Ηρακλής Φίλιος: Μια σύγχρονη ανάγνωση της θεραπείας του τυφλού
Την Κυριακή αυτή η αγία μας Εκκλησία κάνει μία βουτιά στο μυστήριο της ίασης
Την Κυριακή αυτή η αγία μας Εκκλησία κάνει μία βουτιά στο μυστήριο της ίασης
Την Κυριακή αυτή η αγία μας Εκκλησία κάνει μία βουτιά στο μυστήριο της ίασης και τοποθετεί τους πιστούς απέναντι στο γεγονός της ασθένειας όπως μας την περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (Ιω. 9, 1-38).
Η ευαγγελική περικοπή αναφέρεται σε έναν άνθρωπο που γεννήθηκε τυφλός και στη θεραπεία του από τον Χριστό. Παρεμβαίνουν όμως οι Φαρισαίοι, οι γνωστοί υποκριτές της τότε εποχής, που με τις ερωτήσεις τους πειράζουν τον θεραπευμένο τυφλό αλλά κα τον Χριστό γιατί επιτέλεσε θαύμα το Σάββατο.
Η τυφλότητα σαν όρος αλλά και σαν κατάσταση περιγράφει μία έλλειψη. Δεν έχει δική της «υπόσταση», δική της λεκτική αλλά και υπαρξιακή αυτονομία. Προέρχεται από την αδυναμία μου να δω το φως. Όμως το φως υπάρχει. Δεν έχει χαθεί. Ο Θεός δημιούργησε το φως, όχι το σκοτάδι. Η αρχή έγκειται στο φως.
Αυτό δημιουργείται. Το σκοτάδι είναι η απουσία του φωτός∙ αλλοίωση του. Εδώ βέβαια, ομολογώ πως δεν έχουμε να κάνουμε με τη διαμάχη φωτός – σκότους, γιατί κάτι τέτοιο οδηγεί τη θεώρηση των πραγμάτων υπό τη σκιά μιας μανιχαϊστικής αντίληψης, ικανής να βεβηλώσει το μυστήριο των δημιουργημάτων ως αέναη διαμάχη ανάμεσα σε δύο αρχές, κάτι που είναι εντελώς ξένο προς τη θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με την αλλοίωση της όντως καλής φύσεως.
Η τυφλότητα ως γεγονός, ως κατάσταση, τολμώ να πω πως, έχει δύο φύσεις. Τη σωματική και την ψυχική. Αρνούμαι να κατηγοριοποιήσω μία υφιστάμενη κατάσταση, αυτή της τυφλότητας, και να την μοιράσω σε άσκοπα λεκτικά νοήματα.
Συναντάται όμως στο σώμα, στην ψυχή ή και στα δύο. Επομένως ασχέτως με τα σημεία στα οποία εντοπίζεται, είναι τυφλότητα.
Δεν έχει τη δική της οντολογία, αλλά προέρχεται από την αλλοίωση της φυσικής κατάστασης, που είναι το φως.
Η σωματική τυφλότητα είναι ένας πολύ μεγάλος και βαρύτατος σταυρός για εκείνον που πάσχει. Ο σωματικά τυφλός άνθρωπος στερείται ενός αγαθού δώρου του Δωροδότη θεού. Και νιώθει αδικημένος, θλιμμένος, έως και φοβισμένος γιατί ο Θεός του στέρησε το δώρο αυτό, που οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν. Και τα βάζει με τον Θεό, επαναστατεί, όμως δεν καταφέρνει κάτι. Και όλα αυτά τη στιγμή, και προσέξτε το αυτό, που θέλει με όλη του η δύναμη να δει, να χαρεί τη ζωή, τα χρώματα της, τις ομορφιές της, να δει ακόμη και τις ευωδίες της. Ναι, να τις δει. Σας φαίνεται περίεργο; Ο πόθος ενός σωματικά τυφλού ανθρώπου να δει είναι μία απίστευτα ισχυρή δυναμική που τον ωθεί να ελπίζει και να αναμένει το θαύμα της προσωπικής του ανάστασης. Ο σωματικά τυφλός έχει αυτογνωσία της κατάστασης του και θέλει να την αλλάξει. Θέλει να δει.
Τι συμβαίνει όμως με τον ψυχικά τυφλό; Στο σημείο αυτό διαπιστώνω μία αμφισημία. Ενώ ο σωματικά τυφλός ποθεί να δει το φως, ο ψυχικά τυφλός εμμένει σε μία κατ’ είδωλον εικόνα.
