Το χωριό Βασιλική Καλαμπάκας πριν από τη Βοϊβόντα (όπως εμφανίζεται σε μεσαιωνικά χειρόγραφα)
Του φιλολόγου Σπυρίδωνος Βλιώρα
(Η μελέτη αφιερώνεται στον μητροπολίτη Θεόκλητο με την ευκαιρία της πενταετηρίδος του στην καθέδρα των Σταγών)
Την πλήρη εκδοχή με τις παραπομπές, τις υποσημειώσεις, τη βιβλιογραφία, τους χάρτες και τις φωτογραφίες θα τη βρείτε στη διεύθυνση www.academia.edu/
Πώς αλλιώς λεγόταν το χωριό Βασιλική Καλαμπάκας πριν ονομαστεί Βοϊβόντα και γιατί; Και τι σχέση έχουν οι «ἔκπαλαι» Βλάχοι μ’ αυτό;1
Η παλαίφατη εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου στη Βασιλική. Φωτογραφία Σπυρίδωνος Βλιώρα (12.11.2022)
Εισαγωγή: Οι Βλάχοι στη Θεσσαλία (Μεγάλη Βλαχία)
«Από τους μεσαιωνικούς χρόνους η Θεσσαλία κατοικούνταν από αρκετό πληθυσμό Βλάχων. Οι λατινόγλωσσοι2 αυτοί νομάδες, μετά τις επιδρομές των Σλάβων και την εγκατάστασή τους στα Βαλκάνια, ζήτησαν καταφύγιο στην ορεινή περιοχή της χερσονήσου και έζησαν από τότε σε μεγάλο αριθμό εκεί. Για πρώτη φορά αναφέρονται με βεβαιότητα στις βυζαντινές πηγές οι Βλάχοι3 της Θεσσαλίας κατά τον 11ο αιώνα», οι οποίοι «κατοικούσαν στις περιοχές Τρικάλων, Φαρσάλων και πέριξ του ποταμού Πλήρη (σημερινός Πάμισος).» Μάλιστα ήταν τόσο μεγάλος ο πληθυσμός των Βλάχων σ’ αυτό το γεωγραφικό διαμέρισμα, που ολόκληρη η Θεσσαλία έφθασε να ονομάζεται (Μεγάλη) Βλαχία, όπως πρώτος την αποκάλεσε ο Εβραίος περιηγητής Βενιαμίν εκ Τουδέλης.
«Παρά τη γεωγραφική τους διασπορά, οι Βλάχοι εμφανίζονται εξαρχής ως φορείς συγκεκριμένων κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών», όπως της αέναης μετακίνησης από τα χειμαδιά στα ορεινά βοσκοτόπια και ενδιαιτήματα και τούμπαλιν: «Οὗτως γὰρ ἔχουσι τύπον, ἵνα τὰ τῶν Βλάχων κτήνη καὶ αἱ φαμίλιαι αὐτῶν εἰσὶν ἀπὸ Ἀπριλίου μηνὸς ἕως Σεπτεμβρίου ἐν ὑψηλοῖς ὄρεσι καὶ ψυχροτάτοις τόποις.»
Εξαιτίας των προβλημάτων ασφάλειας που προέκυπταν από τον πλάνητα βίο και τη διαβίωσή τους σε ερημικές τοποθεσίες, οι Βλάχοι «ενεργοποίησαν μία διαδικασία συμμαχικής σύμπραξης μεταξύ τους», με ορατά θετικά αποτελέσματα τόσο στον οικονομικό τομέα όσο και σ’ αυτόν της ασφάλειας.
Στα πλαίσια αυτά αναπτύχθηκαν δύο θεσμοί που χαρακτηρίζουν τις κοινωνίες των Βλάχων. Ο πρώτος είναι η κατούνα, όρος που προσδιορίζει τις «αυτοτελείς κτηνοτροφικές τους κοινότητες», έναν «βασικό κοινοτικό θεσμό των Βλάχων κτηνοτρόφων του Μεσαίωνα, ιδίως αυτών που ζούσαν στο δυτικό τμήμα της βαλκανικής χερσονήσου.» Αρχικώς ο όρος, που φαίνεται ν’ ανήκει στο κοινό παλαιοβαλκανικό γλωσσικό υπόστρωμα, πρέπει να είχε τη σημασία της σκηνής, του καταφυγίου, του υπόστεγου και στη συνέχεια της «συσσωμάτωσης», του στρατοπέδου, του φρουρίου, για να καταλήξει στη σημασία του ποιμενικού χωριού.
Ο δεύτερος θεσμός που αναπτύχθηκε ήταν αυτός του εθιμικού αρχηγού / επικεφαλής, που «προϋπέθετε μία οργανωτική δομή παρεμφερή με στρατιωτικού σώματος.» Ο εθιμικός αρχηγός των Βλάχων ονομαζόταν tşelnicu,4 όρος που πέρασε αργότερα και στα ελληνικά —με αλλαγμένη σημασία— στη λέξη τσέλιγκας.
