είναι εκείνες που μπορούν να θεραπεύσουν έναν αμαρτωλό σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης. Η μετάνοια είναι ικανή όλα να ανατρέψει, όλα να τα αλλάξει, καθώς «ου φέρει το μυστήριον έρευνα» και στην συγκεκριμένα αναφορά μυστήριο είναι η μετάνοια, η «δεύτερη αναγέννηση» όπως την αποκαλεί ο Ισαάκ ο Σύρος.
Η ασχήμια αυτή, έχει την αναγωγή της στον εγωισμό. Από εκεί ξεκινάνε όλα τα υπόλοιπα πάθη της ψυχής. Ο εγωισμός που είναι πηγή πολλών κακών, για να μειωθεί στον άνθρωπο δεν πρέπει να πειθαρχηθεί από κάποια ανώτερη ρυθμιστική αρχή με τη δημιουργία του «Λεβιάθαν» (δηλ. του κράτους) όπως υποστηρίζει στο ανάλογο έργο του ο Thomas Hobbes. Δεν είναι κάτι που θα αντιμετωπιστεί με κοινωνικά κριτήρια και δεν έχει την αρχή του σε κοινωνιολογικές προεκτάσεις. Είναι θέμα πνευματικής φύσεως. Κάτι που πολέμησαν τόσοι άγιοι και μάρτυρες. Κάτι για τις ρίζες του οποίου και την αντιμετώπιση του, έγραψαν τόσοι ασκητές και Πατέρες στα συγγράμματα τους.
Το να υποστηρίζεις ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει και τα πάθη του τον συνοδεύουν είναι κατανοητό. Αυτό δείχνει και η ζωή πολλές φορές. Το να υποστηρίζεις όμως απόλυτα ότι ο άνθρωπος παραμένει ως έχει και ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ελαττώσει κάποια από τα άσχημα του εαυτού του και πάθη του είναι ανόητο. Η μεταστροφή του ανθρώπου έχει να κάνει σίγουρα με την ελευθερία του. Με το πώς την χρησιμοποιεί και για ποιο σκοπό. Σημασία έχει και η προαίρεση του (κάτι που τονίζουν συνέχεια οι Πατέρες της εκκλησίας). Αξίζουν αναφοράς οι παρακάτω σχετικοί λόγοι μιας ήσυχης και ταπεινής ψυχής του γέροντος π. Εφραίμ Φιλοθεΐτου: «Πίσω από τη θλίψη, πίσω από τη δοκιμασία, κρύβεται η ευλογία του Θεού, κρύβεται η αναγέννηση, η ανάπλαση του ανθρώπου, της οικογενείας. Οι πάντες σχεδόν τη μεταστροφή τους την οφείλουν σε κάποια δοκιμασία…σε κάθε δοκιμασία πίσω κρύβεται το θέλημα του Θεού και η ωφέλεια την οποία φυσικά ίσως εκείνο τον καιρό να μην μπορεί να την δει, αλλά με τον χρόνο θα την γνωρίσει την ωφέλεια…όλοι οι πειρασμοί, οι ασθένειες και οι δοκιμασίες είναι πνευματικά μαθήματα, με τα οποία ο Άγιος Θεός μας εκπαιδεύει για την αιώνιο ζωή. Όλες οι δοκιμασίες έχουν καθαρώς πνευματική σημασία…οι δοκιμασίες αυτές έχουν σκοπό την αύξηση της ταπεινώσεως, της αυτογνωσίας και αυτομεμψίας». Ο πόνος και η θλίψη που γεννά κάθε δοκιμασία στη ζωή είναι η αρχή για μία νέα ανάσα στην ψυχή του ανθρώπου. Ανάσα που δίνει ζωή σε ένα σώμα που παραιτείται και σε μία ψυχή που ραθυμεί. Πιστεύω πως μόνο η αγάπη του Θεού μπορεί να ξεκινήσει την αλλαγή στη ζωή του ανθρώπου.