Έχει συνηθίσει στην άλλη θέα των πραγμάτων. Μάλλον ποια θέα; Στην καταδίκη του εαυτού του να μην θέλει να βλέπει. Δεν έχει, όχι απλά πλήρη (αυτό θα ήταν πολυτέλεια), έστω την ελάχιστη υποψιασμένη εικόνα για την τυφλότητα στην οποία περιέπεσαν τα μάτια της ψυχής του. Κι εδώ έρχεται ο Μ. Αθανάσιος που με τη χρήση του τρίπτυχου «φως-σκιά-κάτοπτρο» θέλει να μας δείξει πως ο άνθρωπος με την ελευθερία που του δόθηκε από το Θεό, μπορεί να στρέψει αυτό το κάτοπτρο είτε προς τα άνω, είτε προς τα κάτω. Δημιουργεί λοιπόν ο άνθρωπος μέσα από την αυτεξουσιότητα του μία ειδωλοποιΐα ή μία θεώρηση προς τα άνω, προς το φως. Ανάλογα με το που στρέφει τον εαυτό του κάθε φορά.
Πολλές ψυχές χάνουν το φως, όχι επειδή δεν τους δίνεται η δυνατότητα να το βρουν, αλλά επειδή αρνούνται το φως. Εν τοις πράγμασι, πρόκειται για μία συνειδητή κίνηση του νοός πέρα από το φως, μία εμμονή στην απουσία του φωτός, δηλαδή στο σκοτάδι. Βέβαια η τύφλωση αυτή μπορεί να είναι χλιαρή, ανυποψίαστη, ανώριμη, επιπόλαια, αλλά μπορεί να γίνει και επικίνδυνη, έως και αθεράπευτη, αν ο άνθρωπος αρνείται να γίνει κοινωνός της θείας χάριτος.
Τυφλές είναι οι ψυχές που αρνούνται τη θεότητα του Χριστού, τη θεομητρότητα της Παναγίας, το άκτιστο της θείας χάριτος, τη χάρη των ιερών λειψάνων, τον αγιασμό των ψυχών και των σωμάτων δια των ιερών μυστηρίων της εκκλησίας, εν τέλει το ίδιο το μυστήριο του Θεού όπως αποκαλύπτεται στην ιστορία και στα έσχατα. Γιατί το μυστήριο αυτό και η χωροχρονική του αποκάλυψη δεν αφορά μόνο την κτίση, τη δημιουργία της, την εξέλιξη της, αλλά έχουμε να κάνουμε με τη συγκλονιστική παρουσία του ενανθρωπήσαντος Θεού τόσο στην ιστορία όσο και στα έσχατα. Επουδενί μόνο στον ιστορικισμό ή μόνο στον εσχατολογισμό, αλλά και στα δύο μαζί.
Τυφλές είναι και οι ψυχές που διεξάγουν πολέμους για οφέλη και σκοτώνουν χιλιάδες ανθρώπους. Οι ψυχές που σκοτώνουν το παιδί τους πριν δει το φως της ζωής, νομίζοντας ότι έχουν το δικαίωμα να φέρνουν και να «ρίχνουν» παιδιά. Οι ψυχές που βυθίζουν με τα ναρκωτικά στο θάνατο κι άλλα χαρούμενα νέα πρόσωπα. Οι ψυχές που διακινούν λευκή σάρκα και την καταρρακώνουν ψυχικά κάνοντας την να μην έχει ελευθερία και δική της προσωπικότητα. Οι ψυχές που ντρέπονται για τα παιδιά τους που είναι Α.Μ.Ε.Α., τα κρύβουν από την κοινωνία μέσα στο σπίτι και τους στερούν την ανάσα της ζωής. Οι ψυχές που καταδικάζουν τις ζωές των άλλων επειδή οι ίδιες ως ανέραστες δεν κατάφεραν να ζήσουν τις χαρές και τις ευλογίες που δίνει ο Θεός. Οι ψυχές που δεν δέχονται το άπειρο έλεος του Θεού για τους άλλους, αδυνατώντας την ίδια στιγμή να πιστέψουν πως ο χειρότερος όλων μπορεί να σωθεί.
Ο Χριστός στο γεγονός της θεραπείας του τυφλού που από τη γέννηση του δεν έβλεπε τα έβαλε για άλλη μία φορά με τους Φαρισαίους και την τύφλωση των καρδιών τους. Δεν καταδίκασε καμία ψυχή για την τύφλωση που υπέστη δια της αμαρτίας και της ροπής προς κάθε φθοροποιό δύναμη. Αυτές τις ψυχές ο Χριστός ήρθε να τις γιατρέψει και να τις σώσει. Δεν καταδίκασε τυφλές ψυχές. Ποτέ και καμία. Καταδίκασε όμως την υποκρισία των ψυχών που επέλεξαν να ζουν τυφλές και να γίνονται τυφλά αμετανόητες και αμετανόητα τυφλές.
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος