Αναλύοντας Ιστορικά και Κοινωνικοανθρωπολογικά τους λατινόφωνους Έλληνες (τους Βλάχους)
Το 1989 εισήχθηκα στο Τμήμα Ιστορίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου (αποφοίτησα βέβαια απ’ το Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας σκέτο, το οποίο ξανάγινε Ιστορίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας έπειτα, το Ελληνικό Κράτος έχει πολύ χιούμορ μερικές φορές, τέλος πάντων).
Κάποιο εξάμηνο λοιπόν, είχα το μάθημα Ελληνική Εθνογραφία με καθηγητή τον κ. Ευθύμιο Παπαταξιάρχη (εικονίζεται σε κάποια φωτογραφία).
Έκανα λοιπόν στο μάθημα εκείνο μία εργασία, η οποία εξέπληξε και τον ίδιο τον καθηγητή (αυτό αποτυπώθηκε και στη βαθμολογία μου στο μάθημα) και συνειδητοποίησα ότι το θέμα δεν ήταν γνωστό, ακόμα και σε ένα Τμήμα της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών.
Άλλωστε το μάθημα Ελληνική Εθνογραφία είχε να κάνει κυρίως με ζητήματα φύλου, εξουσίας και κοινωνικών ρόλων, τέτοια.
Για να μην τα πολυλογώ, το θέμα της εργασίας μου ήταν οι λατινόφωνοι Έλληνες, οι Βλάχοι και η Βλάχικη γλώσσα.
Οι Βλάχοι με «Β» κεφαλαίο, γιατί με τον καιρό η λέξη «βλάχος» υποβαθμίστηκε να σημαίνει (για αυτούς που δεν γνωρίζουν τουλάχιστον, την πλειοψηφία δηλαδή δυστυχώς) κάτι σαν «άξεστος», «αυτός που δεν έχει τρόπους» κ.λπ.
Ήταν η εποχή «του στυλού και του τετραδίου», ακόμα και στα πανεπιστήμια, υπολογιστές για να οργανώσεις και να σώσεις τη δουλειά σου δεν υπήρχαν και εκείνη η εργασία χάθηκε, για πάντα φοβάμαι, ή στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να βρίσκεται στο βάθος κάποιας βιβλιοθήκης του καθηγητή μου, μαζί με εκατοντάδες άλλες εργασίες φοιτητών του. Που μπορεί να είναι και το ίδιο δηλαδή.
Η «πρώτη ύλη» μου ήταν κάτι άρθρα που έγραφε σε συνέχειες σε μια εφημερίδα ο Γιώργης Έξαρχος (αυτά μου κέντρισαν και την προσοχή για να είμαι ειλικρινής, αν και δεν είμαι Βλάχικης καταγωγής), 2-3 βιβλία πάνω στο θέμα και διάφορα πράγματα που μάθαινα (αποσπασματικά πάντως) στη σχολή. Η λέξη «ιντερνέτ», «διαδίκτυο», όπως προτιμάτε, ήταν φυσικά άγνωστη τότε.
Σήμερα, πάνω από 30 χρόνια μετά, αισθάνομαι, κατά κάποιον τρόπο, υποχρεωμένος να δημοσιεύσω εκείνα τα πράγματα (ότι θυμάμαι δηλαδή).
Δόξα τον Θεό, η τεχνολογία σήμερα μου δίνει τη δυνατότητα να απευθυνθώ σε ένα μεγάλο κοινό και μακάρι αυτά που θα γράψω να είναι και τα σωστά, γιατί το θέμα είναι πολύ αμφιλεγόμενο και εγώ δεν διεκδικώ καμιά αυθεντία.
Άλλωστε στην πρωτότυπη εργασία μου παρέθετα πολύ περισσότερες εκδοχές και θεωρίες για το καθετί.
Όμως, είπαμε, εκείνη η εργασία πάει, χάθηκε. Έτσι θα περιοριστώ να γράψω αυτά που μου φάνηκαν λογικά και σωστά και τα 30 χρόνια που ακολούθησαν με έπεισαν για την ορθότητά τους.
Γιατί πρέπει να σας πω πως το έφερε έτσι η μοίρα και μετά το πανεπιστήμιο, εργάστηκα για πάνω από 10 χρόνια στον Δήμο Κλεινοβού, μια περιοχή με μεγάλα βλαχοχώρια.
Πέρα απ’ αυτό, ο Κλεινοβός, το Κλεινό όπως λέγεται επίσημα, άγνωστος σε μένα το ΄90, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο σε εκείνη την εργασία μου (παιχνίδια της μοίρας). Θα δούμε παρακάτω γιατί.
