Αθανάσιος Καρνέζης – Συνδικαλισμός …ίσως μια κακή λέξη
Αλλάζουν οι καιροί και τα «σημάδια» τους αλλάζουν και αυτά, είναι η εξέλιξη καταπώς λέγεται και ευτυχώς που συμβαίνει αυτό.
Αλλάζουν οι καιροί και τα «σημάδια» τους αλλάζουν και αυτά, είναι η εξέλιξη καταπώς λέγεται και ευτυχώς που συμβαίνει αυτό.
Αλλάζουν οι καιροί και τα «σημάδια» τους αλλάζουν και αυτά, είναι η εξέλιξη καταπώς λέγεται και ευτυχώς που συμβαίνει αυτό. Ποιος θα μπορούσε να αντέξει στη σταθερότητα των μορφών και των γεγονότων; Ποιος θα γευόταν τη ζωή του μέσα από την έλλειψη μεταβαλλόμενων και ταλαντευόμενων πραγμάτων και ερμηνειών;
Τα «ήθη και έθιμα» κάθε κοινωνικού θεσμού μετασχηματίζονται με βάση τις γενικότερες εξελίξεις αλλά και με τις ανάγκες, τις προτεραιότητες και τις επιλογές του θεσμού. Δεν μπορούν να υπάρχουν ως εκ τούτου διαχρονικά κριτήρια και αμετάβλητες παράμετροι με τις οποίες θα αξιολογούνται και θα κρίνονται τα γεγονότα.
Έχοντας λοιπόν κατά νου τη σχετικότητα των κριτηρίων θα προχωρήσω σε μια μικρή συγκριτική θεώρηση μερικών ζητημάτων στο συνδικαλισμό μεταξύ των παλιότερων δεκαετιών (π.χ. της δεκαετίας του 1990) και των σημερινών, χωρίς να ηθικοποιώ κατ’ ανάγκη τις όποιες αντιλήψεις και πρακτικές παίρνοντας όμως σαφή θέση στις μεταξύ των διαφορές.
Στις προηγούμενες φάσεις και πάντως αρκετά πριν από τη σημερινή κρίση ένα από τα πιο σημαντικά μελήματα του συνδικαλισμού ήταν η διαμόρφωση «θέσεων» και μάλιστα όσο το δυνατόν πιο εξειδικευμένων. Δεν μπορούσες να κάνεις εισήγηση σε Γενικές Συνελεύσεις με γενικολογίες και αοριστολογίες. Αποτέλεσμα αυτής της έντονης αναγκαιότητας ήταν και το γεγονός της δημιουργίας «Κέντρων Τεκμηρίωσης» δίπλα στα Διοικητικά Συμβούλια (Δ.Σ.) προκειμένου να υπάρχουν επιστημονικές προσεγγίσεις με τη διεξαγωγή ερευνών και μελετών. Και αυτή η προτεραιότητα νομιμοποιούσε με τον πιο πειστικό τρόπο τους συλλογικούς θεσμούς στους εργαζομένους, γιατί διαπιστωνόταν η θέληση των συνδικάτων να τροποποιήσουν το πεδίο στο οποίο είχαν αναφορά σε μια κατεύθυνση εκδημοκρατισμού και εκσυγχρονισμού δομών και λειτουργιών. Μπορώ δε να ισχυριστώ ότι μετά την αποτελεσματικότητα των κινημάτων – που ήταν η κορωνίδα της νομιμοποίησής τους – η επεξεργασία θέσεων ήταν η δεύτερη αξιολογικά προτεραιότητά τους.
Σήμερα αυτή η προτεραιότητα φαίνεται να υποχωρεί. Βέβαια εδώ μπορεί να τεθεί ένα ερώτημα. Σε συγκυρίες εργασιακού μεσαίωνα, διαθεσιμότητας και απολύσεων, περιορισμού μισθών και συντάξεων, σε ένα κλίμα αβεβαιότητας για τους εργαζομένους τα συνδικάτα θα ασχολούνται με την επιστημονικότητα των θέσεών τους; Θεωρώ πως ναι. Και μάλιστα θεωρώ ότι σε τέτοιες περιόδους είναι ακόμα πιο αναγκαίος ο τεκμηριωμένος λόγος. Η τεκμηρίωση δεν αντιμάχεται την πολιτική ισχυροποίηση του συνδικαλιστικού λόγου, αλλά αντίθετα την ενισχύει και την προωθεί. Είναι λάθος – κατά τη γνώμη μου – ο γενικός και αόριστος και με τσιτάτα και συνθήματα εκφερόμενος συνδικαλιστικός λόγος, γιατί μετασχηματίζεται σε μια πρωτόγονη μορφή.
