Ηρακλής Φίλιος: Αναστήθηκε ο Χριστός – Δεν είναι παίξε γέλασε
Αυτό που πραγματώνει ο Χριστός δεν το καταφέρνει καμία φιλοσοφία, κοινωνιολογική θεωρία, ηθικό σύστημα.
Αυτό που πραγματώνει ο Χριστός δεν το καταφέρνει καμία φιλοσοφία, κοινωνιολογική θεωρία, ηθικό σύστημα.
Αυτό που πραγματώνει ο Χριστός δεν το καταφέρνει καμία φιλοσοφία, κοινωνιολογική θεωρία, ηθικό σύστημα.
Η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί την πλέον καταφατική έξοδο Του από τους νόμους της φύσης, αφού όπως ψάλλουμε «ὅπου Θεός δέ βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις».
Μάλιστα καταπώς λέει ο απόστολος Παύλος: « εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ὑμῶν» (Α’ Κορ. 15, 14).
Η αθεΐα επουδενί δεν πιστεύει στην ανάσταση του Χριστού. Εξάλλου αν παραδεχόταν κάτι τέτοιο, θα κατέρρεε το οικοδόμημα της μιας και στηρίζεται απόλυτα στη λογική αντίληψη των πραγμάτων και στην απομυθοποίηση του μυστηρίου. Αν παραδεχόταν την ανάσταση του Χριστού (η πίστη είναι πολυτέλεια για τον άθεο), θα δεχόταν τοιουτοτρόπως την πραγμάτωση μιας μεταφυσικής υπόσχεσης που πληρώνεται μέσα στο χρόνο. Κάτι δηλαδή παραπάνω, τραγικά και οντολογικά, από αυτό που αντέχει η ίδια ως γεγονός, ως αλήθεια.
Εντός των ορίων της και συνηθίζοντας να φτάνει το λόγο (ως αντίληψη και έκφραση) της έως εκεί που δεν προσβάλλεται το μεταφυσικό της είναι, αμφισβητεί ένα γεγονός που ποτέ δεν μπόρεσα όχι απλά να προσεγγίσει αλλά να κηρύξει. Βέβαια έχω την αίσθηση, ισχυρά τολμώ να πω, πως η αθεΐα πλέον δεν είναι μόδα, ούτε έχει τον αντίκτυπο που είχε όταν ενθουσίαζε και ξεσήκωνε τους ανθρώπους. Έχει φτάσει δε πλέον στο σημείο να αποτελεί το κατεξοχήν κακέκτυπο υπαρξιακής εναντίωσης.
Χαρακτηριστικός είναι ο ορθολογικός προσανατολισμός του Γάλλου φιλοσόφου Ernest Renan, ο οποίος σημειώνει για τον Χριστό: «Οι αιώνες θα διακηρύσσουν ότι μεταξύ των υιών των ανθρώπων δεν γεννήθηκε κανένας υπέρτερος σου∙ Θεός όμως δεν είσαι». Η θεότητα ενοχλούσε τον Άρειο και την ευσεβιστική του παρέα που δεν δέχονταν το ασύλληπτο στο νου, σαρκωμένο όμως στη φύση της Εκκλησίας μυστήριο, ότι δηλαδή ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αποκτώντας στη δική Του φύση την ανθρωπινότητα ως στοιχείο της αντίδοσης των ιδιωμάτων. Αυτό δεν το δέχεται κανείς άθεος. Πόσο μάλλον το επέκεινα της αποκάλυψης, ήτοι την ανάσταση του Θεανθρώπου. Μήπως όταν ο Παύλος μίλησε στον Άρειο Πάγο για ανάσταση των νεκρών δεν τον ειρωνεύτηκαν λέγοντας του «ἀκουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (Πράξ. 17, 32);
Όλη αυτή η αποκάλυψη της οικονομίας του Θεού, η ενσάρκωση, η σταύρωση, η ανάσταση, αποτελούν ενέργειες που ο Ίδιος πρέπει να αναλάβει και όχι η ανθρώπινη φύση. Ακόμη και η μετάνοια του ανθρώπου δεν αρκεί για να ολοκληρωθεί το σχέδιο του Θεού.
Άλλωστε όπως σημειώνει ο Μ. Αθανάσιος στο Περί Ενανθρωπήσεως «η μετάνοια δεν επαναφέρει από τη φυσική κατάσταση, αλλά μόνο δίνει άφεση των αμαρτημάτων». Υπάρχει δηλαδή μία ανάληψη της ευθύνης εκ μέρους του Θεού, ο Οποίος έπρεπε «να φανεί αληθής στην περί θανάτου νομοθεσία του» για την οποία κάνει λόγο πάλι ο Μ. Αθανάσιος. Μόνο που αυτή η νομοθεσία ως έννοια, ως όρος, απέχει μακράν από το πως αντιλαμβάνεται τη νομοθεσία η δυτική σκέψη και δη ο Άνσελμος Καντερβουρίας.
Στο έργο του Cur Deus Homo αναφέρεται στην ικανοποίηση περί θείας δικαιοσύνης μέσα από τη θεωρία «satisfactio» (υπό νομικά κριτήρια) όπου τη σωτηρία κατά Kessler «κατανοείται ως ένα δικαιικό ζήτημα», έναν «ωμό μηχανισμό Δικαίου» όπως συμπληρώνει ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’.
Η σωτηριολογία ξεκινάει από την ενανθρώπιση που απείχε των νομικών κριτηρίων και δεν εμφορούταν μιας δικαιικής σύλληψης του μυστηρίου και ενσωμάτωσης του στους νόμους της φύσης. Στη θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής ο Γρηγόριος Θεολόγος αναφέρει: «Ας γίνουμε Θεοί δι’ αυτόν, επειδή και εκείνος έγινε άνθρωπος προς χάριν μας. Έλαβε το χειρότερο δια να μας δώσει το καλύτερο». Στην ίδια σκέψη κινείται και ο Μ. Αθανάσιος στο Περί Ενανθρωπήσεως που αναφέρεται στη θεοποίηση του ανθρώπου.
Ο ορθόδοξος ανθρωπισμός κάνει λόγο για ανάσταση ενώ ο αθεϊσμός για επανάσταση. Εξάλλου όσοι αδυνάτησαν να υιοθετήσουν το μυστήριο της σάρκωσης του Θεού και ανάστασης του Υιού και Λόγου Του, παραδέχονται τον Χριστό ως έναν «άγιο αναρχικό» κατά το νιτσεϊκό λόγο. Σε καμία όμως περίπτωση όχι ως Θεό. Αυτό προσβάλλει τη λογική τους. Αν παραδεχτούν κάτι τέτοιο, αυτόματα η θεώρηση τους, η βάση τους, το είναι τους, εμπίπτει στην ανυπαρξία και την αφάνεια. Πώς να δεχτούν Έναν πιο πάνω από εκείνους; Πώς να συνυπάρξει η πραγμάτωση του ασσύληπτου γεγονότος για εκείνους (δηλ. η ανάσταση) με την χοϊκή τους λογικοκρατική ένδεια; Για εκείνους ισχύει αυτό που έγραφε σε έναν στηλιτευτικό του λόγο ο Γρηγόριος Θεολόγος προς τον Ιουλιανό Βασιλέα, ότι δηλαδή «εναντίον της ανάστασης κηρύττουν επανάσταση».
Ο Χριστός αποκαθηλώνεται για να ενταφιαστεί και αναστηθεί, ενώ ο άθεος ανασταίνει το νου, ενταφιάζει την πίστη και καθηλώνει τον Χριστό στην ανθρωπινότητα του και όχι στη θεότητα του. Για τον άθεο ο όρος της Χαλκηδόνας που αναφέρει στον Χριστό «ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως, γνωριζόμενον» δεν έχει καμία ισχύ. Για τον άθεο ο Χριστός σταυρώνεται και πεθαίνει. Και το επόμενο βιβλίο του αθέου, δεν είναι οι Πράξεις των Αποστόλων αλλά η εξύψωση του ως θεού. Η σταύρωση του Χριστού είναι το τέλος της βίβλου του αθεϊσμού.
Από την άλλη όμως ο Χριστός δεν έρχεται για να περιοριστεί χωροχρονικά, κάτι που συνηθίζεται από τους ανθρώπους, οι οποίοι ζουν την ανάσταση μόνο το Μ. Σάββατο και όχι σε κάθε αναστάσιμη Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Ίσως αυτό να είχε στο νου του ο Κώστας Βάρναλης όταν έγραφε «έφυγες κι έχουμε ρημάξει ξανά και πάλι, η Πασκαλιά γιατ’ έτσι λίγο να βαστάξει!».
Δεν είναι συναίσθημα, μήτε κήρυγμα άκαρπο η ανάσταση. Είναι η πεμπτουσία της ζωής του χριστιανού. Για τον χριστιανό δεν υπάρχει ζωή αν δεν υπάρχει ανάσταση. Κι αν δεν υπάρχει ανάσταση, ο Χριστός δεν είναι Θεός. Αντίθετα ο πιστός εμβαπτίζεται στον Χριστό και ντύνεται τον Χριστό όπως ψάλλουμε στην αναστάσιμη Θεία Λειτουργία του Μ. Σαββάτου. Ο Θεός αναστήθηκε για να ανασύρει από την ασχήμια τον άνθρωπο. Να του δώσει ξανά το δώρο της ζωής στη Βασιλεία των Ουρανών. Να τον επαναφέρει στην αρχική του δόξα. Να του δώσει την ευκαιρία να κοινωνεί με τον Θεό ακόμη και μετά τον θάνατο, αναφέροντας το κατ’ εικόνα του στο καθ’ ομοίωση αφού υπάρχει στενή σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Το λέει ξεκάθαρα και με υπέροχο ποιητικό ύφος ο Γιάννης Ρίτσος όταν γράφει πως «ο Θεός πραγματοποιεί τον εαυτό του στο φιλί μας».
Ο Χριστός αναστήθηκε και όλη η φύση ζωοποιείται μέσα από την αγιοταφική δόξα που εαρινά φωνάζει πως αποκαθίσταται η αστοχία των πρωτοπλάστων. Ο Χριστός δεν εκδικείται την αστοχία του Αδάμ και της Εύας. Γεννιέται μέσα στη μήτρα μια γυναικός, παθαίνει, σταυρώνεται και ανασταίνεται για να χαρίσει αιώνια ζωή στον άνθρωπο. Καλεί σε χορό, σε μέγα πανηγύρι όλους τους ανθρώπους. Τους καλεί να χαρούν, να φωνάξουν πως ναι υπάρχει η Βασιλεία του Θεού. Πως ναι ο Χριστός αναστήθηκε για να αναστήσει τον άνθρωπο. Καλεί σε βρώση και πόση του Σώματος και Αίματος «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν και εἰς ζωήν αἰώνιον». Στέλνει προσκλήσεις σε όλους. Στους ανήμπορούς, μόνους, ξεχασμένους, αμαρτωλούς, πονεμένους, τσαλακωμένους, άθεους, πολέμιους και τους χαρίζει την αιωνιότητα. Και όλοι τινάζουν την υπαρξιακή τους φτώχεια, χαίρονται με την ανάσταση και χορεύουν. Φιλάνε Θεό, πίνουν, Θεό, ερωτεύονται Θεό.
«Δόξα τῇ ἁγίᾳ, καί ὁμοουσίῳ, καί ζωοποιῷ, καί ἀδιαιρέτῳ Τριάδι πάντοτε, νύν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Καλή Ανάσταση!
Ηρακλής Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος