Τσιτσιπάς: Ένα ευχαριστώ στη γιαγιά… – Του Ηλία Γιαννακόπουλου
«Η ζωή δεν είναι πάντα να κερδίζεις ή να χάνεις. Είναι να απολαμβάνεις κάθε ξεχωριστή στιγμή της ζωής είτε είσαι μόνος σου ή με άλλους. Ζώντας μια ζωή που έχει νόημα, χωρίς μιζέρια και άσχημες καταστάσεις. Το να σηκώνεις τρόπαιο και να γιορτάζεις για νίκες είναι κάτι, αλλά όχι τα πάντα. Πέντε λεπτά πριν μπω στο κορτ η πολυαγαπημένη γιαγιά μου έχασε τη μάχη για τη ζωή. Μία σοφή γυναίκα, της οποίας η πίστη στη ζωή και η προθυμία της να δίνει και να προσφέρει δεν μπορεί να συγκριθεί με κανενός άλλου ανθρώπου που έχω γνωρίσει. Είναι σημαντικό να υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι όπως εκείνη σε αυτόν τον κόσμο. Γιατί άνθρωποι όπως εκείνη σε κάνουν να ζωντανεύεις. Σε κάνουν να ονειρεύεσαι. Θα ήθελα να πω ότι ανεξαρτήτως της ημέρας, των συνθηκών ή της κατάστασης, αυτή είναι μια ημέρα αφιερωμένη σε αυτήν και μόνο σε αυτήν. Σε ευχαριστώ που μεγάλωσες τον πατέρα μου. Χωρίς αυτόν τίποτα δεν θα ήταν δυνατόν».
(Στέφανος Τσιτσιπάς)
Ένας ύμνος
Η συμμετοχή και η προσπάθεια του Στέφανου Τσιτσιπά στον τελικό του τένις στο Roland Garros δεν προκάλεσε μόνο αισθήματα «εθνικού» ενθουσιασμού στους Έλληνες για το πάθος και την τεχνική του, αλλά περισσότερο συγκίνησε με όσα θετικά λόγια μίλησε για τη γιαγιά του και τον πατέρα του. Δεν έχουμε συνηθίσει τέτοιους «ύμνους» για τα δύο αυτά πρόσωπα σε τέτοιες στιγμές, όπου οι αθλητές – πρωταγωνιστές αποτελούν το κέντρο του ενδιαφέροντος και εισπράττουν το χειροκρότημα όλων.
Ωστόσο ο Έλληνας τενίστας αφιέρωσε τη μέρα του αγώνα του στον τελικό σε ένα πρόσωπο που για τα Ελληνικά δεδομένα αποτελεί σύμβολο αγάπης, προσφοράς, σοφίας, αντοχής και συναισθηματικής υποστήριξης. Όχι σπάνια είναι και ο στυλοβάτης της οικιακής οικονομίας και ο μόνιμος «χορηγός» των ποικίλων απαιτήσεων των εγγονών.
Ο Έλληνας αθλητής θεώρησε πως «τα τρόπαια και οι νίκες» δεν αποτελούν αυτοσκοπό γι’ αυτόν ούτε είναι τα «πάντα». Οι νίκες και οι ήττες στον αθλητισμό είναι σύμφυτες με αυτόν και δεν πρέπει να απολυτοποιούνται ως αξίας ή απαξίες. Ίσως το βασικό υπόβαθρο της ζωής να είναι κάτι άλλο που της προσδίδει νόημα και περιεχόμενο. Κι αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από την παρουσία δίπλα μας εκείνων των προσώπων που μάς εμπνέουν, μάς καθοδηγούν και μάς ηρεμούν όπως κάποτε με τα παραμύθια τους.
«Η νεότης και το γήρας χωρισμένα, δεν έχουν καμία δύναμη∙ αν, όμως γίνουν ένα κράμα η απερισκεψία, η μεσότητα και η μεγάλη περίσκεψη αποκτούν μεγάλη δύναμη»
(Θουκυδίδης, VI, 18,6)
Το πηγαίο «ευχαριστώ»…
Αυτή τη δύναμη ένιωσε βαθιά μέσα του ο Τσιτσιπάς και άντεξε το σφυροκόπημα του αντιπάλου του. Η γιαγιά και φυσικά ο πατέρας – προπονητής του αποτελούν γι’ αυτόν οι πιο σημαντικές υλικές και άυλες αξίες. Είναι πρόσωπα που αξιωματικά αξίζουν το σεβασμό μας και την αναγνώρισή μας. Μία αποδοχή και αναγνώριση «δημοσίως» ομολογουμένη. Και η τιμή δεν ανήκει τόσο στη γιαγιά του όσο σε αυτόν που τόλμησε δημόσια να εξάρει το μέγεθος της προσφοράς της.
Κι αυτό γιατί πέραν όλων των άλλων φανερώνει και την ποιότητα του εσωτερικού του κόσμου που δεν διαβρώθηκε από τη δόξα και δεν «οξειδώθηκε» από το «νοτιά» των χρημάτων που κερδίζει. Το αντίθετο, η γιαγιά του τον έκανε περισσότερο πλούσιο και τον κράτησε ζωντανό, όταν ένιωθε πως χάνεται. Γι’ αυτό ευθαρσώς ομολόγησε, ό,τι θα έπρεπε να αναφωνούμε όλοι:
«Είναι σημαντικό να υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι, όπως εκείνη (η γιαγιά του) σε αυτόν τον κόσμο. Γιατί άνθρωποι όπως εκείνη σε κάνουν να ζωντανεύεις. Σε κάνουν να ονειρεύεσαι».
Το πηγαίο «ευχαριστώ» του Τσιτσιπά δεν είχε αποδέκτη μόνο τη γιαγιά του αλλά και όλους εκείνους της Τρίτης Ηλικίας που με την παρουσία και την ανιδιοτελή προσφορά τους θεμελίωσαν τη ζωή μας σε αξίες και αρχές ακατάλυτες στη φθορά του χρόνου και των συνεχών αλλαγών στο αξιακό μας σύστημα. Είναι και μία άμεση αναγνώριση πως τα βήματα των νεότερων και οι «επιτυχίες» τους εδράζονται στην έμπνευση και στα επιτεύγματα των πατέρων – προγόνων μας.
Η ομολογία του Τσιτσιπά «Σε ευχαριστώ που μεγάλωσες τον πατέρα μου. Χωρίς αυτόν τίποτα δεν θα ήταν δυνατόν» δένει και συμπληρώνει εξαίσια τη θέση του Ν. Καζαντζάκη:
«Ανέβηκα στους ώμους των προγόνων μου, να δω μακρύτερα το μέλλον».
Δεν θα ήθελα να ζω…
Όλα τα παραπάνω αναπόφευκτα με οδηγούν στη δική μου γιαγιά που στάθηκε στοργικά και γενναία δίπλα μου και αυτό το κείμενο αποτελεί γι’ αυτήν το καλύτερο μνημόσυνο. Και αυτό γιατί:
«Δε θα ήθελα να ζω σ’ έναν κόσμο χωρίς ηλικιωμένους, χωρίς γέροντες και γερόντισσες. Χρειάζομαι την πολυσχιδία των βιωμάτων τους και τη σοφία της ζωής τους.
Δε θα ήθελα να ζω σ’ έναν κόσμο μόνο με νέους και νέες. Χρειάζομαι τις υπερβολές, την παρορμητικότητα και τον ιδεαλισμό τους∙ αλλά περισσότερο χρειάζομαι το ρεαλισμό, το μέτρο και την εσωτερική ισορροπία των ηλικιωμένων.
Χρειάζομαι τα «χαρακωμένα» πρόσωπα των γερόντων, τις θλιβερές ιστορίες τους, τα όνειρά τους που διαψεύστηκαν, τις ατέλειωτες εξομολογήσεις τους για όσα έζησαν, τις υπερβολές τους όταν εκθειάζουν τα δικά τους χρόνια, τα παραμύθια τους και βέβαια εκείνες τις λέξεις που μας φώτισαν το δρόμο μας και μας δίδαξαν πως η ζωή δεν είναι μία ακύμαντη πορεία».
Στα παλιά χρόνια στην Ιαπωνία οι γέροι που δεν μπορούσαν πια να εργαστούν μεταφέρονταν στα βουνά και αφήνονταν εκεί μόνοι. Αυτός ήταν ο νόμος. Ο νόμος άλλαξε χάρη στην αγάπη ενός γιου και τη σοφία του πατέρα του. Τα ονόματά τους δεν διασώθηκαν.
Ο Τσιτσιπάς έδειξε το δρόμο της δικής μας συμπεριφοράς προς τους γονείς και τις γιαγιάδες μας.
ΙΔΕΟπολις
https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com
ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