Δεύτερο σημείο σύγκρισης είναι η δράση. Παλιότερα γίνονταν εκτιμήσεις για το πότε και πώς θα προταθεί μια μορφή δράσης και σε κάθε περίπτωση παίρνονταν μέτρα και γινόταν συστηματική προσπάθεια για να συσπειρώνει η όποια μορφή δράσης τους εργαζομένους. Τώρα κυριαρχεί ο ακτιβισμός και η τηλεοπτικοποίηση της λειτουργίας των συνδικάτων. Γίνονται επιθέσεις εναντίον πολιτικών προσώπων ή καταλήψεις γραφείων και …εξασφαλίζεται η τηλεοπτική κάλυψη, ενώ οι εργαζόμενοι έχουν μετατραπεί και αυτοί σε παρατηρητές και τηλεθεατές των «πρωτοπόρων συνδικαλιστών». Συχνά μάλιστα σε μια επίδειξη επαναστατικού οίστρου μερικά Διοικητικά Συμβούλια των συνδικάτων προχωρούν και σε διοικητικές πράξεις καλώντας τα μέλη τους να μη εφαρμόσουν τον «άλφα» νόμο ή τη «βήτα» εγκύκλιο και θεωρούν ότι κάνουν το «επαναστατικό» καθήκον τους, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν τους ακολουθούν οι εργαζόμενοι.
Τρίτο σημείο είναι η ίδια η στάση και η συμπεριφορά των συνδικαλιστών όσον αφορά τη χρονική παρουσία τους στις ηγετικές θέσεις των οργανώσεων. Παλιότερα υπήρχε μια θεώρηση εναλλακτικότητας και ανανέωσης στις θέσεις αυτές, χωρίς να «βαλτώνουν» τα ίδια στελέχη επί μακρόν. Ακούγονταν μάλιστα και φωνές για ανώτατο όριο «θητειών», χωρίς αυτή η πρόταση να ευδοκιμήσει αλλά ήταν απόρροια του γενικότερου κλίματος για να μην απαξιώνονται οι θεσμοί με την επαγγελματοποίηση των στελεχών. Όταν μάλιστα κάποιος κατ’ εξαίρεση ήταν σ’ αυτές τις θέσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεχόταν σκληρή κριτική και αυτή η κριτική λειτουργούσε ως ασφαλιστική δικλείδα.
Σήμερα έχει αλλάξει άρδην το εν λόγω σκηνικό. Υπάρχουν αρκετά συνδικαλιστικά στελέχη που έχουν θητεύσει επί δεκαετίες στα διάφορα Διοικητικά Συμβούλια, στελέχη που έχουν δουλέψει για λίγα χρόνια στην εργασία τους και έχουν το μεγαλύτερο μέρος της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας όχι στον εργασιακό χώρο αλλά στα συνδικάτα, στελέχη που θεωρούν περίπου ντροπή να γυρίσουν στην εργασία τους μετά τις δόξες των επώνυμων θέσεων και τη δημόσια προβολή. Υπάρχει και μια επινόηση. Όταν κάποιος στέλεχος δεν μπορεί αντικειμενικά να παραμείνει σε ένα εξέχον Δ.Σ., τότε βρίσκει και πηγαίνει σε μια λιγότερο «ορατή θέση» και πάντως φροντίζει να καθίσει εκεί μέχρι να πάρει σύνταξη, αφού το προέχον είναι να μη γυρίσει στη δουλειά!
Σήμερα και στο ίδιο στοιχείο της στάσης των στελεχών υπάρχει και ένα άλλο δεδομένο γενικού χαρακτήρα, να έχουν παράλληλα με τη συνδικαλιστική θέση τους και κάποια σημαντική κομματική θέση. Βέβαια αυτό ίσχυε και παλιότερα αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Εδώ θεωρητικά ίσως να μην τίθεται ζήτημα ασυμβατότητας, γιατί είναι πολιτικά άδικο τα στελέχη των κοινωνικών χώρων να μη συμμετέχουν σε καίριες πολιτικές θέσεις, όπου ενδεχομένως μπορούν να επηρεάζουν και ως ένα βαθμό τα πράγματα υπέρ των εργαζομένων. Και η προσωπική μου άποψη κλείνει – χωρίς να είναι απόλυτη – προς αυτή την κατεύθυνση.
