Σωκράτης Τσαγκαδόπουλος: Ζητήματα δικαιοσύνης – Η προφυλάκιση

Αρκετοί έγκριτοι νομικοί έχουν αρθρογραφήσει και ομιλούν καταλογίζοντες «αναλγησία» στους Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς σχετικά με τις προφυλακίσεις.

0 691

Αρκετοί έγκριτοι νομικοί έχουν αρθρογραφήσει και ομιλούν καταλογίζοντες «αναλγησία» στους Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς σχετικά με τις προφυλακίσεις.

Αρκετοί έγκριτοι νομικοί έχουν αρθρογραφήσει και ομιλούν καταλογίζοντες «αναλγησία» στους Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς σχετικά με τις προφυλακίσεις.

Επίσης σε νομικό περιοδικό διάβασα άρθρο έγκριτου νομικού που διαβλέπει «εφευρετικότητα» των δικαστών μας να παρακάμπτουν τις προϋποθέσεις που έθεσε ο νομοθέτης για να εμποδίσει την αλόγιστη χρήση του μέσον της προφυλάκισης, η οποία οφείλει να είναι το έσχατο καταφύγιο (ultίmum refugium).

Υποστήριζε ότι οι δικαστές «βάζουν„ στα κατηγορητήρια ένα «κατ’επάγγελμα» ή «ένα κατά συρροή» ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις κακουργήματος και στέλνουν «διακοπές» τους άτυχους κατηγορουμένους μακράν κάθε λογικής, νομιμότητας και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Μάλιστα δε ο καθηγητής τον Ποινικού Δικαίου Αλέξανδρος Κατσαντώνης σε άρθρο του υποστήριξε πως οι ανακριτές-ανακρίτριες πρώτα αποφασίζουν την προφυλάκιση και μετά ψάχνουν να βρουν τον λόγο αυτής.

Δεν θα συμφωνήσω με τις παραπάνω απόψεις που αποτελούν ακραίες εξαιρέσεις και συνεπώς δεν τις υιοθετώ.

Όμως, έχω να επισημάνω πως ελληνικές και διεθνείς στατιστικές μας πληροφορούν ότι πολλοί από όσους προφυλακίστηκαν, αποδείχθηκαν, τελικά, αθώοι, αφού, όμως, η προφυλάκιση τους οδήγησε σε κοινωνική έκταξη, ηθική καθίζηση, ψυχική εξουθένωση, οικονομική συντριβή, επαγγελματική εκμηδένιση και οικογενειακή διάλυση.

Ο Ελληνας νομοθέτης, αναγκασμένος να εναρμονίσει τη σχετική ΝομοΟεσία με κάποιες οδηγίες της ευρωπαϊκής κοινότητας και αναγνωρίζοντας ότι «στη χώρα μας γινόταν κατάχρηση τον μέτρου της προφυλάκισης από μέρους των δικαστών», επιχείρησε με το Ν.112δ/δ1 και αργότερα με άλλες άνευρες ρυθμίσεις, μια κάποια τομή στο Θεσμό της προφυλάκισης.

Κατ’αρχήν για να χρυσώσει το χάπι μετονόμασε την «προφυλάκιση» σε «προσωρινή κράτηση», χωρίς, όμως, να μεταβάλει και τις συνθήκες έκτισης της προκαταβολικά επιβαλλόμενης αυτής ποινής.

Ακόμα κατάργησε τις διατάξεις που καθιστούσαν, σε ορισμένες περιπτώσεις υποχρεωτική την προφυλάκιση, ενώ, θεωρητικά τουλάχιστον, έθεσε αυστηρότερες προϋποθέσεις για την επιβολή του βαρύτατου, για τις ατομικές ελευθερίες, μέτρον, ώστε αυτό να επιβάλλεται με φειδώ και αφού εξετασθούν ενδελεχώς οι ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου και κατά πόσο αυτές είναι σοβαρές, αν είναι ύποπτος, αν, μη προφυλακιζόμενος ΤΕΚΜΗΡΙΩΜΕΝΑ δυνατόν να τελέσει νέα αδικήματα ή το ίδιο (είναι, τελευταία, ο συνήθης λόγος προφυλάκισης).

Τέλος, πρέπει με περισσή σοβαρότητα και σκέψη να διερευνάται αν πρέπει να αποτραπεί η προφυλάκιση επιλέγοντας ένα ή και περισσότερους περιοριστικούς όρους.

Και τούτο για να μην παρατηρείται το φαινόμενο της προφυλάκισης ενός ανθρώπου, ο οποίος μετά λίγες μέρες αφίεται ελεύθερος με περιοριστικούς όρους χωρίς να έχει υπάρξει οποιαδήποτε μεταβολή των στοιχείων της δικογραφίας, επιτρέποντας στον κάδε πολίτη να κάνει, δικαιολογημένα, διάφορους συνειρμούς.

Περαιτέρω, όπως είναι γνωστό, η προσωρινή κράτηση (προφυλάκιση) και φυλάκιση δεν διαφέρουν σε τίποτα μεταξύ τους.

Με δεδομένο αυτό το πραγματικό περιστατικό θα πρέπει ο νομοθέτης να προβλέψει τη δημιουργία διαφορετικών συνθηκών κράτησης στις κοινές φυλακές (καταστήματα κράτησης κατ’ευφημισμόν).

Άρα απαιτούνται καταστήματα κράτησης υποδίκων.

Φιλόδοξη πρόταση όταν δεν βρέθηκε ακόμα τρόπος να καταργηθούν οι φυλακές Κορυδαλλού ή δεν βρέθηκε ακόμα τρόπος ίδρυσης Δικαστικής Αστυνομίας.

Είναι, όμως, πράγματα αυτονόητα.

Τέλος, με δεδομένο ότι δεν είναι δυνατόν ένα τέτοιο μέτρο να λαμβάνεται από μόνο ένα δικαστή, με δεδομένο ότι αυτή η περιβόητη «συμφωνία ανακριτή και εισαγγελέα» δεν αποτελεί σοβαρή εγγύηση, αφού, στην πράξη, σπανίως διαφωνούν, επικρατούσης της άποψης του Ανακριτή (κάποτε δεν προβλεπόταν καν η ακρόαση του κατηγορουμένου από τον εισαγγελέα).

Συμφωνώ με την διατυπωθείσα από καιρό νομική τοποθέτηση πως ο Νομοθέτης θα πρέπει να υπερασπιστεί λυσιτελέστερα τις ατομικές ελευθερίες που κινδυνεύουν, όπως τονίσθηκε, από την αυθαίρετη κρίση ενός, ουσιαστικά ανεξέλεγκτου δικαστή.

Αν ο τελευταίος κρίνει αναγκαία την προφυλάκιση, θα πρέπει ο κατηγορούμενος εντός 24 ωρών να προσάγεται ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με τον συνήγορό του, σ’αυτό, δικάζον σε δημόσια αννεδρίαση θα παρουσιάσει τα υπερασπιστικά του στοιχεία, θα αναπτύξει τους ισχυρισμούς του, οπότε μόνο τότε, θα αποφασίζεται η απόλυσή του ή η προφυλάκισή του (προσωρινή κράτηση) ή η απόλυσή του με περιοριστικούς ή όχι όρους.

Κατ’αυτόν τον τρόπο θα πάψει η προφυλάκιση να εξαρτάται από το “ξίφος του πρίγκιπα” που περιγράφει στο κλασικό πόνημά του «Δικαστικές πλάνες» ο Guilheιmet.

Γράφει ο Σωκράτης Τσαγκαδόπουλος, συνταξιούχος δικηγόρος

Μπορεί επίσης να σας αρέσει
Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Litespeed Greek Web Hosting by NetSpace.gr