Αλλά και ο Δήμος Καλαμπάκας (Μετεώρων σήμερα), στον οποίο εργάστηκα στη συνέχεια, περιλαμβάνει μια συμπαγή ομάδα από βλαχοχώρια, γνωστή πανελλαδικά, την περιοχή του Ασπροποτάμου, και πολλά άλλα βλαχοχώρια στα δυτικά ορεινά του. Και ενσωματώνει βέβαια ολόκληρο τον πρώην Δήμο Κλεινοβού.
Η ιστορία ξεκινάει πολύ παλιά…
Λίγο μετά τη γέννηση του Χριστού οι Ρωμαίοι κυριαρχούσαν στη Μεσόγειο. Στις λεγεώνες τους όμως δεν στρατολογούσαν στρατιώτες μόνο απ’ τη Ρώμη ή το Λάτιο που ήταν γύρω γύρω, ήταν αδύνατο να βρεθούν εκεί τόσοι στρατιώτες, αλλά και από όλα τα εδάφη της αυτοκρατορίας.
Ιδίως στις φρουρές και τα φυλάκιά τους στα περάσματα, τις διαβάσεις, τις γέφυρες κ.λπ. (οι οποίες περιοχές, διαβάσεις κ.λπ. ήταν οι περισσότερες ορεινές, αφού αυτά ήταν τα στρατηγικά σημεία) οι στρατιώτες τους στρατολογούνταν μεταξύ των ντόπιων των περιοχών αυτών.
Παρένθεση. Γι’ αυτό και οι Βλάχοι ασχολούνταν ανέκαθεν πολύ με την κτηνοτροφία και μάλιστα τη μετακινούμενη κτηνοτροφία, αυτό για να μιλήσουμε λίγο ανθρωπολογικά λέγεται περιβαλλοντικός ντετερμινισμός. Η θεωρία αυτή δέχεται ότι το φυσικό περιβάλλον επηρεάζει, ή ακόμα και προκαλεί, τον ανθρώπινο πολιτισμό και τις δραστηριότητες. Το ορεινό και τραχύ περιβάλλον δεν άφηνε και πολλές επιλογές ως προς την οικονομική δραστηριότητα των ανθρώπων εκεί πάνω.
Η οποία μετακινούμενη κτηνοτροφία εντοπίζεται σε όλες τις περιοχές που βρέχει η Μεσόγειος και χαρακτηρίστηκε από την UNESCO «άυλη πολιτιστική κληρονομιά» το 2019. Κλείνει η παρένθεση.
Οι στρατιώτες αυτοί λοιπόν, μάθαιναν τα λατινικά αφού ήταν η γλώσσα του στρατού αλλά και θέμα πρεστίζ την εποχή εκείνη και φεύγοντας απ’ το στρατό μάθαιναν τη γλώσσα αυτή στις οικογένειές τους και σε όλο τον περίγυρό τους. Και μάλιστα μάθαιναν τα τραχιά και καθομιλούμενα λατινικά του στρατού και όχι τα εκλεπτυσμένα και λόγια.
Όσοι υπηρετούσαν στον ρωμαϊκό στρατό έπαιρναν και την ιδιότητα του Ρωμαίου Πολίτη και αποκαλούσαν τους εαυτούς, με περηφάνια σίγουρα, «Αρμάνοι», «Αρωμούνοι», «Αρμούνοι» κ.ο.κ. δηλαδή Ρωμαίους.
Αργότερα, επί αυτοκράτορα Καρακάλλα, το 212 μ.Χ., το μέτρο επεκτάθηκε σε όλους τους ελεύθερους πολίτες της Αυτοκρατορίας (να γιατί οι Έλληνες αυτοαποκαλούνταν Ρωμιοί). Έτσι ακριβώς αυτοαποκαλούνται αυτοί τους οποίους αποκαλούμε «Βλάχους». «Αρμάνοι», «Αρωμούνοι» κ.λπ. και όχι «Βλάχοι».
Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια; Πως αυτό στο οποίο εξελίχθηκαν οι στρατιώτες αυτοί με την πάροδο του χρόνου, λατινόφωνοι κάτοικοι των ορεινών της χώρας μας, ούτε από τη Ρουμανία μετανάστευσαν, ούτε Λατίνοι έποικοι ήταν. Ήταν απλά, απλούστατα, ντόπιοι που εκλατινίστηκαν γλωσσικά.
Οι άνθρωποι δεν είναι πακέτα να τα στείλεις από δω και να τα παραλάβεις σε άλλη χώρα. Αφήνουν ίχνη, μνημεία, μνημονεύονται σε γραπτές πηγές. Ιστορικά υπήρξαν μετακινήσεις πληθυσμών αλλά στην περίπτωσή μας δεν τεκμηριώνεται κάποια τέτοια, που να αφορά μάλιστα όλη τη βαλκανική χερσόνησο.
Ούτε βέβαια, για να πάμε και στην άλλη πλευρά, είναι όλοι οι λατινόφωνοι των Βαλκανίων, Έλληνες. Ντόπιοι των περιοχών που ζουν είναι.
Αυτούς λοιπόν τους ανθρώπους που μιλούσαν λατινικά, οι πρώτοι Γερμανοί τους αποκαλούσαν Walha και έτσι έμειναν ως Βλάχοι στα ελληνικά…
Πως οι Πρωτογερμανοί γνώριζαν τους Βλάχους των Βαλκανίων και της Ελλάδας; Δεν τους γνώριζαν…
Αποκαλούσαν έτσι τους λατινόγλωσσους της Δυτικής Ευρώπης, που γνώριζαν.
Γιατί οι λατινογενείς γλώσσες της Ευρώπης ανήκουν σε δύο οικογένειες:
α) Την Ανατολική, όπου ανήκουν τα ρουμάνικα και τα διάφορα παρακλάδια της Βλάχικης γλώσσας. Προσοχή: η σχέση των Ρουμάνικων με τα Βλάχικα είναι αδελφική, όχι μητρική. Προέρχονται και οι δύο απ’ τα λατινικά, όχι η μία απ’ την άλλη. Παρακλάδια όμως υπάρχουν και εντός της Βλάχικης που ομιλείται στον Ελλαδικό χώρο.
β) Τη Δυτική, όπου ανήκουν τα Ιταλικά, τα Ισπανικά, τα Πορτογαλικά κ.α.
Εκεί όμως ανήκουν και οι γλώσσες μικρών εθνών-ομάδων που συγγενεύουν με τα Βλάχικα. Π.χ. η γλώσσα της Ουαλίας και της Βαλλωνίας του Βελγίου.
Προσέξτε: Wales (Ουαλία) και Wallonie (Βαλλωνία), ρωμαϊκές κτήσεις και περιοχές εκλατισμένες γλωσσικά, έχουν την ίδια ρίζα με τη λέξη Βλάχος.
Και η Ρουμανία λεγόταν Wallachia αλλά αυτή είναι άλλη περίπτωση. Ολόκληρη η Ρουμανία υιοθέτησε τα λατινικά σαν γλώσσα, γι’ αυτό και ονομάζεται Romania.
Κατά τον πατέρα της Ιστορίας, τον Ηρόδοτο, τρία πράγματα προσδιορίζουν ένα έθνος: το ομόθρησκο, το ομόγλωσσο και το ομόαιμο. Τα δύο πρώτα τα καταλαβαίνουμε όλοι και «φαίνονται», είναι μετρήσιμα.
Εντάξει, να μην μιλήσουμε για τη θρησκεία των Βλάχων, θα ήταν γελοίο και θα αποδομούσαμε το θέμα μας.
Μόνο τη Μονή Τιμίου Σταυρού, στα Δολιανά της Κρανιάς (ένα από τα μεγαλύτερα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου), που αποκλήθηκε και «Παρθενώνας της Πίνδου», να δει κάποιος, αρκεί…
Για το θέμα της γλώσσας, να πούμε, αν και γνωστό, ότι Βλάχοι είναι η πληθυσμιακή ομάδα, που στον ελλαδικό χώρο (γιατί Βλαχόφωνοι υπάρχουν κι σε άλλες χώρες στα Βαλκάνια όπως ξαναείπαμε) συνεχίζει μέχρι σήμερα, λίγο πολύ, να μιλά παράλληλα με την Ελληνική και τη Βλαχική/Αρωμουνική, είναι μία δίγλωσση πληθυσμιακή ομάδα.
Ένα μέρος τουλάχιστον, γιατί το μεγαλύτερο ίσως μέρος των ατόμων Βλαχικής καταγωγής μιλάει πλέον μόνο Ελληνικά.
Είναι κρίμα αλλά η γλώσσα, ο πληθυσμός που τη μιλάει δηλαδή, συρρικνώνεται. Ακόμα μεγαλύτερο θα είναι το κρίμα αν χαθεί.
Καμιά γλώσσα δεν της αξίζει να χαθεί… Μικραίνει την ανθρωπότητα, την ανθρώπινη κουλτούρα. Λίγο, αλλά τη μικραίνει.
Και η Βλαχική κινδυνεύει να σβήσει γιατί είναι μια γλώσσα μόνο προφορική. Θα υπάρχει μόνο όσο θα υπάρχουν άνθρωποι που τη μιλούν.
Τα γραπτά μνημεία της είναι ελάχιστα, μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Τρία είναι τα γνωστότερα:
Το αρχαιότερο δείγμα Βλάχικου γραπτού λόγου αποτελεί η επιγραφή του Νεκτάριου Τέρπου σε ξύλινη εικόνα του 1731, η οποία προέρχεται από την εκκλησία της Παναγίας του χωριού Αρδενίτσα στην Αλβανία και αναγράφει στη Βλαχική (με Ελληνικούς χαρακτήρες) μία παράκληση προς τη Θεοτόκο.
Δεύτερο δείγμα βλάχικου γραπτού λόγου, γραμμένου επίσης με ελληνικούς χαρακτήρες, είναι το τετράστιχο του αγγείου Simota των αρχών του 19ου αιώνα, με συμβουλές και παραινέσεις προς κάποιον που πίνει κρασί.
Και η 3η επιγραφή (εδώ μπαίνει στο παιχνίδι και η περιοχή μας) γραμμένη στη Βλάχικη γλώσσα βρίσκεται στη Μονή (ή μάλλον στο καθολικό της Μονής που απέμεινε) Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, με χρονολογία το 1789 στον Κλεινοβό Καλαμπάκας.
Οι στίχοι της επιγραφής είναι γραμμένοι σε τρεις γλώσσες: Αρχαιοελληνική, Ελληνική δημοτική, και Βλάχικη (με ελληνικούς χαρακτήρες, παίζει και αυτό τον ρόλο του γι’ αυτό το αναφέρω συνέχεια, δεν είναι αυτονόητο) και πρόκειται για ρήση του Αγίου Ζωσιμά.
Αρχαιοελληνική:
– ΦΟΒΩ ΠPOBAINΕ, ΤΗΝ ΠΥΛΗΝ T(H)S EICOΔOY
– ΤΡΟΜΩ ΛΑΜΒΑΝΕ, ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΜΥCΤΥΡΙΩΝ
– ΙΝΑ ΜΗ ΚΑΤΑΦΛΕΧΘΗC, ΠΥΡΙ ΤΩ ΑΙΩΝΙΩ
Νεοελληνική:
– CKIAZOY K’ ΕΜΠΑΙΝΕ, ΜECA CTHN EKKΛHCIAN
– ΤΡΕΜΕ Κ’ ΕΠΕΡΝΕ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ
– KOΛACCEC Κ(AI) ΦΩΤΙΑΙC, ΑΝ ΘEΛHC ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΗC
Βλαχική/Αρωμουνική:
– ΙΝΤΡΑ ΜΠΑCΙΑΡΕΚΑ, ΚΟΥ ΜΟΥΛΤΑ ΠΑΒΡΙΕ
– ΤΡΙΑΜΠΟΥΡΑ ΛΟΥΝΤΑ ΛΟΥΙ ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΜΝΙΚΑΤΟΥΡΑ
– ΦΩΚΟΥΛΟΥ ΑΚCΙ ΚΟΛΑCΗ ΤΡΑ CKAKH
Αυτά και για το ομόγλωσσο ενός έθνους που στην πληθυσμιακή μας ομάδα, των Βλάχων, είναι συχνά διγλωσσία.
«Ομόαιμο» όμως; Να εξετάσουμε το DNA όλων των Βλάχων για να δούμε την εθνική καταγωγή τους; Όλων των Ελλήνων; Του κόσμου όλου; Γίνεται; Δεν γίνεται. Αλλά και γινόταν, τι μ’ αυτό;
Γι’ αυτό και για σήμερα προθέτουμε ένα τέταρτο, εξίσου ισχυρό, αν όχι ισχυρότερο στοιχείο, την εθνική συνείδηση.
Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Εθνική Συνείδηση είναι το τι πιστεύουμε ότι είμαστε. Εθνική καταγωγή είναι κάτι απροσδιόριστο, τρέχα γύρευε τις περισσότερες φορές.
Αυτά λοιπόν είναι που θυμάμαι απ’ το Πανεπιστήμιο και μου φαίνονται και λογικά δηλαδή. Ότι οι Βλάχοι είναι ντόπιοι, Έλληνες στην Ελλάδα στην καταγωγή τους, και πάει λέγοντας για τους Βλάχους-λατινόφωνους των άλλων Κρατών των Βαλκανίων.
Και όσον αφορά την εθνική συνείδηση, γνώρισα και συναναστράφηκα πολλούς Βλάχους στη ζωή μου. Ε λοιπόν, ούτε ένας, μα ούτε ένας, δεν έκανε έστω νύξη ότι αισθάνεται διαφορετικά από όλους εμάς τους υπόλοιπους που δεν μιλάμε τα Βλάχικα.
Δεν είμαι καθόλου εθνικιστής, Ελληνοκεντριστής, και δεν ξέρω τι άλλο, μάλλον το αντίθετο είμαι για όσους με ξέρουν, αλλά έτσι έχουν τα γεγονότα με τους Βλάχους…
Γιώτας Ευθύμιος
Απόφοιτος του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστημίου Αιγαίου