Ένα Ελληνικό Ροντέο στη Βλαχάβα Τρικάλων
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Big Fish για την γιορτή της Προβατίνας. Τα Τρίκαλα είναι το ελληνικό Στράτφορντ–ον–Εϊβον, αφού η γενέτειρα του Σαίξπηρ μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά με τη θεσσαλική κωμόπολη: το ποτάμι μέσα στην πόλη (Ληθαίος), τα ποδήλατα και κυρίως τη θεατρική κουλτούρα, αφού για κάποιο απροσδιόριστο λόγο η Μαριάννα Τουμασάτου και ο Αλέξανδρος Σταύρου (από τη «Βέρα στο Δεξί») είναι κάτι σαν μασκότ της πόλης..
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Big Fish για την γιορτή της Προβατίνας. Τα Τρίκαλα είναι το ελληνικό Στράτφορντ–ον–Εϊβον, αφού η γενέτειρα του Σαίξπηρ μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά με τη θεσσαλική κωμόπολη: το ποτάμι μέσα στην πόλη (Ληθαίος), τα ποδήλατα και κυρίως τη θεατρική κουλτούρα, αφού για κάποιο απροσδιόριστο λόγο η Μαριάννα Τουμασάτου και ο Αλέξανδρος Σταύρου (από τη «Βέρα στο Δεξί») είναι κάτι σαν μασκότ της πόλης..
Τα Τρίκαλα είναι το ελληνικό Στράτφορντ–ον–Εϊβον, αφού η γενέτειρα του Σαίξπηρ μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά με τη θεσσαλική κωμόπολη: το ποτάμι μέσα στην πόλη (Ληθαίος), τα ποδήλατα και κυρίως τη θεατρική κουλτούρα, αφού για κάποιο απροσδιόριστο λόγο η Μαριάννα Τουμασάτου και ο Αλέξανδρος Σταύρου (από τη «Βέρα στο Δεξί») είναι κάτι σαν μασκότ της πόλης, γεμίζοντας τα δημοτικά θέατρα της περιοχής. Με την ίδια λογική τα Μετέωρα είναι το ελληνικό Στόουνχεντζ ενώ το Σκεπάρι και η Βλαχάβα τα σκονισμένα χωριά του Φαρ Ουέστ. Ο πολιτιστικός σύλλογος «Βρυσοπούλες» ήταν ο εμπνευστής και διοργανωτής της πρώτης Γιορτής της Προβατίνας. Ένα διήμερο φεστιβάλ σε βοσκοτόπια τύπου Γκλάστονμπερι με πολλούς υπερήλικες ντυμένους Vintage (αν τους ανακάλυπτε το περιοδικό «Danzed & Confused» θα τους αφιέρωνε ολόκληρο editorial μόδας) να επιδίδονται σε αυτοσχέδιο καραόκε σε δημοτικό δεκαπεντασύλλαβο. Από τη μία κόντεψα να πάθω ηλίαση κυνηγώντας τους «παππού – γιαγιά» από λιβάδι σε λιβάδι και από την άλλη πείστηκα πως έχω παραισθήσεις όταν είδα γιαγιάδες με μάλλινες κάλτσες (τσουράπια) να φορούν γυαλιά μάσκες (το Ιοοκ οξυγονοκολλητής που φοριέται στη Μύκονο), πέρλες τύπου Chanel σε σειρές, εξτένσιονς κοτσίδες Οβελία και μπούστο που θα ζήλευαν τα πρώτα ονόματα του Σίλικον Βάλεϊ να με ρωτούν: «Τίνος είσαι συ, κορίτσι μου;». Η λαϊκή ρήση «χέστηκε η φοράδα στ‘ αλώνι» είναι πέρα για πέρα βγαλμένη από τη ζωή. Το συνειδητοποίησα όταν η Σουζάνα (η πρόεδρος των «Βρυσοπούλων») ανέβηκε με το μικρόφωνο στο γαϊδουράκι και έπειτα έπρεπε να προσέχω πού πατώ. Μια εν γένει ουσιαστική διαφορά με τη ζωή στην πρωτεύουσα είναι η εξής: Ο αστικός χαιρετισμός (γεια) στα χωριά αντικαθίσταται με την προσφώνηση: «Τι φτιάνς, κουμπάρε /ξαδέλφη». Μόλις αντιλήφθηκαν ότι ήρθαμε από την Αθήνα για την περίσταση, μας υποδέχτηκαν με τιμές κυβερνητικού εκπροσώπου. Από κεράσματα μέχρι ιδιαίτερα μαθήματα γνεσίματος. Οφείλω να ομολογήσω ότι είμαι ανεπίδεκτη μαθήσεως. Δεν ήταν μόνο οι άγνωστες λέξεις (σούκος, γραίνω, λαναρίζω) αλλά και η διδασκαλία χωρίς θεωρία που με δυσκόλεψε. Μια απηυδισμένη με την ανικανότητα μου γιαγιά προσπαθούσε επί μισή ώρα να τοποθετήσει τα δάχτυλα μου στη ρόκα. Σ’ εμένα (!) που είχα μάθει σε 10 μόλις λεπτά να τρώω σούσι με ξυλάκια. Πάντως έμαθα τα βασικά: Πρώτα πλένουμε το μαλλί του προβάτου για να φύγει ο σούκος (=ιδρώτας προβατίνας), έπειτα γραίνουμε, δηλαδή ξαίνουμε το μαλλί, στη συνέχεια παίρνουμε το λαναρόξυλο και λαναρίζουμε και στο τέλος «ιδιάζουμε» το μαλλί στο σκούτι. Η άλλη λύση βέβαια είναι να πάμε στο «Zara» και να αγοράσουμε ένα μπλουζάκι με 15 ευρώ. Και πάνω που βίωνα συμπτώματα στερητικού συνδρόμου φρεντοτσίνο, μου πρόσφεραν πρόβειο τυρί και ψωμί στη θράκα (το πεντάστερο κολατσιό του βοσκού), θα μπορούσα να εισηγηθώ στους σεφ του «Βαρούλκου» να προστεθεί στο μενού.