Ένας τέτοιος tşelnicu των Βλάχων ήταν και ο Ταρωνάς.5 Ο βυζαντινολόγος Paul Magdalino αναφέρει μάλιστα πως «είναι δελεαστικό να ταυτιστεί ο Ταρωνάς ή κάποιος άλλος της ίδιας οικογένειας με τον ανώνυμο τοπάρχη της Μεγάλης Βλαχίας του 1204», που αναφέρει ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης στη Χρονική διήγησή του: «Ἐπὶ δὲ τούτοις καὶ ἄλλος τις τὰ Θετταλίας κατέχων μετέωρα, ἃ νῦν μεγάλη Βλαχία κικλήσκεται, τοπάρχης ἦν τῶν ἐκεῖ.»
[Στη φράση αυτή του βυζαντινού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, η λέξη μετέωρα, που εδώ σημαίνει τα μέρη της Θεσσαλίας που βρίσκονται σε ψηλά σημεία του εδάφους, τα ορεινά, τα απομονωμένα, αναφέρεται σε περιοχή που βρίσκεται κοντά στα σημερινά Μετέωρα και ίσως αυτή η φράση να ήταν η πηγή έμπνευσης του οσίου Αθανασίου του Μετεωρίτη, όταν ονόμασε τα βράχια πάνω από την Καλαμπάκα και το Καστράκι Μετέωρα: «Ἐάσας οὖν τοὺς αὐταδέλφους ἐν τῷ Στύλῳ μετὰ τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν ὁ Ἀθανάσιος πρὸς τὸ Μετέωρον ἔρχεται· οὕτω γὰρ παρ’ αὐτοῦ ὁ Πλατύλιθος μετωνόμασται.»]
«Οι Ταρωνάδες ανήκουν στην τοπική αριστοκρατία, η οποία, ασχέτως με την προέλευσή της, ήταν περισσότερο δεμένη, λόγω της περιουσίας της, με τους λίγο–πολύ κτηνοτρόφους (Βλάχους, Έλληνες, Σλάβους, ή Αλβανούς) που ζούσαν στα ορεινά περιθώρια της βυζαντινής κοινωνίας της Βόρειας Ελλάδας.»
Αν και το βλάχικο πληθυσμιακό στοιχείο ήταν σημαίνον στη Θεσσαλία,6 εντούτοις οι Βλάχοι ποτέ δεν έγιναν αυτόνομοι κύριοι της περιοχής, αλλά προσέφεραν τις στρατιωτικές κ.ά. υπηρεσίες τους σε Βυζαντινούς, Ηπειρώτες και αργότερα Σέρβους ηγεμόνες.
Μάλιστα, ο δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Δούκας πάντρεψε τον (νόθο) γιο του Ιωάννη Αʹ Δούκα7 με την κόρη τού Βλάχου tşelnicu Ταρωνά, της οποίας δεν αναφέρεται το όνομα από τους βυζαντινούς συγγραφείς. Το αποτέλεσμα ήταν, εκτός από την αύξηση της περιουσίας του στη Θεσσαλία, να ισχυροποιηθεί ο στρατός του, γύρω στο 1258, με τους «Μεγαλοβλαχίτες» συμμάχους του, που ήταν «λαός ἔξαιτος» (περιζήτητος, εκλεκτός, επίλεκτος), τόσο που ο ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης να τους παραβάλει με τους στρατιώτες τού Αχιλλέα, που κατοικούσαν στην ίδια περιοχή!
Τον Ιούνιο του 1259, μερικούς μήνες πριν από τη Μάχη της Πελαγονίας, στην οποία πολέμησαν ο στρατός της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας από τη μια μεριά και ο συνασπισμός του Δεσποτάτου της Ηπείρου, του Βασιλείου της Σικελίας και του Πριγκιπάτου της Αχαΐας από την άλλη, ο Ιωάννης Αʹ Δούκας, έχοντας μαζί του —για άγνωστο λόγο— και τη σύζυγό του, με τον στρατό των Μεγαλοβλαχιτών του έφτασε στην πεδιάδα της Πελαγονίας.
«Ἐπεὶ οὖν εἰς ταὐτὸν αἱ δυνάμεις συνῆσαν καὶ ἤδη πρὸς πόλεμον ἡτοιμάζοντο», κάποιοι από τους ευγενείς τού Γουλιέλμου Βʹ Βιλεαρδουίνου πείραξαν την όμορφη γυναίκα τού Ιωάννη Αʹ Δούκα, την θυγατέρα τού Ταρωνά. Μάλιστα ο Βιλεαρδουίνος τον προσέβαλε αποκαλώντας τον «νόθο», με αποτέλεσμα ο Ιωάννης, ως «ἄλλος Ἀχιλλεύς», να θυμώσει και να προσχωρήσει στο στρατόπεδο των αντιπάλων με τον στρατό του. Ο αποδεκατισμένος πλέον συνασπισμένος στρατός υπέστη μεγάλη ήττα στη μάχη της Πελαγονίας.
Όταν μετά από 9 περίπου έτη ο Μιχαήλ Β΄ Δούκας πέθανε, ο Ιωάννης Αʹ Δούκας έγινε ηγεμόνας της Θεσσαλίας, με πρωτεύουσά του την Υπάτη (Νέαι Πάτραι). Με τη σύζυγό του, την θυγατέρα τού Ταρωνά, ο Ιωάννης Αʹ Δούκας απέκτησε τρεις γιους και τέσσερις κόρες.
