Ηρακλής Φίλιος: Ο Χριστός δεν μίλησε για «πρέπει» και δεν στοχοποίησε κανέναν
Υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι την ανάγκη για έναν λόγο εξομολογητικό, έναν λόγο «άνοιγμα» προς τους αναγνώστες.
Υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι την ανάγκη για έναν λόγο εξομολογητικό, έναν λόγο «άνοιγμα» προς τους αναγνώστες.
Υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι την ανάγκη για έναν λόγο εξομολογητικό, έναν λόγο «άνοιγμα» προς τους αναγνώστες.
Αυτό, ομολογώ πως απορρέει από το νεαρό της ηλικίας μου και την πίστη στην αμεσότητα του λόγου, αλλά φυσικά έχει βάση και στο γεγονός ότι σαν ένας νέος άνθρωπος 34 ετών που αγαπά τα θεολογικά γράμματα, όπως και πολλοί θεολόγοι, πολλές φορές απογοητεύομαι, αντί να γοητεύομαι!
Ο άνθρωπος δεν είναι απλά ένα «σκεπτόμενο πράγμα» όπως με καμάρι διατείνεται συνεχώς ο Ντεκάρτ στου στοχασμούς περί της πρώτης φιλοσοφίας». Αν ρωτούσατε ακόμη και τον ιερό Αυγουστίνο, κι εδώ φαίνονται οι δυτικές του καταβολές, θα έλεγε πως ο άνθρωπος είναι σκεπτόμενη βούληση.
Κι έρχεται ο Μάξιμος Ομολογητής και φέρνει μία επανάσταση, συντρίβοντας τη δυτική σκέψη όπως έχει περάσει και σήμερα, δυστυχώς, σε ένα μέρος του θεολογικού λόγου, και μας λέει πως ο άνθρωπος είναι το όλον αυτού. Δηλαδή όχι απλά ψυχή και σώμα.
Αυτό δεν αρκεί για τον Μάξιμο Ομολογητή, όπως και για τον Γρηγόριο Παλαμά που κάνει λόγο για το «συναμφότερον». Αλλά είναι κάτι επιπλέον, κάτι ουσιαστικό, κάτι παραπάνω, είναι και η ελευθερία του! Και φτάνω στο σημείο που θέλω. Η ελευθερία του απειλείται από τον ανεύθυνο και στοχοποιητικό θεολογικό λόγο, ο οποίος σε τέτοιες περιπτώσεις δημιουργεί οπαδούς παρά εραστές του Νυμφίου.
Αυτός ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, είναι ένα δημιούργημα του Θεού. Ό,τι κι να πρεσβεύει, ό,τι κι αν τον ενδιαφέρει, απ’ όπου κι αν προέρχεται, ακόμη κι αν αρνείται τον Θεό. Κλείνοντας την παρένθεση, έρχομαι στην απογοήτευση που κρύβει την γοητεία των πραγμάτων.
Κι έχω ξανά την αίσθηση, πως επί του θέματος, δικαιώνεται για άλλη μία φορά ο Νίτσε, καθώς θα διερωτόταν «μήπως ο Θεός είναι ένα λάθος του ανθρώπου;». Και λέω τούτο, διαπιστώνοντας με έντονο προβληματισμό, μία αντιστροφική δημιουργικότητα, μία αρνητική αναφορά του Θεού στον άνθρωπο, κάτι παράδοξο φυσικά για τα μεταφυσικά δεδομένα.
Κι όμως, ο Θεός γίνεται λάθος του ανθρώπου, όταν συντελείται η θεοκτονία του, όταν ο θεολογικός λόγος καταντά αποκρουστικός όταν κρίνει τους πάντες και τα πάντα.
Υπάρχουν στιγμές που ο θεολογικός λόγος καταντά ένα ηθικολόγημα. Και απορώ σε τέτοιες περιπτώσεις, σε τι διαφέρουμε από τη δυτική θεολογική σκέψη; Είναι οι περιπτώσεις όπου στον θεολογικό λόγο κυριαρχούν τα «πρέπει», οι συμβουλές σε κηδεμονευτικό τόνο, η στοχοποίηση ανθρώπων και επαγγελμάτων, η δαιμονοποίηση της εποχής. Πρέπει τα παιδιά μας να γίνουν καλοί χριστιανοί, πρέπει τα παιδιά μας να προσέχουν, πρέπει να πάμε στην εκκλησία κ.ο.κ. Γιατί πρέπει; Μίλησε ποτέ ο Χριστός για «πρέπει»; Είπε ποτέ ο Χριστός, στον Ανδρέα και στον Ιωάννη «πρέπει να με ακολουθήσετε»; Είπε ποτέ «πρέπει να νηστέψετε»; Είπε στην πόρνη «πρέπει να μετανοήσεις;». Ο Χριστός δεν μίλησε για «πρέπει». Προέτρεψε ο Χριστός, παρότρυνε, αλλά ήταν τόσο γλυκύτατο το πρόσωπο του που με την αγάπη έλκυε τον άλλον και όχι με κανόνες δεοντολογίας και ηθικολογήματα. Μαστίγωσε τον ευσεβισμό και τον ηθικισμό, τον συνέτριψε και δίδαξε με τη ζωή Του την ευσέβεια και την ηθική.
Ο Χριστός δεν έδινε συμβουλές. Δεν ήθελε να το παίξει «δάσκαλος», ούτε κούνησε το χέρι ποτέ σε κάποιον με προκλητική και αμετανόητη εμπάθεια. Αλήθεια, ποιος από όλους που εκφέρουν ηθικολογικό θεολογικό λόγο, έχει την «καθαρότητα» και διατηρεί το ηθικό πλεονέκτημα να δίνει συμβουλές στους άλλους; Ποιος έχει την άνεση να στοχοποιεί ανθρώπους και επαγγέλματα και να δαιμονοποιεί την εποχή, την κοινωνία; Εν τέλει, να αφορίζει τον άλλον και να εξορίζει τον Θεό;
Φέρνω στο νου μου ένα γεγονός που με εξέπληξε, αλλά συνάμα με έφερε σε αμηχανία και θαυμασμό, που προέκυψε από την αντίδραση του π. Ιωάννη Χρυσαυγή. Ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής είναι Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Θρόνου, καθηγητής στη Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού Βοστώνης και Θεολογικός Σύμβουλος του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου.
Παρά τη θέση που κατέχει και τις σπουδές που έχει κάνει, παραμένει απλός και ταπεινός, χωρίς να έχει έπαρση και εγωισμό. Όταν σε μία συνάντηση μας, συζητώντας για ένα θέμα, του ζήτησα τη συμβουλή του, δεν περίμενα την απάντηση του και τον θαύμασα ακόμη περισσότερο. Λέγοντας μου «δεν είμαι κατάλληλος να σου δώσω συμβουλές, αλλά μπορώ να μοιραστώ μαζί σου κάποιες σκέψεις», διαπίστωσα το βάθος του προσώπου αυτού και της διάκρισης και ταπείνωσης. Την ίδια στιγμή, απογοητεύομαι όταν ο θεολογικός λόγος αφορίζει τον άνθρωπο και την εποχή του, βάζοντας απαγορευτικό σε κάθε τι που έχει τη δυναμική να ανακαινίσει τον άνθρωπο και να τον μορφώσει εις Χριστόν.
Η εποχές αλλάζουν, οι κοινωνίες γίνονται πολυσύνθετες, ο άνθρωπος αγωνιά και πονά περισσότερο. Ο λόγος του Χριστού μένει ίδιος και καίριος για την κάθε εποχή. Δεν αποτελεί ένα μουσειακό είδος, ένα έκθεμα που θα εντυπωσιάσει για την αισθητική του, αλλά για την αλήθεια του. Ο θεολογικός λόγος θα απέχει από την σύνθεση ή θα αναλωθεί στον αφορισμό; Θα σαρκώσει την αγάπη ή θα εξορίσει τον άλλον; Θα δείξει τον Χριστό ή θα δείχνει τον ναρκισσισμό του εαυτού που κουνάει το δάχτυλο και με απύθμενο αφασιακή νέκρωση εξορίζει Θεό και ανθρώπους;
Ο Χριστός ποτέ δεν μίλησε για «πρέπει» και ποτέ δεν στοχοποίησε κανέναν. Ο λόγος του ήταν κενωτικός, μεταμορφωτικός, σωτήριος. Δεν συμβούλευε, δεν κουνούσε το δάχτυλο, δεν έκανε τον δάσκαλο στον άλλον, τηρούσε όσα δίδασκε με τη ζωή Του.
Αγκάλιασε όλους του ανθρώπους. Μίλησε με τα πιο αληθινά και ανυπόκριτα πρόσωπα. Κάθισε στο πηγάδι και έκανε παρέα στην Σαμαρείτιδα που είχε πέντε άνδρες και είχε άστατη ζωή. Αγκάλιασε την πόρνη και με αγάπη χάιδεψε τα μαλλιά της, ενώ πριν από λίγο ζούσε την κάθε ηδονή και την κάθε ακαταστασία στο κρεβάτι της με διαφορετικά σώματα. Κι εμείς; «Τρώμε» τους άλλους, τους κουνάμε το δάχτυλο και τους δείχνουμε μία ζωή με φόβο.
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος