Ο Θεός δίνει όσα ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει! – Γράφει η Ιωάννα Χαρμπέα
Ο Θεός δίνει όσα ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει. Υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν μια ζωή. Από ασθένειες, από οικονομικές δυσκολίες και, όμως, συνεχίζουν να περπατάνε…. Αιωρούνται στις δυσκολίες, ελίσσονται και αν ακόμη δε βγουν κερδισμένοι μπορούν και επιβιώνουν και πολλές φορές κατορθώνουν το ακατόρθωτο… Νικάνε τους νόμους της φύσης … Συνεχίζουν να περπατάνε στους δύσκολους δρόμους, χάνονται στους λαβύρινθους της ζωής… αλλά αυτοί συνεχίζουν… περπατάνε… περπατάνε στα κύματα…
Σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου δύο ασθενείς στο ίδιο δωμάτιο. Ο ένας έχει την τύχη να ναι κοντά στο παράθυρο , ο άλλος στην άλλη άκρη. Και οι δύο πάσχουν από την ανίατη ασθένεια… ξέρουν ότι το τέλος τους πλησιάζει, χωρίς να γνωρίζουν πόσο κοντά βρίσκονται σε αυτό. Ο πόνος δυσβάσταχτος και στους δυο… εκείνο που διαφέρει είναι λίγο η ψυχολογία τους. Σε ένα δωμάτιο τι να κάνουν τόσες ώρες; Ο ένας από τους δυο ευρισκόμενος κοντά στο παράθυρο κοιτάει συνέχεια έξω και ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. Για πες, του λέει ο άλλος, τι βλέπεις και ηρεμείς τόσο; ξεχνάς ότι είσαι καταδικασμένος; Τι είναι αυτό που σου παίρνει τη θλίψη; Φαντάζομαι θα χεις καλή θέα από εκεί.
– Θέλεις να σου περιγράψω τι βλέπω; τον ρωτά.
– Μα φυσικά και θέλω… είμαι περίεργος τι είναι εκείνο που σε γεμίζει χαρά
– Λοιπόν φίλε μου… Από εδώ η θέα είναι όντως υπέροχη, πραγματική γαλήνη. Ένα καταπράσινο τοπίο με δέντρα και λογής λογής πολύχρωμα λουλούδια κατακλύζουν την περιοχή… Οι πεταλούδες πετάνε παντού και δίνουν μια ξεχωριστή ομορφιά. Πραγματική όαση σου λέω… Δε χορταίνω να κοιτάζω.
– Ήμουν σίγουρος ότι για να είσαι κολλημένος τόσες ώρες στο παράθυρο θα βλέπεις κάτι καλό! Το κατάλαβα και από την έκφραση του προσώπου σου, δείχνεις να ξεχνάς την αρρώστια σου…. Κρίμα που δεν είμαι και εγώ σε παράθυρο. Πάντως, θέλω κάθε μέρα να μου περιγράφεις τι βλέπεις να ξεχνιέμαι και εγώ!
Και έτσι γινόταν καθημερινά… ο ασθενής που ήταν δίπλα στο παράθυρο περιέγραφε όσα έβλεπε… ώσπου κάποια μέρα ήρθε το τέλος του. Ο άλλος ασθενής, φυσικά, στενοχωρήθηκε… αλλά παρόλο τον πόνο του ζήτησε από τη νοσοκόμα αν γινόταν να αλλάξει θέση και να βρεθεί δίπλα στο παράθυρο… τώρα πια θα μπορούσε να δει από κοντά όλα όσα του έλεγε.
Έτσι και έγινε… με τη βοήθεια της νοσοκόμας βρέθηκε στο κρεβάτι κοντά στο παράθυρο.. Προς μεγάλη του έκπληξη, όμως, κοιτώντας έξω δεν είδε τίποτα από όσα του διηγούνταν ο φίλος του… Μόνο παλιές πολυκατοικίες, νέφος και ένα γενικά μουντό τοπίο… Μα πώς είναι δυνατόν, αναρωτήθηκε φωναχτά, πώς ο κύριος που ήταν εδώ έβλεπε όλο αυτό το πράσινο τοπίο και μου το περιέγραφε με τόση λεπτομέρεια. «Ο κύριος που απεβίωσε ήταν τυφλός», ήταν η απάντηση που του έδωσε η νοσοκόμα.
– Τυφλός; Ξαναρώτησε για να βεβαιωθεί
Ναι, τυφλός, ξανάπε η νοσοκόμα. Έβλεπε, όμως, με τα μάτια της ψυχής… με τα μάτια της καρδιάς του… δεν ήθελε να λυγίσει… δεν ήθελε να παραδώσει τα όπλα του… ήθελε να ελπίζει, να προσδοκά. Έτσι και αλλιώς μαύρα έβλεπε …τίποτα δηλαδή. Γιατί να μην κάνει την καθημερινότητα του καλύτερη; Γιατί να μη δώσει και μια μικρή χαρά σε έναν ομοιοπαθή;
Οι αρρώστιες φυλακίζουν το σώμα μα όχι πάντα και το νου. Η χαρά του ασθενή είναι να κάνει τη φυλακή της αρρώστιας του όμορφη. Να ταξιδεύει με μια όραση που δεν υπάρχει, να αγγίζει αυτό που δεν υφίσταται, να ακούει μέσα από τη σιωπή ωραία μελωδία, να γεύεται ακόμα και τα άνοστα. Και με βάση όλα αυτά να παίρνει δύναμη από το σκοτάδι. Ο θάνατος ο ίδιος να αποτελεί το εφαλτήριο της ζωής. Μην κοιτάς το σκοτάδι της νύχτας, επικεντρώσου στα αστέρια που το διακοσμούν. Όλοι έχουμε τα αστέρια που φωτίζουν τα σκοτεινά δρομάκια της ζωής μας. Πάρε δύναμη, ακολούθησε το φως τους και, ίσως, να μην αργήσει να ξημερώσει! Και αν ακόμα δεν ξημερώσει ποτέ, θα ‘χεις ακολουθήσει το δικό σου αστέρι, δε θα χεις ηττηθεί. Γιατί ήττα δεν είναι να χάνεις, ήττα είναι να μην αγωνίζεσαι.
Είναι στιγμές στη ζωή αυτή που τα σύνθετα γίνονται απλά. Είναι στιγμές που ενώ ο κόσμος χάνεται… εμείς τον βρίσκουμε αλλού, τον πλάθουμε με τα δικά μας χρώματα στο χώρο της φαντασίας και ζούμε μέσα σε αυτόν. Πολλές φορές είναι καλύτερα να ζεις σε παραμύθια, γιατί αυτά σε κάνουν να ελπίζεις, σου δίνουν δύναμη και φτερά να πετάξεις σε καταπράσινα λιβάδια. Και αν η πραγματικότητα μας χτυπά και αν η αλήθεια μας λυγίζει, μας εξουθενώνει, ρουφά την ενέργεια μας, ίσως και να απειλεί τη ζωή μας… ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να το δεχτούμε… έχουμε ευθύνη να παλέψουμε, να απαιτήσουμε , να εναντιωθούμε στο πεπρωμένο μας.
Να περπατήσουμε στα κύματα, να παλέψουμε μαζί τους και, αν εν τέλει νικηθούμε, να ξέρουμε ότι εμείς τουλάχιστον ζήσαμε μέχρι την τελευταία στιγμή, ρουφήξαμε το μεδούλι της ζωής. Κοιτάξαμε τη ζωή κατάματα ,ίσως όχι με τα δικά μας μάτια μα με τα μάτια της ψυχής. Τα μάτια της ψυχής δεν φθείρονται ποτέ, δεν αλλοιώνονται και είναι τα μόνα που δεν κάνουν λάθος, αλλά βλέπουν πεντακάθαρα!
Σε μια εποχή που η ανίατη ασθένεια στην κυριολεξία θερίζει χωρίς εξαιρέσεις, σε μια εποχή που το αύριο από κάθε άποψη είναι τόσο αβέβαιο είναι ευχής έργο να μπορείς να περπατάς στα κύματα.
Περπατώντας στα κύματα και αν ακόμα δε μπορέσεις να επιμηκύνεις το χρόνο που σου απομένει… σίγουρα θα ‘χεις πει όχι, θα ‘χεις εναντιωθεί στους νόμους της φύσης – έστω και αν δεν μπόρεσες να τους αλλάξεις….
*Αφιερωμένο σε ένα φίλο που ήξερε να βλέπει με τα μάτια της ψυχής, να εναντιώνεται στο κακό, να περπατάει στα κύματα.
Γράφει η Ιωάννα Χαρμπέα κοινωνιολόγος/εγκληματολόγος