Στα 1283 ο σεβαστοκράτορας της Θεσσαλίας Ιωάννης Αʹ Δούκας έχτισε την «σεβασμίαν μονὴν τὴν εἰς ὄνομα τιμωμένην τῆς ὑπεραγίας δεσποίνης Θεοτόκου τῆς Ἀκαταμαχήτου καὶ ἐπικεκλημένης τῶν Μεγάλων Πυλῶν», ενώ μετά τον θάνατό του στα 1289 η σύζυγός του εκάρη μοναχή με το όνομα Ὑπομονὴ και έκτισε την —ανδρώα— μονή που «τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τῆς πανυπεράγνου μου δεσποίνης καὶ θεομήτορος τῆς Ἐλεούσης, καὶ ἐπικέκληται οὕτω πως τῆς Λυκουσάδος, πλησίον που διακειμένη τοῦ ἄστεως ὃ Φανάριον ὀνομάζεται.»
Βλαχοκατούνα
Και ποια σχέση έχουν ο Βλάχος tşelnicu Ταρωνάς και η κόρη του «Κομνηνὴ κυρὰ Ὑπομονὴ ἡ Δούκαινα», σύζυγος του Ιωάννη Αʹ Δούκα, με το χωριό Βασιλική Καλαμπάκας;
Η μοναχή Υπομονή «προίκισε» τη μονή Λυκουσάδας που ίδρυσε με διάφορα ανά την Θεσσαλία μετόχια, τα οποία φρόντισε να εξασφαλίσει με βασιλικό χρυσόβουλο του Μαρτίου 1289, ενώ στη συνέχεια η μονή εξασφαλίστηκε περιουσιακά και με άλλα επίσημα έγγραφα μεταγενεστέρων ετών.
Στο περγαμηνό χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Βʹ Παλαιολόγου (Μάρτιος 1289), αφού αναφερθούν διάφορα μετόχια της Λυκουσάδας κοντά στη μονή αλλά και «περὶ τὰ Τρίκαλα», αναγράφονται επί λέξει τα εξής: «Μετόχιον εἰς ὄνομα τιμώμενον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐπιλεγόμενον ἡ Ῥάξα μετὰ τῶν ἐν αὐτῷ παροίκων τῶν διαλαμβανομένων κατ’ ὄνομα ἐν τοῖς προσοῦσιν αὐτῷ δικαιώμασιν, ἔτι δὲ καὶ τῆς κατεχομένης παρ’ αὐτοῦ τοῦ μετοχίου γῆς, καὶ τῶν μυλοθεσίων καί ἀμπελίων· ἕτερον μετόχιον ὁ Τριστενίκος εἰς ὄνομα τιμώμενον τοῦ ἁγίου μου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου· ἕτερον εἰς ὄνομα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου· μετὰ τῶν ἐν αὐτῷ παροίκων καὶ ἀμπελίων καὶ τῆς προστεθείσης ἀρτίως γῆς· Βλαχοκατοῦνα ἡ ἐπιλεγομένη Πρακτικάτους· χωρίον ἡ Γοριάνη μετὰ τῶν ἐν αὐτῷ μυλοθεσίων καὶ ἀμπελίων (…).»
Τα ίδια περίπου επαναλαμβάνονται και σε χρυσόβουλο του Στέφανου Δουσάν του Νοεμβρίου 1348, καθώς και στο αποσπασματικά σωζόμενο χρυσόβουλο του Νικηφόρου Ορσίνι που εκδόθηκε ανάμεσα στα έτη 1356–1358.
Ποια άραγε να είναι αυτά τα τοπωνύμια και αγιωνύμια / ν
Την απάντηση στην ερώτηση αυτή θα μας βοηθήσει να την βρούμε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αντώνιος Δʹ, που τον Μάρτιο τού 1393, στα πλαίσια της γενικότερης κινητοποίησης, που είδαμε στην προηγούμενη μελέτη μας και που αφορούσε την κατάληψη της περιοχής από τους οθωμανούς, εξέδωσε ένα σιγίλιο υπέρ της Επισκοπής Σταγών, στο οποίο —ανάμεσα στα πολλά και ενδιαφέροντα άλλα— διαβάζουμε: «Ἄρχονται δὲ τα ὑποκείμενα ὅρια ταῦτα τῇ ἁγιωτάτῃ ἐπισκοπῇ Σταγῶν ἐκ χωρίου λεγομένου Βοϊβόντα, ἐπονομαζόμενον ἔκπαλαι Βλάχους.»
Από τη φράση αυτή διαπιστώνουμε πως το σημερινό χωριό Βασιλική ονομαζόταν στα 1393 Βοϊβόντα, ενώ «ἔκπαλαι», δηλαδή από παλιά, εδώ και πολύ καιρό, ονομαζόταν Βλάχους / Βλάχοι.
Κρίνοντας από το γεγονός πως η Βασιλική απέχει από την αναφερόμενη στα υπέρ Λυκουσάδας έγγραφα Ράξα γύρω στα τέσσερα μόλις χιλιόμετρα, θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ευλόγως πως η «Βλαχοκατοῦνα ἢ Πρακτικᾶτοι», που ανήκαν ως μετόχιο στην μονή Παναγίας της Ελεούσας Λυκουσάδας, είναι το σημερινό χωριό Βασιλική, ενώ το μετόχιο του Αγίου Γεωργίου του Τριστενίκου είναι ο σημερινός ναός Αγίου Γεωργίου Βασιλικής!
Να τονίσουμε εξαρχής πως το «μετόχιον τὸ καλούμενον ἡ Ῥάξα» προσκυρώθηκε εξαρχής στην μονή της Λυκουσάδας από την ίδια την ιδρύτρια της μονής, την Βλάχα Υπομονή, πράγμα που σημαίνει πως θα ήταν προίκα της η Ράξα και η γύρω περιοχή από την πατρική περιουσία, την περιουσία τού Ταρωνά.
Να επισημάνουμε επίσης πως στα 1163 και 1336 το σημερινό χωριό Βασιλική δεν αναφέρεται στα έγγραφα που αφορούν τις κτήσεις της επισκοπής Σταγών. Στα 1163 ενδεχομένως δεν υπήρχε· στα 1336 αποτελεί μετόχιο της μονής Λυκουσάδας ως Βλαχοκατούνα ή Πρακτικάτοι, ενώ τα όρια της επισκοπής Σταγών άρχονται «ἐκ χωρίου Τζιρνιτζόβου λεγομένου», δηλαδή από τους σημερινούς Αγίους Θεοδώρους.8
Βοϊβόντα
Το ελληνικό τοπωνύμιο του ύστερου μεσαίωνα Βοϊβόντα ετυμολογείται από το μεσαιωνικό προσηγορικό ουσιαστικό βοεβόδας (βεϊβόδας, βοϊβόδας, βόιβονδας, βοϊβόνδας, βοϊβόντας), με τις σημασίες «1)(…), 2)διοικητής κάστρου, πόλης, κ.λπ. 3α)στρατηγός, 3β)αξιωματικός του στρατού, 4)(…)» Ανάγεται στη σλαβική λέξη войвода / во̀јвода / vojv
Και ποιος βοεβόδας είχε την έδρα του στο χωριό αυτό (και πότε), ώστε η έδρα του, το βοεβοδάτο, το κατεπανίκιον, να αποκτήσει αυτό το όνομα ως τοπωνύμιο; Υπάρχει πιθανότητα να είναι ο Ταρωνάς, ο πατέρας της Υπομονής, ο οποίος γύρω στα μέσα τού 13ου αιώνα πρέπει να είχε την έδρα του στην σημερινή Βασιλική, ίσως και ο πατέρας του, αν ισχύει η πρόταση του βυζαντινολόγου Paul Magdalino που είδαμε παραπάνω.
Ο οποίος Ταρωνάς, είτε είχε το αξίωμα του βοεβόδα είτε του tşelnicu, θα προίκισε την κόρη του με περιουσιακά στοιχεία που είχε στο γειτονικό προς τη Βασιλική χωριό Ράξα, και τα οποία εκείνη με τη σειρά της δώρισε στα 1289 στη μονή της Λυκουσάδας που έκτισε.
Βέβαια γνωρίζουμε πως βοεβοδάτα υπήρχαν σε περιοχές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, θεωρούμε όμως πως τόσο η επίσημη Βυζαντινή Αυτοκρατορία όσο και οι ηγεμόνες σε τοπικό επίπεδο, όπως στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, δεν θα έδιναν στον πολιτικοστρατιωτικό διοικητή των Βλάχων, με τον οποίον θα συνεργάζονταν, έναν επίσημο τίτλο της βυζαντινής Αυλής, αλλά θα του επέτρεπαν να έχει κάποιον τίτλο που και ο ίδιος θα ήθελε για να αυτοπροσδιορίζεται· κι αυτός είναι ο τίτλος τού βοεβόδα.10
Η πιθανότερη εκδοχή όμως για την ετυμολόγηση του τοπωνυμίου Βοϊβόντα, πρέπει να είναι η εξής: Αν η (σημερινή) Βασιλική ήταν η Βλαχοκατούνα / Βλάχοι μέχρι το τέλος τού 13ου αιώνα ή τις αρχές τού 14ου, και κάποια στιγμή, από τα μέσα περίπου του αιώνα αυτού και πριν από το 1393, ονομάστηκε Βοϊβόντα, τι ήταν αυτό που έκανε τους Θεσσαλούς τού δεύτερου μισού τού 14ου αιώνα να την πουν έτσι;
Από το 1348 είχαμε στην περιοχή της Θεσσαλίας Σερβοκρατία, με τον βασιλιά της Σερβίας (και «κόμη της Βλαχίας») Στέφανο Δουσάν, τον καίσαρα Θεσσαλίας (με πρωτεύουσα τα Τρίκαλα) Γρηγόριο Πρελούμπο και (μετά από ένα διάλειμμα κατά το διάστημα 1356–1358) τον Συμεών Ούρεση Παλαιολόγο και τον γιο του Ιωάννη (μετέπειτα Ιωάσαφ). Κι επειδή ο τίτλος «βοεβόδας» ήταν σε χρήση κυρίως από Σλάβους, φαίνεται ότι κατά το χρονικό διάστημα της Σερβοκρατίας δόθηκε σε κάποιον Βλάχο tşelnicu, απόγονο του (πατέρα της Υπομονής) Ταρωνά προφανώς, με έδρα την Βασιλική, το αξίωμα του βοεβόδα, κι εξ αυτού του λόγου δημιουργήθηκε και το τοπωνύμιο Βοϊβόντα για τη σημερινή Βασιλική.
Πρακτικάτοι
Η Βλαχοκατούνα σε ορισμένα από τα έγγραφα που είδαμε ονομάζεται Πρακτικάτοι, και μάλιστα, αν και βρίσκεται στην ονομαστική πτώση, η κατάληξή της είναι –ους (–us), σαν να πρόκειται για λατινική λέξη, πολύ κοντά δηλαδή στη μητέρα γλώσσα της αρωμουνικής, την (λαϊκή) λατινική: «Βλαχοκατοῦνα ἡ ἐπιλεγομένη Πρακτικάτους».
Πρέπει να έλαβε αυτό το όνομα από τη μεσαιωνική λέξη πρακτικόν, που σημαίνει «κατάλογος απογραφής της κινητής και ακίνητης περιουσίας ενός προσώπου, εκκλησίας ή μονής», όπως διαβάζουμε στο λεξικό Κριαρά. Φαίνεται ότι με ειδικό Πρακτικόν είχαν αποδοθεί στον Ταρωνά και στους Βλάχους του τόσο η περιοχή της Βασιλικής ως χειμαδιό και ως έδρα τους όσο και κάποιοι ορεινοί τόποι για τη βοσκή των ποιμνίων τους κατά τους καλοκαιρινούς μήνες («ἀπὸ Ἀπριλίου μηνὸς ἕως Σεπτεμβρίου μηνὸς ἐν ὑψηλοῖς ὄρεσι καὶ ψυχροτάτοις τόποις»).
Υποθέτουμε πως το Πρακτικόν θα παραχωρούσε στους Βλάχους τούς ορεινούς τόπους που περιλάμβανε αργότερα το αρματολίκι των Χασίων, όπως το αναπτύξαμε στη μελέτη μας για τον παπα–Θύμιο Βλαχάβα: «Τὰ ὄρη ταῦτα ἀρχόμενα ἀπὸ τοῦ Λάκμου11 ἐκτείνονται (…) καταλήγοντα εἰς τὸ στενὸν τῆς Πέτρας,12 ὅπερ χωρίζει αὐτὰ ἀπὸ τοῦ Ὀλύμπου. (…) Τὰ ὄρη ταῦτα, χωρίζοντα τὴν Θεσσαλίαν ἀπὸ τῆς ἄνω Μακεδονίας, (…) ἐνέχουσιν ἀφθόνους νομὰς καὶ λειμῶνας, ἔνθα τρέφονται τὰ ποίμνια.» Θυμίζουμε πως στη μελέτη μας για το αρματολίκι των Χασίων γράφαμε ότι η έδρα του θεωρούνταν η Σμόλια(νη) ή η Βλαχάβα. Και δεν είναι τυχαίο που η Βλαχάβα13 έλαβε αυτό το όνομα.
Επισημαίνουμε πως σε όλη την πεδινή έκταση από τη σημερινή Βασιλική μέχρι και τον Όλυμπο, στις υπώρειες των χασιωτικών ορέων (όπως περιγράφηκαν πιο πάνω από τον Νικόλαο Γεωργιάδη) και των προβούνων τους μέχρι και την οθωμανική απογραφή του 1454, αλλά και αργότερα, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και μετά, αναφέρονται χειμαδιά Βλάχων ή γενικότερα ποιμένων.
Υποθέτουμε τέλος πως ο καστροφύλαξ των Σταγών Καλοϊωάννης, οι απόγονοί του Ἰωάννης τοῦ Καλοϊωάννου και Θεόδωρος τοῦ Καλοϊωάννου καθώς και οι κατιόντες συγγενείς τους Κομιανός Καλογιάννος, χήρα Θοδώρα Καλογιάννη, χήρα Μαρία Καλογιάννη και Δημήτρης Καλογιάννης του οθωμανικού απογραφικού εγγράφου τού 1454/55 με τις καλαμπακιώτικες οικογένειες, που είδαμε στην προηγούμενη μελέτη μας, πρέπει να είχαν κι αυτοί βλάχικη καταγωγή, όπως και ο Βλάχος Καλογιάν / Καλογιάννης14 (Калоя̀н) ή Ιωαννίτζης (Йоа̀ница / Иваница), ο νεότερος αδερφός τών Βλάχων Θεοδώρου / Πέτρου και Ιβάν Αʹ Ασέν, που ηγήθηκαν της εξέγερσης των Βουλγάρων και Βλάχων του 1185, η οποία τους οδήγησε να γίνουν, και οι τρεις διαδοχικά, τσάροι της Βουλγαρίας.15
Βλάχικη καταγωγή υποπτευόμαστε πως είχε και η κεφαλή Σταγών Θεόδωρος Ορφανοϊωάννης, με καταγωγή από τη Σαμοσάδα ή το κάστρο του Γριζάνου, όπως γράψαμε σε προηγούμενη μελέτη μας.
Άγιος Γεώργιος ο Τριστενίκος
Στα χρυσόβουλα και άλλα έγγραφα που είδαμε παραπάνω και αναφέρουν τα μετόχια της Λυκουσάδας, διαβάσαμε και για «ἕτερον μετόχιον ὁ Τριστενίκος16 εἰς ὄνομα τιμώμενον τοῦ ἁγίου μου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου» και μάλιστα λίγο πριν ή λίγο μετά από την αναφορά στη Βλαχοκατούνα ή Πρακτικάτους. Διάφοροι μελετητές παλαιότερα έχουν εικάσει ότι («ίσως») ταυτίζεται με «το διαλυμένο χωριό Ντριστιανός–Τριστιανός στην περιοχή του Καστρακίου της Καλαμπάκας, όπου το ομώνυμο τοπωνύμιο και Τριστιανίτης Λάκκος.»
Βάσει όμως των μετοχίων της Λυκουσάδας που προαναφέραμε και της αναφοράς του Αγίου Γεωργίου του Τριστενίκου λίγο πριν ή λίγο μετά από την Βλαχοκατούνα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως ο Άγιος Γεώργιος ο Τριστενίκος ταυτίζεται με τον κοιμητηριακό ναό Αγίου Γεωργίου Βασιλικής.
Η αρχαιολόγος Ευαγγελία Ιωαννιδάκη τοποθετεί «τη χρονολόγηση του αρχικού κτίσματος στον 14ο–15ο αιώνα», ενώ η αρχιτέκτων μηχανικός στην Πολυτεχνική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αφροδίτη Πασαλή τον χρονολογεί ακόμη πιο παλαιά: «Επικρατεί, λοιπόν, στην ανατολική όψη η χαλαρή και ελεύθερη πλινθοπερίκλειστη
Επισημαίνει επίσης πολλά κοινά στοιχεία με τον ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Βυτουμά, τον οποίο ο αρχιτέκτων μηχανικός και διδάκτωρ της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σωτήρης Βογιατζής χρονολογεί στον 12ο αιώνα.
Τέλος η αρχαιολόγος Κρυσταλλία Μαντζανά επισημαίνει πως «η μορφή της τοιχοδομίας αυτής της πλευράς συνδέει το μνημείο με παλαιότερα της περιοχής όπως το ναό της Κοίμησης της Καλαμπάκας που τοποθετείται στα τέλη του 11ου με αρχές 12ου αιώνα και με το ναό της Πορτα–Παναγιάς στην Πύλη, που χρονολογείται στα τέλη του 13ου αιώνα.»
Επίσης, κάποια στοιχεία που σώζονται μέχρι τη σύγχρονη εποχή μάς κάνουν να σκεφτούμε πως ο ναός ίσως ήταν καθολικό μονής και μάλιστα με φρουριακού17 και αμυντικού τύπου κατασκευές.
Αν τελικά ευσταθεί η τοποθέτηση του ναού στον 13ο αιώνα μ.Χ., θα μπορούσε ο κτίτοράς του να είναι ο Ταρωνάς (ο πατέρας της Υπομονής ή ανιών συγγενής του), και μάλιστα η αφιέρωση του ναού στον άγιο Γεώργιο ίσως μάς λέει κάτι για το όνομα του κτίτορά του.18
«Κάτω στον Αγιο–Θόδωρο»
Σε προηγούμενες μελέτες μας συσχετίσαμε κάποια τοπικά δημοτικά άσματα με συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα της περιοχής, όπως το «καριοφίλι μου γραμμένο» και τον «παπα–Γιώργη» με την επανάσταση του παπα–Θύμιου Βλαχάβα ή την «Ρήνα» με άλλες ιστορικές περιόδους και συνθήκες.
Κι ένα ακόμη τοπικό παραδοσιακό τραγούδι, που χορεύεται με σεμνοπρεπή αλλά και πανηγυρικό τρόπο στο προαύλιο του ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Καλαμπάκας για αιώνες «τ’ απόγευμα της Μεγάλης Αποκριάς», το «Κάτω στον Αγιο–Θόδωρο», φαίνεται να σχετίζεται με τα πρόσωπα και τα γεγονότα που αναφέραμε στην παρούσα μελέτη μας.
Μπορεί η σύνθεση των διαφόρων παραλλαγών του να έχει γίνει σε διαφορετικούς τόπους ανά την ελληνική επικράτεια και να θεωρείται «ακριτικό», σε κάθε περίπτωση όμως οπωσδήποτε αναφέρεται στη δράση των Βλάχων της Μεγάλης Βλαχίας / Θεσσαλίας, κάποιοι από τους οποίους είχαν την έδρα τους στην Βλαχοκατούνα / Βοϊβόντα / Βασιλική Καλαμπάκας.
Κι έχει ενδιαφέρον να δούμε ποιες διαφορές έχει η καλαμπακιώτικη παραλλαγή από τις υπόλοιπες, όπως ενδιαφέρον έχει να θυμηθούμε πως το (σημερινό) χωριό Βασιλική βρίσκεται τρία περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του μοναστηριού των Αγίων Θεοδώρων, εκεί όπου εκτυλίσσονται οι μάχες του μικρού Βλαχόπουλου, όπως αναφέρονται στο τοπικό καλαμπακιώτικο άσμα.
«Κάτω στον Αγιο–Θόδωρο», λοιπόν, «(…) ο Κωσταντίνος ο μικρός κι ο Αλέξης ο αντρειωμένος, / και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης / αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν· (…) ευρέθη το Βλαχόπουλο στον μαύρο καβαλάρης. / “Για σύρε συ, Βλαχόπουλο, στη βίγλα να βιγλίσεις· / αν είν’ πενήντα κι εκατό, χύσου, μακέλεψέ τους, / κι αν είναι περισσότεροι, γύρισε, μίλησέ μας.” (…) Στα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, στα ξέβγα σαν πετρίτης, / στα έμπα του χίλιους έκοψε, στα ξέβγα δυο χιλιάδες, / και στο καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει. / Πήρε τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα, / και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη.»19
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως στην καλαμπακιώτικη παραλλαγή ο Κωνσταντίνος έχει αντικατασταθεί από τον Γιάννο («Πήρε του Γιάννου τον υγιό, τ’ Αλέξη τη γυναίκα»20) ενώ γενικά ο Γιάννης / Γιάννος —που μας θυμίζει το μικρό όνομα των ηγεμόνων / σεβαστοκρατόρων της Βλαχίας Ιωάννη Αʹ Δούκα καθώς και του Ιωάννη Βʹ Δούκα, εγγονού τού προηγούμενου— πρωταγωνιστεί και σε άλλα τοπικά καλαμπακιώτικα ή —ευρύτερα— θεσσαλικά τραγούδια.21
Υποσημειώσεις
1 Για τη μετονομασία τής Βοϊβόντας σε Βασιλική, βλ. τη μελέτη μας «Βασιλική Κονταξή (κυρα–Βασιλική): η κατεξοχήν ευνοουμένη τού Αλή», Τα Μετέωρα, 1418 (24.09.2021) 20–21.
2 Η αρωμουνική / βλαχική γλώσσα (armãneashti / armãneashte / armãneashci / armãneashce / rrãmãneshti) είναι κλάδος της Ανατολικής Βαλκανικής Ρωμανικής —που αναπτύχθηκε στη Νοτιοανατολική Ευρώπη από την τοπική ανατολική ποικιλία της Λαϊκής Λατινικής—, όπως και οι επίσης θυγατρικές ποικιλίες τής Ανατολικής Βαλκανικής Ρωμανικής, η μογλενίτικη, η ιστρορουμανική και η ρουμανική. «Οι σημερινές βαλκανο–ρωμανικές γλώσσες γνωστές ως ρουμανική, μογλενίτικη, ιστρορουμανική και η κατά σύμβαση βλαχική ή αρωμανική ή αρμανο-ρεμενική, προέρχονται από μία κοινή προγονική γλώσσα που διαμορφώθηκε στον βαλκανικό χώρο κατά τον πρώιμο μεσαίωνα. Αναφέρεται συνήθως από τους ειδικούς με τον όρο Ανατολική Βαλκανική Ρωμανική.» Δασούλας 2019, 2.
3 Το εθνωνύμιο Βλάχος έχει την εξής ετυμολογική πορεία: < μεσαιωνική ελληνική Βλάχος < σλαβική влахъ (vlaxŭ) < πρωτοσλαβική *volxъ < πρωτογερμανική *walhaz (ξένος, Κέλτης, Ρωμαίος, μη Γερμανός) < (πιθανώς) πρωτοκελτική *wolkos (γεράκι) ή *ulkʷos (λύκος). Πβ. Δασούλας 2014, 9.
4 < σλαβική че̑лнӣк / čȇlnīk < чел
5 Το ανθρωπωνύμιο Ταρωνάς ετυμολογείται από το αρωμουνικό / βλάχικο προσηγορικό tãronj / tãronjiu / tãroanji, που σημαίνει γάιδαρος (με την έννοια πως ο φέρων το όνομα αυτό είναι ονηγός, ονηλάτης) και μέσω της αρωμουνικής λέξης tar (γάιδαρος) ανάγεται (κατά το λεξικό Νικολαΐδη) στο αρχαιοελληνικό προσηγορικό ταῦρος.
6 «Στους μεσαιωνικούς βλάχικους πληθυσμούς της Μεγάλης Βλαχίας βρίσκονται οι προγονικές ρίζες των ανθρώπων βλάχικης καταγωγής που σήμερα ζουν στην Ελλάδα και τη νότια Βαλκανική. Η ιστορική τους ταυτότητα διαμορφώθηκε και συνυφάνθηκε με αυτή του μεσαιωνικού βυζαντινού κόσμου. Επιπλέον, αποστασιοποιήθηκε και διαφοροποιήθηκε ουσιαστικά και καθοριστικά από αυτή άλλων πληθυσμών γνωστών, επίσης, ως “βλάχικων” σε βορειότερες περιοχές των Βαλκανίων. Τα μεσαιωνικά ιστορικά στοιχεία συνηγορούν υπέρ της άποψη πως, ανεξάρτητα από την παλαιότερη ή και από τη σύγχρονη εθνογλωσσική ταυτότητά τους, οι Βλάχοι της νότιας Βαλκανικής αποτελούν συστατικό στοιχείο της νεοελληνικής ιστορικής πραγματικότητας.» Κουκούδης 2009, 58.
7 Ίσως και η μητέρα τού Ιωάννη Αʹ Δούκα, η Γαγγρινή από την Άρτα, ήταν βλάχικης καταγωγής. Κουκούδης 1999, 44.
8 Το χωρίον αυτό βρίσκεται ανάμεσα στο Κουβέλτσι και την Βοϊβόντα, όπου σήμερα το χωριό των Αγίων Θεοδώρων (θα πούμε περισσότερα γι’ αυτό στην εργασία μας για τα τοπωνύμια, υδρωνύμια κ.λπ. της Επισκοπής Σταγών των ετών 1163, 1136 και 1393). Ετυμολογείται από την σλαβική λέξη црн (t͡sr̩̂ːn), που σημαίνει μαύρος (< παλαιοσλαβική čьrnъ: μαύρος, σ
9 < πρωτοσλαβικό *vojevoda (
10 Να επισημάνουμε ότι υπάρχουν και οι οικισμοί Βοεβοδίνα Εορδαίας Κοζάνης (Συμεωνίδης 2010 (οικωνύμια), 367, λήμμα Βοεβοδίνα) και Βοϊβοντά Κορινθίας (Συμεωνίδης 2010 (οικωνύμια), 368, λήμμα Βοϊβοντά), για τους οποίους όμως δεν γνωρίζουμε κάτι περισσότερο για τις συνθήκες που οδήγησαν στην ονομασία τους μ’ αυτόν τον τρόπο.
11 39°41’01.9″N 21°07’21.6″E, 2275 μ., στα όρια με τον σημερινό νομό Ιωαννίνων.
12 40°10’06.6″N 22°15’03.6″E, 720 μ.
13 Η οποία απέχει από τη Βασιλική 19 περίπου χιλιόμετρα.
14 Δεν ισχυριζόμαστε πως ο Καλογιάννης της Βουλγαρίας είχε οπωσδήποτε σχέση με τους Σταγούς, απλώς επισημαίνουμε την κοινή πρακτική στον σχηματισμό ανθρωπωνυμίων των Βλάχων και στην περιοχή της Βουλγαρίας και στην περιοχή των Σταγών. Και δεν πρέπει να ξεχνούμε πως στις αρχές τού 11ου αιώνα «οι Σταγοί υπάγονται εις την αρχιεπισκοπήν Βουλγαρίας, ως εμφαίνεται εκ του υπέρ της αρχιεπισκοπής Αχρίδος σιγιλλίου (1020) του αυτοκράτορος Βασιλείου Βʹ.» (Αβραμέα 1974 (Θεσσαλία), 160), ενώ το «φρούριον Σταγοὺς» είχε καταληφθεί από Βουλγάρους και ανακαταληφθεί απ’ τους Βυζαντινούς. Οπωσδήποτε πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω η αναφορά για «Βλάχους τε καὶ Βουλγάρους καὶ Ἀλβανίτας» στην επισκοπή Σταγών. Σοφιανός 2004 (Επισκοπή), 94
15 Στα 1336 κατοικούν στην Επισκοπή Σταγών «Βλάχοι τε καὶ Βούλγαροι καὶ Ἀλβανίται.» ό.π. Η λέξη Βούλγαροι ίσως έχει μόνο τη σημασία σλαβόφωνοι (Αγορίτσας 2016 (Βλάχοι), 69), ίσως όμως αναφέρεται και σε Βλάχους που είχαν σχέση με τον Καλογιάν / Καλογιάννη (Калоя̀н), τσάρο της Βουλγαρίας.
16 Για την ετυμολογία του τοπωνυμίου / αγιωνυμίου Τριστενίκος βλ. Βλιώρας ²2020 (οικισμοί), 120–124, Βλιώρας ¹2020 (οικισμοί), 385–386, Συμεωνίδης 2010 (οικωνύμια), 1360, λήμμα Τρέστενικ & 1366, λήμμα Τρίστενον.
17 Πιθανόν να υπήρχε κι εδώ αμυντικός πύργος, σαν τον πύργο στην ομώνυμη γειτονική (σε απόσταση 14 χιλιομέτρων) μονή Αγίου Γεωργίου των Ζαβλαντίων, ο οποίος στον ναό Αγίου Γεωργίου Βασιλικής μετατράπηκε σε κωδωνοστάσιο.
18 Στα αρωμουνικά / βλάχικα το όνομα Γεώργιος λαμβάνει και τις μορφές: «Γάκης, Γκόγκος, Γκόγκας, Γούλης, Γούλας, Γουλέτσας, Ζιώγας, Ζιωγάνας, Τζότζος, Τζότζας, Τζότζης, Τζώρτζιας, Τζώρτζης.» www.vlahoi.net/
19 Πολίτης Ν. 1914 (εκλογαί), 82–83, Πολίτης Ν. 2002 (εκλογαί), 99–101.
20 Αθανασούλας 1992 (λαογραφικά), 159.
21 Πλιάτσικας 2016 (πασχαλιάτικα), 32, Αθανασούλας 1974 (τραγούδια), 66.