Ο Καταρράκτης της Αγίας Παρασκευής Καλαμπάκας
Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι ετούτος εδώ ο τόπος είναι ξεχωριστός. Λες και κάποιος ευφάνταστος ζωγράφος άφησε την φαντασία του αχαλίνωτη για να αποτυπώσει με το πινέλο του στον καμβά την τέλεια αρμονία του φυσικού περιβάλλοντος.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι ετούτος εδώ ο τόπος είναι ξεχωριστός. Λες και κάποιος ευφάνταστος ζωγράφος άφησε την φαντασία του αχαλίνωτη για να αποτυπώσει με το πινέλο του στον καμβά την τέλεια αρμονία του φυσικού περιβάλλοντος.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι ετούτος εδώ ο τόπος είναι ξεχωριστός. Λες και κάποιος ευφάνταστος ζωγράφος άφησε την φαντασία του αχαλίνωτη για να αποτυπώσει με το πινέλο του στον καμβά την τέλεια αρμονία του φυσικού περιβάλλοντος.
Όμως ο ευφάνταστος ζωγράφος δεν είναι άλλος από την ίδια την φύση που φρόντισε να τοποθετήσει στο τοπικό βαρύτιμο διάδημα τα πολύτιμα πετράδια που το κάνουν να συναρπάζει για την σπάνια ομορφιά του.
Καμία ανθρώπινη επινόηση, καμία παρέμβαση, καμία τεχνική δυνατότητα και τελειότητα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη δύναμη της φύσης.
Η φυσική δημιουργία είναι άφταστη, απροσέγγιστη, ακατανόητη, ίσως από τον ανθρώπινο νου. Μια τέτοια περίπτωση είναι αναμφίβολα το γεωφυσικό θαύμα του πέτρινου δάσους των Μετεώρων, ο ορεινός όγκος της Πίνδου, οι λόχμες και η φυλλωσιά του δάσους. Τα γάργαρα νερά των ποταμιών, ο πλούτος του φυτικού Βασιλείου.
Όλα αυτά μαζί συνθέτουν το τοπικό οικοσύστημα εντός του οποίου ζει όπως και οι άλλοι ζώντες οργανισμοί, ο άνθρωπος, το έλλογο όν.
Σ’ όποια γωνιά κι αν σταθείς, μέσα στο τοπικό οικοσύστημα δεν μπορεί παρά να αισθανθείς να σε κυριεύει το δέος που καταυγάζει η ομορφιά και η απόλυτη αρμονία λες και κάποιος την εποπτεύει από μακριά.
Ο καταρράκτης της Αγίας Παρσκευής Καλαμπάκας
Οι εποχούμενοι επί της Ε.Ο. Τρικάλων – Καλαμπάκας φτάνοντας στο ύψος της Σαρακίνας σίγουρα θα λοξοκοίταξαν απέναντι στον Κόζιακα. Και σίγουρα η κλεφτή ματιά τους θα έπεσε στον Καταρράκτη του οικισμού της Αγίας Παρασκευής.
Βέβαια, άλλο να τον ξεκρίνει κανείς φευγαλέα από μακριά και άλλο να τον ζυγώσει. Άλλο μια οπτική επαφή κι άλλο ν’ ακούσει τον πάταγο των νερών που πέφτουν με ορμή απ’ την φυσική σχισμή στη μέση του βουνού.
Όσο ζυγώνεις στη βάση του καταρράκτη το μουρμουρητό των νερών σιγά – σιγά δυναμώνει για να γίνει βουητό μεγάλο που σε τρομάζει αλλά και σε συνεπαίρνει μαζί.
Το φθινοπωρινό τοπίο με λογιών – λογιών χρώματα της φυλλωσιάς των δένδρων έρχεται να δέσει με το τοπίο. Η ορμή των νερών πάνω στην σκόρπια εδώ κι εκεί ολόασπρα βράχια πατάει ολόγυρα το νερό που με το πέσιμο πάνω τους των ακτίνων του ήλιου που σκάει από απέναντι τα μεταμορφώσει σε διαμοντόπετρες που λαμπυρίζουν.
Οι δροσοσταλίδες δημιουργούν υγρή αχλή που με το αντιφέγγισμα των ηλιακτίδων παίρνουν την μορφή ουράνιου τόξου με τους πολύχρωμους κριδισμούς να δαφνοστεφανώνουν τον χώρο. Βλέπεις τα αφρισμένα νερά να κυλούν ανάμεσα στα βράχια και να ξελαγαρίζουν σιγά – σιγά και μένεις ακίνητος, στη βάση του καταρράκτη, εκστασιασμένος από την ομορφιά και την αρμονία.
Αυτήν την εικόνα έδειχνε η «Κοντίνα» το πρωί της περασμένης Κυριακής που την επισκεφθήκαμε με οδηγό τον πρόεδρο του Τ.Σ. Σαρακίνας Γιώργο Μπερτέ που μας προέτρεψε να μη χάσουμε το θέαμα που όπως αποδείχθηκε είχε απόλυτο δίκιο.
