Ηρακλής Φίλιος: Θεολογία εν επέκεινα
Κάποτε ο ιδεαλιστής George Berkeley έθεσε ένα απολαυστικό ερώτημα που ο καθένας μπορεί να δώσει τη δική του απάντηση.
Κάποτε ο ιδεαλιστής George Berkeley έθεσε ένα απολαυστικό ερώτημα που ο καθένας μπορεί να δώσει τη δική του απάντηση.
Κάποτε ο ιδεαλιστής George Berkeley έθεσε ένα απολαυστικό ερώτημα που ο καθένας μπορεί να δώσει τη δική του απάντηση. «Αν ένα δέντρο πέσει στο δάσος και δεν είναι κανείς εκεί για να το ακούσει, θα κάνει θόρυβο;».
Αν η απάντηση φαντάζει εύκολη και ίσως χαρακτηριστεί το ερώτημα ως ανόητο, κάνετε λάθος. Ένας ιδεαλιστής σαν τον Berkley δεν απάντησε απλά πως το πέσιμο του δέντρου δεν δημιούργησε θόρυβο, αλλά πως δεν υπήρξε καν το δέντρο αυτό. Μία παραδοχή τέτοιου τύπου δεν αποτελεί αναγκαστικά ουτοπία, αλλά στη θέα του εμπειρισμού και της αντίληψης όσων αντιλαμβανόμαστε με βάση τις αισθήσεις (esse est percipi – το είναι ταυτίζεται με το αντιλαμβάνεσθαι, G. Berkeley), είναι λογικό να μην υπάρχει το δέντρο, αφού δεν αντιληφθήκαμε το θόρυβο.
Η φιλοσοφία των Berkeley, Hume και Locke δεν έχει θέση στη φύση της θεολογικής σκέψης. Ο φιλοσοφικός στοχασμός στερείται της αγιοπνευματικής εμπειρίας και ερμηνείας. Όταν η θεώρηση του θεολογείν αιωρείται μεταξύ ιδεών και αισθήσεων, μεταξύ εμπειρίας και νόησης, ο Θεός γίνεται ιδέα και είδωλο. Για να παραχθεί θεολογία και για να είναι ο λόγος περί Θεού λόγος ξένος προς την αντίληψη της φιλοσοφικής αποδεικτικής, απαραίτητη είναι η εν αγίω Πνεύματι προσέγγιση λόγου και πράξης.
Η θεολογία λένε κάποιοι πως είναι αυτή που είναι, αυτή που παρήγαγαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αυτή που θεσπίστηκε και κατοχυρώθηκε στις Οικουμενικές Συνόδους και αυτή που υπήρξε ως βίωμα της κοινότητας και αργότερα έγινε δόγμα της πίστης. Στο σημείο αυτό δύο ερωτήματα καταλυτικά για τη συνέχεια μπορούν να συμβάλλουν σε μία νέα ίσως σκέψη που μπορεί με τη σειρά της να γεννήσει μία προβληματική. Αν η θεολογία είναι αυτή που έχει παραχθεί και διατυπωθεί από τους θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας, υπάρχει χώρος για θεολογία πέρα από τους Πατέρες και τις Οικουμενικές Συνόδους; Αν οι Πατέρες θεολόγησαν με φιλοσοφία βαπτισμένη εις «νοῦν Χριστοῦ», στη σύγχρονη εποχή υπάρχει για τον κόσμο ή για τον εαυτό της;
Βασική παραδοχή είναι πως η ζωή παράγει τη θεολογία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως για τρεις και πλέον αιώνες η Εκκλησία ζούσε χωρίς Συνόδους. Το ίδιο δεν συμβαίνει και τους τελευταίους δώδεκα αιώνες; Χαρακτηριστικό της θεολογίας είναι η κίνηση της ζωής από την οποία πηγάζει και μια ακινησία μόνο ως νέκρωση του ζωντανού σώματος της Εκκλησίας μπορεί να εκληφθεί. Η ανάγκη να αναζητήσω τον Θεό, η θέληση μου να μάθω τι είμαι και που καταλήγω και κάθε υπαρξιακή ανησυχία, απαιτεί από τη ζωή, δεν συμβιβάζεται μαζί της και χωρίς να της επιτρέπει την άνεση του χρόνου πάνω στον οποίο κινείται, διεκδικεί απαντήσεις στο θέμα της γέννησης και του θανάτου.
Διαβάζοντας κάποιος τα ποικίλα ρεύματα της φιλοσοφίας και τα έργα των εκπροσώπων της σίγουρα θα νιώσει μία μεγάλη ικανοποίηση ως προς τα ζητήματα που γεννά η ίδια η ζωή. Εντούτοις είναι κοινή ομολογία πως κανείς δεν προσεγγίζει ικανοποιητικά τα μεγάλα άρρητα και άδηλα που δημιουργούνται μέσα από τη φύση του άγνωστου. Όσες φορές η φιλοσοφία θέλησε να δώσει μία απάντηση στο επέκεινα, το προσέγγισε λεκτικά, εννοιολογικά, χωρίς όμως να τοποθετεί τον εαυτό της στην ουσία της αληθινής φύσης αυτού του επέκεινα. Κάτι που κατόρθωσε η θεολογίας της Εκκλησίας που είναι ζωή στην αιωνιότητα και πίστη στην Ανάσταση του Χριστού.
Η μεταφυσική δεν μπορεί να στοχαστεί τον Θεό ως αυτό που όντως είναι με αποτέλεσμα να τον αντικειμενοποιεί. Ο στοχασμός με άλλα λόγια δεν μπορεί να πηδήξει από την υπερβατικότητα των ορίων του που αναλώνουν την τρεπτότητα στο οριακό σημείο της μεταπήδησης στην υπέρβαση. Αν δεν γνωρίσουμε τον Θεό που υπάρχει πέρα από τη μεταφυσική, τότε τον υποβιβάζουμε στη μεριά των όντων. Και όταν η ανθρωπότητα δια στόματος των φιλοσόφων θέλησε να δει τον Χριστό, τον είδε ως ιδέα και όχι ως Θεό. Αυτό πραγματικά είναι ένα μεγάλο θέμα, αυτό του προσώπου του Ιησού (ιστορικός Ιησούς) που έχει απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα και έχει συμβάλλει στην αποδόμηση του αποκλειστικά ανθρώπινου προσώπου του Χριστού (αξιόλογες έρευνες των R. Bultmann, E. Käsemann, H. S. Reimarus κ.ά.).
Ο χριστιανικός Θεός αντίθετα με τον θεό των φιλοσόφων είναι ένας Τριαδικός Θεός. Ένας Θεός που προσφέρεται στον άνθρωπο εντός μιας διαπροσωπικής σχέσης ως δωρεά, ως δώρο που «ούτε είναι ούτε δεν είναι, αλλά δίνει σύμφωνα με τον Derrida. Και η σχέση αυτή περνάει μέσα από τον συνάνθρωπο, μέσα από τον άλλον, αυτόν που «δεν είναι απλώς ένα ακόμη ‘’Εγώ’’ το οποίο δεν είναι ακριβώς όπως το δικό μου Εγώ», όπως θα μας υπενθυμίσει ο Levinas.
Η Εκκλησία υπάρχει για να γίνεται και όχι για να υπάρχει σε μία ακινησία έκφρασης και δοσίματος προς την ετερότητα ως διαφοροποιητικό (αλλά όχι διχαστικό) στοιχείο. Αν η Εκκλησία υπάρχει για τον εαυτό της, τότε ούτε σταύρωση, ούτε ανάσταση. Το ίδιο ισχύει και τη θεολογία. Η φύση της είναι αναρχική, διαλεκτική, αλληλοπεριχωρητική, υιοθετική, ανατρεπτική, προοδευτική. Η θεολογία υπάρχει κι εκείνη για να γίνεται και όχι για να μην γίνεται ζωή. Γίνεται ζωή, αφού η ίδια πηγάζει από τη ζωή και μάλιστα την όντως Ζωή, τον Χριστό.
Αν η θεολογία υπάρχει επειδή έριδες και αιρέσεις του παρελθόντος, δημιούργησαν την ανάγκη να υπάρξει η ίδια ως απάντηση ή με τάση απολογητική στο πέρασμα των αιώνων, δεν είναι θεολογία που ανοίγεται στον κόσμο και τον άνθρωπο, αλλά θεολογία ιδεολόγημα που έπρεπε να υπάρξει για να μην υπάρξουν οι έριδες και οι αιρέσεις στον χριστιανικό κόσμο του παρελθόντος. Το άνοιγμα της θεολογίας στη σύγχρονη εποχή σε περίπτωση που αρχίσει να διακατέχεται από φοβικά σύνδρομα αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις υπαρξιακές ανησυχίες και αγωνίες. Βρισκόμενη έτσι σε αμηχανία πολλές φορές, διακατέχεται από μία κακότεχνη αισθητική και μία κακόγουστη απολογητική που δεν θυμίζει σε τίποτε τη δημιουργική καλλιτεχνία της πηγής της ζωής που είναι ο Τριαδικός Θεός όπως γνωρίζεται στην κτίστη, στην ιστορία και στον άνθρωπο μέσα από τις ενέργειες Του.
Η μεγάλη πρόκληση για την Εκκλησία σήμερα είναι η ενότητα της. Όσο κι αν αυτό φαντάζει περίεργο ή κακόγουστο αστείο, εντούτοις αποτελεί την αλήθεια των πραγμάτων την οποία φέρνει στην επιφάνεια της εποχής μας η δίψα για πρωτοκαθεδρίες μέσα στο άγιο σώμα της Εκκλησίας που καταλήγει από ανθρώπινες αδυναμίες να μην αναγνωρίζει την αληθινή της κεφαλή. Η ενότητα είναι τόσο σημαντική που αν διασπαστεί τότε κάθε Εκκλησία θα κάνει λόγο για τον δικό της πρώτο. Αυτό θα έχει συνέπειες εκκλησιολογικές και τραγικές θα είναι οι μετέπειτα δογματικές παραχαράξεις που θα οδηγήσουν τους χριστιανούς της ορθόδοξης Εκκλησίας σε διαχωρισμό και διάσπαση.
Η θεολογία των Πατέρων της αγίας μας Εκκλησίας δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Πόσο μάλλον τις θεωρίες των φιλοσοφικών ρευμάτων που κατέληξαν να απογυμνώσουν την ψυχή του ανθρώπου αφού τον απομάκρυναν από τον Θεό και το ομορφότερο συναίσθημα που για τους χριστιανούς είναι βίωμα, ζωή και αλήθεια, την αγάπη και η οποία είναι ο Θεός. Θεωρίες, πολιτικές ιδεολογίες και κοινωνικά μανιφέστα δικαίωσαν τον άνθρωπο στη συνέχεια της ιστορίας, του απέδωσαν όσα δικαιούται, αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να αγιάσουν τον άνθρωπο και την κτίση. Ο αγιασμός είναι δωρεά της Εκκλησίας, όπως και η σωτηρία και δίνονται ως άγια ευλογία στον άνθρωπο όχι επειδή ο ίδιος κατάφερε να κερδίσει κάτι, αλλά χάριν Ελέους του Τριαδικού Θεού που έγινε άνθρωπος για να βγει από τη νεκρή σιωπή του θανάτου ο άνθρωπος και να ζήσει στη Βασιλεία του Θεού.
Η ψυχή του ανθρώπου νοσεί. Ο άνθρωπος σήμερα «μονώτατος» (Γ’ Βασ.) νοσεί. Αναζητά την ίαση. Τη θεραπευτική αυτή εκπληρώνει ο μυστηριακός χαρακτήρας της Εκκλησίας η οποία υπάρχει και σημαίνεται κατά τη φράση του Νικολάου Καβάσιλα στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, εκεί όπου όλα ανακαινίζονται και εκκεντρίζονται στο Σώμα και στο Αίμα του Χριστού. Η θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής και σήμερα έχει συνέχεια καθώς ο άνθρωπος κινείται στην ανάγκη που ξεπηδά μέσα από την φτωχή του ανθρώπινη φύση που εγκλημάτισε και καλείται από τον Υιό και Λόγο του Θεού να αναστηθεί, να μεταμορφωθεί και να σωθεί.
Αυτή την ψυχή «τεταραγμένην και πεφυρμένην πάσαις ἐπιθυμίαις» όπως την χαρακτηρίζει ο Μ. Αθανάσιος την αναζητά ο Χριστός. Ο άνθρωπος με σκέψη και βυθίζοντας τον εαυτό του στο τι είναι και στο τι θέλει να γίνει έχει τη δυνατότητα να υπάρξει είτε σαν το δέντρο του Χριστού που πέφτει και ακούγεται ο θόρυβος είτε σαν το δέντρο του Berkeley που δεν ακούγεται ο θόρυβος όταν πέφτει, αφού δεν υπάρχει καν.
Ηρακλής Φίλιος
([email protected])