Ο διαγωνισμός αρμέγματος μας δίδαξε ότι οι προβατίνες σταματούν να παράγουν γάλα τους καλοκαιρινούς μήνες και ότι η όλη τελετουργία παραπέμπει αμυδρά σε τακτική πεσίματος σε μπαρ: από το κοπάδι ο βοσκός διαλέγει εκείνη που είναι σίγουρος ότι δεν θα το παίζει δύσκολη, δεν θα κάνει αγριάδες, θα έχει γεμάτους μαστούς και πάνω από όλα θα είναι υπάκουη κατά τη διάρκεια του αρμέγματος. Το δε άρμεγμα αυτό καθαυτό είναι κάτι σαν τα προκαταρκτικά του sex: άλλοτε τραβάς τις ρώγες δυνατά κι άλλοτε μαλακά. Στο τέλος του διαγωνισμού απενεμήθη και κύπελλο στον νικητή, το οποίο συνοδευόταν και από αναμνηστική φωτογραφία με τον δήμαρχο (ντυμένο ασφαλώς τσέλιγκα). Ο δε δήμαρχος εκτελούσε και χρέη «συμπαρουσιαστή» της Σουζάνας, που πραγματικά το πίστευε ότι το event είναι βεληνεκούς «Καλλιστεία ΑΝΤ1». Ακολούθησε ο διαγωνισμός κουρέματος. Μια συγκεκριμένη προβατίνα έκανε χαϊλίκια τύπου «Τζούλια Αλεξανδράτου» και πήρε το μικρόφωνο και έτρεχε, με αποτέλεσμα να την κυνηγάει μέχρι και ο κάμεραμαν, που ασφαλώς ήταν ντυμένος τσέλιγκας. Μια κυρία ονόματι Γκόλφω (δεν κάνω πλάκα) και μια «θεια» (ούτε τώρα κάνω πλάκα) διαγωνίστηκαν στο ladies match. Ακολούθησαν τα «κούτσικα» (η division των ανηλίκων) και οι άνδρες (αμούστακα 14χρονα). Το κοινό εμψύχωνε τους διαγωνιζόμενους δίνοντάς τους οδηγίες. Εμείς μάθαμε ότι υπάρχουν τρείς κατηγορίες προβατίνων: οι καραγκούνες (ψηλές, με θεληματικό πιγούνι, έντονη μύτη και μεγάλα αυτιά), οι γερμανικές με τα κατσαρά μαλλιά και οι ντόπιες με προβλήματα τριχόπτωσης, μάλλον γιατί τις αποκαλούν φτωχιές. Στην απονομή του κυπέλλου στη νικήτρια της έγινε και επίσημη πρόταση να ανοίξει κομμωτήριο για προβατίνες. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια νέα πρόταση αποκέντρωσης και αναβάθμισης της περιφέρειας. Ακολούθησε ένα αυτοσχέδιο δρώμενο στο «σπιτάκι του τσοπάνου» καθώς και ένα θεατρικό βγαλμένο από τα «Παρατράγουδα». Ο βοσκός δέχεται επίσκεψη από τη σύζυγο του για να του ετοιμάσει το φαγητό, αλλά όλο το χωριό διά βοής απαιτούσε μια πιο to know us better προσέγγιση, στο κρεβάτι. Είχα πιστέψει ότι μπορούσα να επιστρέψω στην ασφάλεια του καυσαερίου τηw Αθήναw, στους γεμάτους σκουπίδια και μπόχα δρόμους, στα μπαρ γεμάτα ασέξουαλ τυπάκια. Έσφαλα. Ανέβηκα (με ανέβασαν) σε ένα άλογο και το έπαιζα Μπο Ντέρεκ στα λιβάδια, με εκατομμύρια μύγες να με κυνηγούν. Δίδαγμα: Η όλη εμπειρία, πέρα από διασκεδαστική, ήταν και εξαιρετικά διδακτική, αφού πλέον όταν ακούω «καπότα» το μυαλό μου τρέχει πρώτα στο «πανωφόρι του βοσκού!».
Κείμενο: Ζωή Δημητρίου