Η «Κόντι(ε)να»
Οι ντόπιοι έχουν δώσει στον καταρράκτη το όνομα «Κοντι(ε)να».
Γιατί και από πού προήλθε αυτό το όνομα υπάρχουν πολλές απόψεις οι περισσότερες εκ των οποίων είναι συνδεδεμένες που θρύλους και παραδόσεις.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι το όνομα «Κοντι(ε)να» συνδέεεται με το ότι στο συγκεκριμένο σημείο βασιλεύει ο ήλιος ρίχνοντας καθώς κρύβεται πίσω από το βουνό νωρίς τον ίσκιο στην γύρω περιοχή (κοντός=κοντινά) και άλλοι ότι στον χείμαρρο που σχημάτιζαν τα νερά του καταρράκτη πνίγηκε γυναίκα ενός ντόπιου που έφερε το όνομα Κόντης.
Στο ερώτημα, ποια πνίγηκε, η απάντηση ήταν: «η Κόντινα» και έτσι ο καταρράκτης πήρε το όνομα «Κόντινα» εξ αφορμής του πνιγμού της γυναίκας στα φουσκωμένα νερά του χειμάρρου που ακόμα και σήμερα περνάει κάθετα στην είσοδο του οικισμού.
Βέβαια επειδή στον Θεσσαλικό χώρο το «ι» προφέρεται «ε» άλλοι το προφέρουν «κόντινα» και άλλοι «κόντενα».
Η αξιοποίησή του
Η «Κόντι(ε)να» λοιπόν αποτελεί ένα πετράδι στο διάδημα του τοπικού οικοσυστήματος. Ένα πετράδι που ενώ λάμπει δυστυχώς δεν έχει αξιοποιηθεί. Η απορία δεν είναι μόνο δική μας αλλά και του προέδρου του Τ.Σ. Σαρακίνας που μας συνοδεύει Γιώργου Μπερτέ. Ο κ. Μπερτές υπογραμμίζει ότι κατ’ αρχήν εκείνο που προέχει είναι η πρόσβαση στο χώρο.
«… Δεν λέμε να ανοίξουμε λεωφόρο αλλά ένα πέτρινο μονοπάτι που θα ξεκινά από το εξωκλήσι του Αγίου Νικολάου και θα φτάσει στη βάση του καταρράκτη…», τονίζει ο πρόεδρος.
Βέβαια καταθέτει και ποιο μεγαλεπίβολες ιδέες όπως η κατασκευή μικρού φράγματος που θα συγκεντρώνει τα νερά της φυσικής λεκάνης που σχηματίζεται στην κορυφή του βουνού ώστε να υπάρχει νερό και την εποχή του θέρους, την αξιοποίηση της ορμής για την παραγωγή Ηλεκτρικού ρεύματος κλπ.
Φυσικά ο πρόεδρος όταν λέει αυτά έχει την εμπειρία της Γερμανίας όπου έζησε ως μετανάστης τριάντα και πλέον χρόνια.
Αλλά εδώ είναι Ελλάδα κι αυτές οι ιδέες φαντάζουν όνειρα απατηλά.
Όμως η «Κόντι(ε)να» θα πρέπει να αξιοποιηθεί. Το πώς είναι μια κουβέντα που χρειάζεται να γίνει από τοπικούς φορείς που κατά τ’ άλλα ψάχνουν για τουριστική αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του τόπου μας.
Μια πρόταση
Η «Κόντι(ε)να» δεν είναι κάτι ξεκομένο απ’ την ευρύτερη περιοχή.
Ο Βράχος της Σαρακίνας, η γέφυρα του Αγίου Βησσαρίωνα, ο Ναός των Αγίων Αποστόλων, το Μοναστήρι Κοιμήσεως Θεοτόκου Βυτουμά, η Γκούρα της Διάβας, το πλατανοδάσος στη θέση «Νησιά» της Διάβας, το σπήλαιο της Θεόπετρας κλπ, μπορούν να αποτελέσουν μια ενότητα δημιουργίας πρόσθετου τουριστικού ενδιαφέροντος.
Άρα εκείνο που χρειάζεται είναι να μελετηθούν τα δεδομένα του χώρου και να χαραχθούν πολιτικές αξιοποίησης του χώρου.
Ο ευρύτερος χώρος στον οποίο αναφερόμαστε μαζί με τον Πηνειό ουσιαστικά είναι ένας σκουπιδότοπος που για να ενταχθεί στον γενικότερο χώρο χρίζει φροντίδας και αξιοποίησης που μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη.
Το θέμα είναι πως όλα αυτά, οι σκέψεις, οι ιδέες, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, θα γίνουν πραγματικότητα.
Μπορούν, φτάνει να το πιστέψει και να το θέλει η τοπική κοινωνία.
Η ΕΡΕΥΝΑ 25 Νοεμβρίου 2007, αρ. φύλλου 14773, σελίδα 17