Πολλά ωφελιμιστικά συστήματα και φιλοσοφικές θεωρίες έχουν τη δυνατότητα να οδηγήσουν τον άνθρωπο στη μεταμέλεια περισσότερο, παρά στη μετάνοια, και στη διάπλαση ενός «καλού καγαθού» πολίτη. Η αλήθεια είναι πως «η ικανοποίηση της απληστίας γίνεται το νόημα της ζωής», θέση την οποία διατύπωσε ο Γερμανός ψυχαναλυτής και κοινωνικός φιλόσοφος Erich Fromm. Αυτές οι μεταστροφές των διαφόρων θεωριών έχουν μία αδυναμία. Η αδυναμία αυτή προέρχεται από τη σύνδεση της ανθρωπολογικής φιλοσοφίας και η ανάλυση του ανθρώπου ως «ον», με βάση κοινωνιολογικά και ταξικά πολλές φορές κριτήρια. Έτσι παραγκωνίζεται η πνευματική φύση της ανθρώπινης ύπαρξης, ο σκοπός ύπαρξης της και τελείωσης της.
Κι ενώ τα κοινωνικά μανιφέστα αποκαθιστούν αδικίες, οι φιλοσοφικές θεωρίες δίνουν την ηδονή στην ψυχή (η αρχή και το τέλος του μακαρίως ζην στην Επικούρεια φιλοσοφία) και τα πολιτικά συστήματα συμβάλλουν στη δικαιοσύνη και ευημερία, ο ορθόδοξος ανθρωπισμός μεταμορφώνει, αγιάζει και σώζει τον αμαρτωλό και φθαρτό άνθρωπο.
Έτσι η μεταστροφή ξεκινά από το τίναγμα της αγάπης του Θεανθρώπου προς τον άνθρωπο της πτώσης και της συσκότισης. Αυτή η επανάσταση της αλλαγής, της ρήξης με τα πάθη της ψυχής, της μεταστροφής και της άρνησης για δεκτικότητα της ισχύουσας κατάστασης που δυστυχώς γίνεται δεδομένη από την απάθεια του ανθρώπου, διατυπώνεται με τολμηρό ύφος στις ιδέες του Ρώσου θεωρητικού του αναρχισμού Μιχαήλ Μπακούνιν που ασυμβίβαστος στα δεδομένα της φύσης και της κοινωνίας, υποστήριξε ότι «ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να εξεγερθεί, αναμορφώνοντας τον κόσμο και τον ίδιο μέσα στον κόσμο».
Και πως επίσης «το αν δεχτεί κανείς όλα τα δεδομένα του περιβάλλοντος, το να συμφιλιώνεται με τα δαιμόνια και τις ατέλειες του σύμπαντος, σημαίνει ότι παραιτείται από την ελευθερία».
Έτσι λοιπόν τίποτε δεν είναι δεδομένο στην ανθρώπινη φύση. Αν ήταν δεδομένο δεν θα υπήρχαν άγιοι και μάρτυρες που μετανόησαν (αναίρεση του «δεδομένου»
κατά την άθλια κοσμική νοοτροπία ρήση «ο άνθρωπος δεν αλλάζει») και που αντιμετώπισαν τα εωσφορικά τεχνάσματα και τις πονηρίες του μισάνθρωπου διαβόλου.
Δεν θα υπήρχε ο ληστής του Παραδείσου, ο απόστολος Παύλος, ο άγιος Κωνσταντίνος, ο άγιος Κυπριανός, η οσία Μαρία η Αιγυπτία, η αγία Ευδοκία, η οσία Πελαγία, η αγία Ταϊσία, ο όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ο άγιος Αυγουστίνος, ο άγιος Ιερώνυμος που εισήλθαν μέσα από την μετάνοια στη Βασιλεία των Ουρανών.
Η αγία μας Εκκλησία πριν λίγες μέρες γιόρτασε με χαρά ένα παράδειγμα αγίων που υπήρξε «παράλογο». Οι άγιοι Αυγουστίνος και Ιερώνυμος. Μία «παράλογη» μεταστροφή δύο ανθρώπων που αρχικά δεν είχαν σχέση με τον σωτήριο λόγο και τις ευαγγελικές και πατερικές αλήθειες της ορθόδοξης πίστης. Κι όμως δύο απίστευτα αμαρτωλά χοϊκά δημιουργήματα με σάρκα και όπως και κάθε άνθρωπος, δύο άνθρωποι με το προνόμιο της αυτεξούσιας επιλογής στη ζωή τους όπως και κάθε άνθρωπος, βυθίστηκαν στην πτώση των ψυχών τους με τέτοια πόρωση που για εκείνους δεν υπήρχε Θεός. Όμως η ανθρώπινη λογική της κοσμικής άποψης πως ο άνθρωπος δεν αλλάζει, για άλλη μία φορά βυθίστηκε κι αυτή στην πτώση της ανυπόστατης εκφραστικής της, προσκυνώντας για άλλη μία φορά τα θαύματα των θαυμάτων που συντελούνται με την αγαθή χρήση της δοθείσης ελευθερίας από τον Τριαδικό και Πανάγαθο Θεό και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, το οποίο «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί».
Και υπήρξε ένα από τα όντως «άλογα» αληθινά παραδείγματα φθαρτών ανθρώπων και υποτελών στα πάθη τους που μόνο ξεπεσμός υπήρξε η κοσμική τους ζωή. Ο άγιος Αυγουστίνος ζούσε έκλυτη, ανήθικη και διεφθαρμένη ζωή και όταν μετανόησε έγραψε: «Θεέ μου πως είχα γίνει, αγνώριστος. Είχα μεταμορφωθεί και το πρόσωπο μου είχε χάσει την ομορφιά που είχε». Ο άγιος Αυγουστίνος έζησε τόσο έκλυτα τη ζωή του μέχρι να μετανοήσει, που συνεχώς έπεφτε στα πάθη του, χωρίς να συνειδητοποιεί τον ηθικό του ξεπεσμό. Ο ίδιος μάλιστα απέκτησε και εξώγαμο παιδί στα 18 του. Όμως η μητέρα του αγία Μόνικα, με τα δάκρυα της και τις επίμονες προσευχές της, έσωσε τον γιο της.
Ο Αυγουστίνος γράφει στις εξομολογήσεις του: «Είχα πει ανόητο βιβλίο την Αγία Γραφή και με απλά λόγια εκφρασμένο, αλλά κάτω από την απλότητα, κρύβεται όλη η σοφία και φιλοσοφία, που δεν θα την βρείτε, ούτε σε Κικέρωνα, ούτε σε Πλάτωνα, ούτε σ’ Αριστοτέλη, ούτε σε κανένα φιλόσοφο. Τέτοια άφθαστη σοφία και φιλοσοφία είναι αυτή που κρύβει». Και η φράση που τον ταρακούνησε και άρχισε να αλλάζει τη σκέψη του ήταν η εξής φράση από την αγία Γραφή: «Μη κώμαις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω, αλλά ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθαι εις επιθυμίας».
Έτσι, ξεκίνησε η μεταστροφή του. Και ο Αυγουστίνος απέκτησε μετάνοια. Η μετάνοια αποτελεί θα λέγαμε ηχηρό χαστούκι στην κοσμική και αφοριστική λογική της «θεωρίας» των δεδομένων. Μία λογική που καθηλώνει και καταδικάζει σε μονομέρεια την κίνηση και προαίρεση της ελευθερίας του ανθρώπου, οδηγώντας τον σε πνευματική αφαίμαξη και αναπηρία.
Στη ζωή του συνέβη κάτι άξιο αναφοράς. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να δούμε πως το άγιο Πνεύμα τον κατεύθυνε και τον αξίωσε να ιερωθεί και γίνει επίσκοπος παρά τις αμαρτίες του και τον ανήθικο βίο του. Κάτι που άνθρωποι που διακατέχονται από τάσεις κατάκρισης του άλλου και των ιερέων για το πώς χειροτονούνται, αντικαθιστώντας το άγιο Πνεύμα για να κρύψουν τις κομπλεξικές τους ατέλειες ως ανασφαλή, αρέσκονται να ανάγουν το μυστήριο στη σφαίρα της κοσμικής εξήγησης. Έτσι δικαιακά και νομοτελειακά χάνονται στις σκέψεις τους.
Σκέψεις αποχρωματισμένες από την αγιαστική ενέργεια και χάρη του αγίου Πνεύματος που εκείνο γνωρίζει τα «πως» και τα «γιατί». Η μετάνοια και το άγιο Πνεύμα δεν ζυγίζονται με ανθρώπινες σκέψεις, υποθέσεις και κανόνες. Το άγιο Πνεύμα δεν κρίνει, δεν κατακρίνει, δεν συκοφαντεί, δεν καταδικάζει. Η χαρά της ζωής στην αγία εκκλησία είναι ακριβώς αυτή η ανεξήγητη πολλές φορές «κίνηση» και επιλογή ανθρώπων από το άγιο Πνεύμα που με μυστικό τρόπο εργάζεται σε αμαρτωλές ψυχές που ζητάνε Χριστό. Σε ψυχές που θέλουν να διακονήσουν τον Χριστό.
Έτσι στην πόλη Ιππώνα όπου ο άγιος παρέμεινε αφού του το ζήτησε ο Επίσκοπος, κάποια στιγμή παρουσιάστηκε έλλειψη ιερέως και ο Επίσκοπος ζήτησε έναν καλό ιερέα. Ζητούσε λοιπόν από το ποίμνιό του να διαλέξει για ιερέα έναν καλό άνθρωπο της Επισκοπής. Έτσι μια μέρα όλοι με μια φωνή φώναξαν: «Τον Αυγουστίνο ιερέα». Τα έχασε ο Αυγουστίνος: «Εγώ να γίνω ιερέας; Εγώ που ήμουν ένας άσωτος, ένας πόρνος, ένας αιρετικός..;». Ο κόσμος όμως επέμενε και ο Αυγουστίνος όφειλε να υποχωρήσει. Ο Επίσκοπος τον χειροτόνησε διάκονο και πρεσβύτερο.
Η αγάπη του στον Θεό έγινε η κινητήρια δύναμη ενός μεγαλεπήβολου και σπάνιου έργου το οποίο ανέπτυξε σαν ιερέας. Και ο καλός Επίσκοπος ζητάει τον Αυγουστίνο όχι μόνο ιερέα αλλά τον θέλει συνεπίσκοπό του., λέγοντας «Να κάνω τον Αυγουστίνο συνεπίσκοπό μου∙ να διοικούμε μαζί τον Ιππώνα». Και έτσι ο Αυγουστίνος σύντομα χειροτονήθηκε και Επίσκοπος Ιππώνος, μαζί με τον Επίσκοπο που ήδη βρισκόταν στην πόλη εκείνη.
Επομένως η εξέλιξη της πορείας του αγίου Αυγουστίνου, φανερώνει πως το άγιο θέλημα του Θεού γνωρίζεται στον άνθρωπο. Και φανερώνεται ο Τριαδικός και Άγιος Θεός στη ζωή του καθενός ξεχωριστά. Διαπροσωπικά. Διαρκώς. Και ο κάθε ένας όσο αμαρτωλός κι αν είναι, όταν τον καλέσει ο Θεός, γίνεται σκεύος και δοχείο της χάριτος Του. Γίνεται το «καλώδιο» δια μέσου του οποίου περνάει η χάρις και ευλογία του Πανάγαθου Θεού στους ανθρώπους και τους καθιστά κοινωνούς και μέτοχους της χαράς που γεννά η οδύνη του Σταυρού και η ηδονή της Ανάστασης. Και κάθε ένας όσο αμαρτωλός κι αν είναι, όσο ανάξιος κι αν είναι, οφείλει να κάνει υπακοή στον Επίσκοπο του, ο οποίος τον καλεί να γίνει διάκονος.
Διάκονος Θεού και ανθρώπων. Έτσι η τιποτένια ανθρώπινη φύση που έχει αμαρτήσει, όπως και ο άγιος Αυγουστίνος που ήταν ανάξιος να ιερωθεί (σύμφωνα με την φτωχή και πεπερασμένη ανθρώπινη λογική), αξιώνεται από τον Θεό να ιερωθεί. Εκεί καταπνίγει το εγωιστικό του θέλημα που εωσφορικά του υπενθυμίζει τις πτώσεις του, υπακούει στο θέλημα του Θεού που ανοίγει με τόσο θαυμαστό και μυστικό τη ενεργεία τρόπο τους δρόμους που δεν άνοιγαν εκεί που δεν το περιμένει, υπακούει στον άγιο Επίσκοπο του που τον καλεί και διακονεί την αγία εκκλησία με αγάπη και κενωτική αρχοντιά.
Αν δεν βρέξει στη φύση δεν μπορείς να γευτείς την ευωδία της φύσης. Τον αέρα της, το άρωμα των λουλουδιών της, την ωραιότητα της. Αν δεν βρέξει πειρασμούς, θλίψεις και δοκιμασίες, δεν μπορείς να εκτιμήσεις. Να εκτιμήσεις το ασυμβίβαστο της φύσης της αγάπης. Να αντικρίσεις την ασχήμια σου.
Να θελήσεις την απελευθέρωση σου από αυτήν και την ανύψωση, τον αγιασμό και τη σωτηρία σου. Όταν η ασχήμια δάκρυσε, συνειδητοποίησε τη φθορά τους κάλους. Όταν η ασχήμια δάκρυσε, μετανόησε.
Όταν η ασχήμια δάκρυσε, μύρισε Θεός…
Ιάκωβος Αναστασίου
(e-mail: iakovostrk@gmail.com)