Τώρα δεν γνωρίζεις κάθε φορά αν ένα στέλεχος κινείται και συμπεριφέρεται με την ιδιότητα του συνδικαλιστή ή του υποψηφίου του τάδε κόμματος, εκτός αν το δηλώνει κάποια λεζάντα της τηλεόρασης ή το δηλώνει προκαταρκτικά ο ίδιος. Επειδή «οι καιροί είναι πονηροί» και η κρίση δεν θέτει μόνο «καινούργια ζητήματα» στο πεδίο της πολιτικής αλλά και σε όλους τους κοινωνικούς θεσμούς, φρονώ ότι – με βάση τη στρατηγική επιλογή των κινημάτων α) για ενιαία συνδικάτα και όχι παραταξιακά και β) για αυτονομία της συνδικαλιστικής δράσης από την πολιτική σκηνή – είναι αναγκαία η καθαρή λειτουργία των στελεχών χωρίς υποσημειώσεις. Εκτός αν κάποιοι έχουν κατά νου τα ξεχωριστά συνδικάτα. Αλλά μια τέτοια εξέλιξη – πάντα κατά τη γνώμη μου – θα απομείωνε τη δυναμική του συνδικαλισμού και θα έβλαπτε ευθέως τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Προφανώς ούτε η σημερινή κρίση ούτε η βαρβαρότητα της πολιτικής εναντίον των εργαζομένων δεν δικαιολογεί κανέναν μετασχηματισμό των συνδικάτων σε μια πιο πρωτόγονη μορφή της γενικολογίας, του αόριστου επαναστατημένου λόγου, του ανέξοδου ακτιβισμού και της επαγγελματοποίησης των στελεχών. Σήμερα αντίθετα απαιτείται ακόμα μεγαλύτερη ουσιαστικοποίηση του λόγου των μαζικών κινημάτων και μια πιο κινηματική αντίληψη και κυρίως πρακτική των ίδιων των στελεχών. Όλα τα άλλα είναι θεωρητικά φληναφήματα, για να αποκρύπτεται φαινομενικά μια αρκετά έκδηλη όμως πραγματικότητα. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει!
Σήμερα το συνδικαλιστικό κίνημα έχει μια μεγάλη πρόκληση, μια πρόκληση στρατηγικού χαρακτήρα, να δυναμώσει την ενότητα των εργαζομένων και να προαγάγει την έννοια και την αξία της αλληλεγγύης σε μείζον και πρωταρχικό πρόταγμα. Να εγκαταλείψει την «κατά επάγγελμα» κύρια δράση και πολύ περισσότερο τις πρακτικές του συντεχνιασμού, γιατί οι επόμενες δεκαετίες – και όχι μόνο η τρέχουσα περίοδος – θέτουν εκ των πραγμάτων τα ουσιώδη ζητήματα στην ατζέντα της συνδικαλιστικής δράσης (βασικά εργασιακά δικαιώματα, εργασιακές ελευθερίες, απολύσεις, γενικοί μισθοί και συντάξεις) – και όχι τις επιμέρους ρυθμίσεις που ήταν το κυρίαρχο και ως ένα βαθμό δικαιολογημένο πλαίσιο στις παλιότερες δεκαετίες – και απαιτούν μαζική συσπείρωση των εργαζομένων με την ενίσχυση της αυταξίας της συλλογικότητας ως νοήματος ζωής των εργαζομένων. Όλα τα άλλα είναι στο «επιμέρους» , στο πεδίο των τακτικισμών και της μικροκομματικής θεώρησης.
Και προφανώς τα «ήθη και τα έθιμά μας» δεν μπορούν παρά να υπηρετούν αυθεντικά και κρυστάλλινα την πρόκληση της στρατηγικής επιλογής. Γιατί η κουλτούρα προσφοράς των συνδικαλιστών οφείλει να είναι αυθεντική χωρίς «παραπομπές» και σκοπιμότητες. Γιατί η προαγωγή μιας «δίκαιης κοινωνίας» και ενός «άλλου κόσμου» προϋποθέτει την ανάδειξη ανθρώπων που θα αγωνίζονται για το κοινό όφελος και για το δημόσιο συμφέρον χωρίς προσωπικές ιδιοτέλειες και άκαμπτες επιδιώξεις ανέλιξης.
Αθανάσιος Καρνέζης
Εκπαιδευτικός